ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ
ΣΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ
ΚΟΜΜΑΤΟΣ
27/8/ 2018
Συντρόφισσες
και σύντροφοι,
Είναι μια
νομίζω πολύ ενδιαφέρουσα και κρίσιμη στιγμή αυτή που βιώνουμε όλοι. Είναι η
πρώτη Κεντρική Επιτροπή του κόμματος που διεξάγεται σε συνθήκες υλοποίησης ενός
από τους μεγαλύτερους, ίσως σημαντικότερους στόχους που θέσαμε από την αρχή της
διακυβέρνησης. Που διεξάγεται δηλαδή μετά το πέρας αυτής της σκληρής, της
δύσκολης περιόδου των μνημονίων.
Η πατρίδα
μας έκανε το αποφασιστικό βήμα ώστε να πάρει ξανά τις τύχες της στα χέρια της.
Στα χέρια
των ανθρώπων της, ξανά.
Το
αποφασιστικό βήμα, ώστε να μπορούμε να προχωράμε από δω και στο εξής χωρίς
άλλους εξωτερικούς καταναγκασμούς.
Χωρίς
άλλα μαρτύρια της σταγόνας.
Χωρίς
άλλους διαρκείς εκβιασμούς.
Και αυτό,
κατά την άποψή μου, όσο και αν κάποιοι το υποτιμούν, όσο και αν κάποιοι μπορεί
να λένε ότι νομοτελειακά κάποια στιγμή θα συνέβαινε, αυτό το κάποια στιγμή
άργησε πάρα πολύ και όχι τυχαία, οχτώ ολόκληρα χρόνια. Συνεπώς, είναι ένα
ιστορικό γεγονός αυτό που έχει ήδη επισυμβεί.
Και είναι
αλήθεια ότι στη μεγάλη διαδρομή πριν φτάσουμε στην 21η του Αυγούστου, πριν από
λίγες μέρες δηλαδή, συνέβησαν πολλά.
Ο
ιστορικός χρόνος συμπυκνώθηκε απότομα.
Μέσα σε
μόλις πέντε χρόνια, από το 2010, η χώρα μας άλλαξε πρόσωπο.
Έγινε
σκιά του εαυτού της.
Το
βιοτικό επίπεδο, τα δικαιώματα του ελληνικού λαού, εξανεμίστηκαν.
Έγιναν
θυσία στο βωμό της «ευλογίας» - κατά την περιβόητη ρήση ενός εκ των
πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου – της ευλογίας που μας είπαν ότι ήταν τα
μνημόνια.
Αυτές οι
τεκτονικές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία ήταν, όμως, και το υπόβαθρο για μια
μεγάλη πολιτική αλλαγή, που κανείς μα κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, κανένας
πολιτικός αναλυτής, κανένας και εξ ημών. Αυτή που συνέβη το 2015.
Και,
επίσης, αυτή η μεγάλη ανατροπή και πολιτική αλλαγή δεν ήταν αυτονόητο ότι θα συνέβαινε.
Διότι η
πρώτη αντίδραση σε μια τέτοιου μεγέθους κοινωνική καταστροφή, όπως αυτή που
συντελέσθηκε τα πρώτα χρόνια της μνημονιακής περιόδου, η πρώτη αντίδραση δεν είναι αυτονόητα η αντίσταση,
αλλά η απόγνωση.
Όμως ο
ελληνικός λαός, δεν αφέθηκε στη μοίρα του. Αναδείχθηκε αυτός σε πρωταγωνιστή
των εξελίξεων.
Και η
πολιτική αλλαγή του 2015, επιτρέψτε μου να πω, ήταν ένα συλλογικό «ως εδώ και
μη παρέκει» του λαού μας, που
ξανακίνισε τον τροχό της ιστορίας.
Δεν ήταν,
όπως κάποιοι πιστεύουν, ούτε άλμα στο κενό ούτε απονενοημένο διάβημα.
Ήταν δύο
πολύ συγκεκριμένα πράγματα:
Απόδοση
των διαχρονικών πολιτικών ευθυνών στους υπαίτιους της καταστροφής και
εμπιστοσύνη στην μοναδική πολιτική δύναμη η οποία δεν δίστασε να μπει στη φωτιά
της μάχης, από θέση ευθύνης.
Όταν
αναλάβαμε τη βαριά ευθύνη, γνωρίζαμε το συσχετισμό της Ευρώπη. Γνωρίζαμε το
κράτος που θα έπρεπε να διαχειριστούμε. Γνωρίζαμε ότι η κυβέρνηση Σαμαρά, τότε
είχε ναρκοθετήσει μελετημένα κάθε μας βήμα, με σχέδιο την λεγόμενη τότε
«παρένθεση».
Αυτά και
μόνο θα αρκούσαν για να δικαιολογήσουμε οποιαδήποτε απόφαση αναχωρητισμού,
οποιαδήποτε απόφαση να μην μπούμε στη μάχη.
Να αποφύγουμε
τεχνηέντως την ευθύνη.
Να
καλλιεργήσουμε και εμείς το κλίμα της ηττοπάθειας, ότι τίποτα δεν μπορεί να
αλλάξει.
Άλλωστε,
θα κρατούσαμε και τα χέρια μας καθαρά, δεν θα τα λερώναμε. Και, βεβαίως, δεν θα
χρειαζόταν να βασανίσουμε το μυαλό και την ψυχή μας, για να λάβουμε δύσκολες
αποφάσεις.
Θα
μπορούσαμε να συνεχίζουμε την ζωή και την πορεία του κόμματός μας, στη γωνιά
μας.
Εντός της
υγειονομικής ζώνης που φύλαγε για μας πάντοτε ο πάλαι ποτέ μεγάλος
δικομματισμός της περιόδου μετά την μεταπολίτευση.
Το
πρόβλημα όμως, σύντροφοι και συντρόφισσες, είναι το εξής.
Ότι αν
επιλέγαμε να στρέψουμε την πλάτη στο λαό εκείνες τις καθοριστικές, ιστορικές
για τον τόπο στιγμές, θα ξηλώναμε την ίδια την ιστορία και το αξιακό φορτίο της
Αριστεράς.
Γιατί η
Αριστερά σε αυτή τη χώρα, δεν έλειψε ποτέ από τις μεγάλες ιστορικές στιγμές και
από το κάλεσμα του λαού και τους μεγάλους αγώνες. Δεν την αποθάρρυνε ο
συσχετισμός. Δεν περίμενε πότε αυτές οι περιβόητες συνθήκες θα ωριμάσουν. Δεν
δραπέτευε στη θεωρητική της ασφάλεια.
Δεν φυλαγόταν από την ιστορία. Αλλά την έγραφε πάντοτε σε χρόνο ενεστώτα.
Αυτός
είναι και ο λόγος που η Αριστερά στον τόπο μας ήταν, είναι και θα είναι μια
μεγάλη υπόθεση. Μια μεγάλη υπόθεση που βαδίζει παράλληλα με τις μεγάλες εθνικές
προσπάθειες, τα μεγάλα ιστορικά διακυβεύματα.
Γιατί αν
η Αριστερά δεν κρύφτηκε ποτέ από τη μάχη, αυτό συνέβη για ένα πολύ απλό λόγο.
Γιατί η
Αριστερά, είναι αναπόσπαστο κομμάτι του λαού μας. Δεν είναι αυτόκλητος
εκπρόσωπος του. Είναι σάρκα από τις σάρκες του.
Το 2015, λοιπόν,
τρεισήμισι χρόνια πριν, ο ελληνικός λαός μας εμπιστεύτηκε.
Μας έδωσε
την ευθύνη. Την εντολή για μάχη. Μια
μάχη που δεν τη δώσαμε στο πλάι του λαού, αλλά προσπαθήσαμε να τη δώσουμε και
τη δώσαμε σε μεγάλο βαθμό με το λαό οργανικό κομμάτι αυτής της μάχης. Με αυτόν
δώσαμε τη μάχη των πρώτων μηνών. Αυτός μίλησε, με τρόπο εκκωφαντικό, όταν τα
πράγματα έφτασαν στα όριά τους. Σε αυτόν στραφήκαμε και πάλι, μετά τις δύσκολες
αποφάσεις που κληθήκαμε να λάβουμε. Και
αυτός ήταν που μας εμπιστεύτηκε ξανά το Σεπτέμβρη.
Μας έδωσε
το χρόνο και τη δύναμη να ανταποκριθούμε στην ευθύνη που αναλάβαμε:
Να
βγάλουμε την πατρίδα μας, να βγάλουμε τη χώρα μας, να βγάλουμε την Ελλάδα έξω
από τα μνημόνια και το καθοδικό σπιράλ της ύφεσης.
Φέραμε σε
πέρας μια δύσκολη αποστολή. Πολλοί είχαν προεξοφλήσει την αποτυχία.
Βεβαίως,
τη φέραμε εις πέρας όχι χωρίς απώλειες. Το γνωρίζαμε αυτό και εμείς και όσοι
μας εμπιστεύτηκαν. Γνωρίζαμε ότι για κάθε λέξη που παλεύαμε στη διαρκή και
σχεδόν ατέρμονη διαπραγμάτευση, υπήρχαν ολόκληρα κείμενα τα οποία έφεραν την
υπογραφή «Ελληνική Δημοκρατία», από τα χέρια των «σωτήρων» της καταστροφικής
πενταετίας.
Γνωρίζαμε
ότι για κάθε μεγάλη θεσμική τομή, θα έπρεπε να βρούμε τρόπους να ξεπεράσουμε
εμπόδια που έστηναν οι υπασπιστές του παλιού καθεστώτος εντός του κράτους.
Γνωρίζαμε
ότι σε κάθε μας βήμα θα μας ακολουθεί αυτός ο παραμορφωτικός φακός της
προπαγάνδας και του ψέματος.
Και αυτό
γιατί εμείς δεν θελήσαμε να συμβιβαστούμε ποτέ μαζί του, μπας και μας δείξει
λίγο πιο όμορφους.
Γιατί δηλώσαμε μάλιστα
ευθύς εξαρχής και καθαρά, ότι αυτόν τον παραμορφωτικό των πραγμάτων φακό εμείς
θέλουμε να τον σπάσουμε.
Γνωρίζαμε
επίσης πολύ καλά και τις αδυναμίες μας.
Υπήρξαν
φορές που διστάσαμε. Υπήρξαν φορές που αδρανήσαμε.
Ίσως
γιατί πορευτήκαμε, από την πρώτη μέρα μέχρι και σήμερα έχοντας τόσα πολλά
μέτωπα, που ποτέ και καμία άλλη κυβέρνηση από τη μεταπολίτευση και μετά δεν
κλήθηκε να διαχειριστεί.
Όμως,
βεβαίως, αυτό δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία. Και ούτε το λέω για κάτι
τέτοιο.
Αντίθετα.
Κάνουμε την αυτοκριτική μας με ειλικρίνεια και σθένος, γιατί μόνο έτσι μπορούμε
να προχωρήσουμε μπροστά, κοιτώντας και μαθαίνοντας από τα λάθη μας.
Συντρόφισσες
και σύντροφοι,
Η έξοδος
από τα μνημόνια είναι ένας σταθμός κρίσιμος, ιστορικός,μεγάλος.
Δεν είναι
το τέλος, αλλά η αφετηρία μιας νέας προσπάθειας, μιας νέας εποχής για τη χώρα.
Το όραμα
μας για την Ελλάδα, μετά και από την εμπειρία στη μεγάλη αυτή μάχη για την
έξοδο από τα μνημόνια είναι, θα έλεγα, ακόμα πιο ισχυρό και συγκροτημένο.
Η Ελλάδα
πρέπει να γίνει και θα γίνει μια σύγχρονη, προοδευτική, ευρωπαϊκή χώρα.
Στην
οποία πρωταγωνιστές θα είναι οι ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας.
Ο
εργαζόμενος κόσμος.
Ο κόσμος
του μόχθου, της επιστήμης, του πολιτισμού.
Οι νέες
και οι νέοι.
Αυτοί και
αυτές που δεν πρέπει να επιτρέψουμε να ζήσουν χειρότερα από ότι προηγούμενες
γενιές.
Και
κρατήστε αυτόν τον συμβολισμό, έχει ενδιαφέρον: Η χρονιά όπου η Ελλάδα μπαίνει στη νέα της εποχή, απαλλαγμένη από
τη σκληρότερη περίοδο που γνώρισε τα τελευταία σαράντα χρόνια, είναι και η χρονιά,
το 2018 δηλαδή, που ενηλικιώνονται οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που γεννήθηκαν
στην αυγή του 21ου αιώνα.
Η Ελλάδα
της νέας εποχής, οραματιζόμαστε και εργαζόμαστε από σήμερα ώστε να είναι:
-
Μια χώρα η οποία δεν θα επιτρέψει ποτέ ξανά, και αυτό
είναι το πρώτο και το κύριο, να υποθηκευτεί
το μέλλον της. Άρα, μια χώρα η οποία θα διαχειρίζεται τα δημοσιονομικά
της, με σύνεση και διαφάνεια.
Χωρίς σπατάλες αλλά και
χωρίς περικοπές σε κοινωνικά αγαθά όπως η Δημόσια Υγεία, η Δημόσια Παιδεία και
το κοινωνικό κράτος.
Η Ελλάδα της νέας εποχής που οραματιζόμαστε θα είναι
-
Μια χώρα που θα παράγει νέο πλούτο, με σχέδιο και
ιεραρχήσεις, επενδύοντας σε τομείς στους οποίους διαθέτει συγκριτικά
πλεονεκτήματα.
Όχι πρόσκαιρα, εφήμερα,
άναρχα και προς όφελος μιας κρατικοδίαιτης επιχειρηματικής ελίτ.
Η Ελλάδα που οραματιζόμαστε θα είναι
-
Μια χώρα στην οποία η παραγωγή του πλούτου θα έχει την
ίδια εξέχουσα σημασία με τη διανομή του.
Δεν οραματιζόμαστε μια
Ελλάδα στην οποία την ώρα που εκτοξεύονται τα επιχειρηματικά κέρδη, οι
εργαζόμενοι θα αμείβονται με χαρτζιλίκια, θα είναι αδήλωτοι, θα είναι
ανασφάλιστοι και διαρκώς αναλώσιμοι.
Αν η
Ελλάδα, άλλωστε, γύρισε δεκαετίες πίσω στα χρόνια των μνημονίων,
στον
τομέα της εργασίας γύρισε πίσω σχεδόν έναν αιώνα.
Διότι το
8ωρο δεν είναι δα κατάκτηση και των πρόσφατων δεκαετιών.
Και θέλω
να σας θυμίσω ότι παραλάβαμε μια ανεργία που επί Σαμαρά είχε αγγίξει ακόμα και
το 28% και σήμερα βρίσκεται στο 19,5%.
Δεν
πανηγυρίζουμε για το νούμερο το ακριβές, αλλά αισθανόμαστε δικαιωμένοι για την
ραγδαία αποκλιμάκωσή της.
Όμως,
ακόμα πιο δικαιωμένοι αισθανόμαστε γιατί αυτά τα χρόνια, τα δύσκολα τα τρία
μνημονιακά, τα τελευταία,
Ενισχύθηκαν
οι μορφές πλήρους απασχόλησης, έναντι της ελαστικής.
Μένει
βεβαίως πολύ μεγάλη προσπάθεια ώστε να επικρατήσει συνολικά η πλήρης εργασία
στο σύνολο των συμβάσεων.
Ενισχύσαμε, όμως, την
Επιθεώρηση Εργασίας με σαφή στόχο να μειωθεί η αδήλωτη και υποδηλωμένη εργασία.
Πετύχαμε τη μείωση από
το 19 στο 12% στους τομείς υψηλής παραβατικότητας.
Και έχουμε ήδη σχεδιασμό
ώστε μέχρι το 2021, να περιοριστεί η αδήλωτη εργασία στο 5%.
Και,
βεβαίως, συνεχίζουμε.
Με την
αύξηση του κατώτατου μισθού.
Με την
κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους.
Μια
ντροπιαστική διάταξη που έφτασε η ώρα να αποτελέσει παρελθόν.
Με την
επαναφορά των βασικών αρχών των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Και όλα
αυτά, βεβαίως, δεν συνιστούν
ιδεοληπτική εμμονή της αριστεράς, όπως μας κατηγορεί ο νεοφιλελεύθερος οπαδός
των μνημονίων ο κ. Μητσοτάκης.
Αλλά είναι
στοιχειώδεις κανόνες κοινωνικής δικαιοσύνης.
Είναι η
αυτονόητη, θα έλεγα, υποχρέωση της πολιτείας απέναντι στον εργαζόμενο κόσμο.
-
Η Ελλάδα, λοιπόν,
της νέας εποχής που οραματιζόμαστε, εκτός από μια χώρα που θα παράγει
πλούτο και θα τον διανέμει δίκαια, θέλουμε να είναι και μια χώρα με φορολογική δικαιοσύνη και ένα
σταθερό φορολογικό σύστημα.
Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι για μεγάλα τμήματα της
κοινωνίας, οι επιβαρύνσεις μετά από οχτώ ολόκληρα χρόνια μνημονιακών πολιτικών
είναι δυσβάσταχτες.
Και αυτό κατά κύριο λόγο, διότι δεν καταφέραμε στο
περιοριστικό πλαίσιο που είχαμε να κινηθούμε, να αναιρέσουμε ή να βελτιώσουμε
μια σειρά από μέτρα που μας κληρονόμησε η καταστροφική πενταετία 2010-2014.
Πλέον όμως, έχοντας πια τη δημοσιονομική δυνατότητα,
είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε σε γενναίες παρεμβάσεις στον τομέα της
φορολογίας προσώπων και επιχειρήσεων.
Έχει ήδη προχωρήσει η επεξεργασία για μια σειρά
φοροελαφρύνσεις, τις οποίες θα είμαστε σε θέση σύντομα να ανακοινώσουμε.
Και την ίδια στιγμή, βέβαια, εργαζόμαστε για να υπάρξουν επιπλέον
παρεμβάσεις ώστε να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των οφειλών προς το δημόσιο, που
αφορά χιλιάδες συμπολίτες μας.
-
Η Ελλάδα της νέας εποχής θα είναι επίσης και μια χώρα,
στην οποία η δημόσια διοίκηση δεν θα θυμίζει κατάλοιπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
αλλά θα είναι συμβατή με μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα του 21ου αιώνα.
Αντιμετωπίζοντας τη γραφειοκρατία, την πολυνομία, τις
μικρές και τις μεγάλες εστίες διαφθοράς. Ενισχύοντας τη διαφάνεια, τον έλεγχο
ως προς την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, την ψηφιοποίηση του δημόσιου
τομέα.
Χρειάζεται φυσικά χρόνος και μεγάλη προσπάθεια για να
προχωρήσουν αυτές οι τομές, όμως τα πάντα ξεκινούν από την πολιτική βούληση.
-
Η Ελλάδα της νέας εποχής θα πρέπει όμως να είναι και μια
χώρα όπου όλοι οι πολίτες θα είναι ίσοι έναντι του νόμου. Ανεξάρτητα από την
καταγωγή, το εισόδημα, το φύλο, το σεξουαλικό προσανατολισμό. Μια χώρα στην
οποία οι άνθρωποι με αναπηρίες δεν θα λογίζονται ως πολίτες δεύτερης
κατηγορίας. Και τέλος, μια χώρα η οποία αναλαμβάνει πια πρωταγωνιστικό ρόλο στη
διεθνή σκηνή. Με αρχές την ειρηνική
συμβίωση, τη φιλία και την αλληλεγγύη των λαών και τη σύναψη σχέσεων καλής
γειτονίας με τις χώρες της περιοχής.
Η πατρίδα μας, ξέρετε, βρίσκεται σε μια περιοχή όπου
διαχρονικά, θα έλεγα, δεν λείπουν οι εντάσεις. Οι προκλήσεις σήμερα,
ενδεχομένως να είναι και μεγαλύτερες.
Για τον λόγο αυτό, επενδύσαμε αυτά τα χρόνια σε μια
ενεργητική, πολυδιάστατη, φιλειρηνική εξωτερική πολιτική. Μια πολιτική αφενός
ανοιχτών διαύλων, αφετέρου δε με απόλυτη προτεραιότητα την διασφάλιση των
κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Και όπως
αποδείχθηκε, μόνο μια τέτοια πολιτική μπορεί να διασφαλίσει αποτελεσματικά την
εδαφική ακεραιότητα και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. Διότι, η γραμμή του εθνικισμού, της
συνομωσιολογίας, της απομόνωσης, δεν είναι τίποτα άλλο από μια γραμμή εθνικής
ήττας που μετατρέπει την Ελλάδα σε μια φοβική και ανυπόληπτη δύναμη.
Γνωρίζουμε ότι η στάση που έχουμε επιλέξει, βεβαίως έχει
και πολιτικό κόστος. Φυσικά, πρόσκαιρο, και θα φανεί. Διότι, εκ του αποτελέσματος,
καταλήγει πάντα υπέρ των εθνικών συμφερόντων.
Όπως για παράδειγμα, είδαμε στην περίπτωση των δύο
στρατιωτικών μας που συνελήφθησαν και κρατήθηκαν, χωρίς καμία κατηγορία, από
τον περασμένο Μάρτιο στην Τουρκία, ακούσαμε πολλά από μια αντιπολίτευση που
φυσικά έσπευσε να κάνει σπέκουλα και σε αυτό το κρίσιμο θέμα. Φτάσαμε στο σημείο να ακουστεί από σημαίνων
στέλεχος της, ακόμα και αυτή η ντροπιαστική πρόταση περί ανταλλαγής. Λες και η
ελληνική δικαιοσύνη, η οποία έχει αποφανθεί σχετικά, είναι υπηρεσία υπό τον
Πρωθυπουργό ή υπό τον ΥΠΕΞ και μπορεί να εντέλλεται ανάλογα με τις επιθυμίες
τους.
Βεβαίως, ίσως αυτή να είναι η εικόνα που έχουν τα στελέχη
της Ν.Δ. από την εμπειρία τους κατά τα χρόνια της δικής τους διακυβέρνησης.
Αυτά όμως, όχι απλά δεν ισχύουν πια. Είναι, επαναλαμβάνω,
ντροπή.
Γι’ αυτό και όταν επέστρεψαν επιτέλους οι δύο
στρατιωτικοί μας, μετά από διαρκείς και συντονισμένες ενέργειες σε πολιτικό και
διπλωματικό επίπεδο, οι οπαδοί των παζαριών έχασαν τη μιλιά τους.
Επίσης, στο κορυφαίο ίσως ζήτημα που διαχειριστήκαμε τα
προηγούμενα χρόνια σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής, το Μακεδονικό.
Ένα ζήτημα στο οποίο καταφέραμε μετά από πολύ μεγάλη
προσπάθεια, να φτάσουμε σε μία ιστορική συμφωνία, τηρώντας την, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, εθνική γραμμή, διαφυλάσσοντας το εθνικό συμφέρον και την
ιστορία μας.
Και σε αυτό λοιπόν το μεγάλο ζήτημα είναι κάποιοι οι
οποίοι, επίσης, έχασαν τη μιλιά τους. Αφού άλλαξαν καμιά 20αριά φορές στάση.
Δευτέρα-Τετάρτη-Παρασκευή, σύνθετη ονομασία και γραμμή
κυβέρνησης Καραμανλή.
Τρίτη-Πέμπτη-Σάββατο, εθνικιστικά παραληρήματα και
επιχειρήματα Χρυσής Αυγής.
Τώρα, η γραμμή της Τρίτης-Πέμπτης-Σαββάτου τείνει να
παγιωθεί ως εβδομαδιαία γραμμή.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Θέλω να μιλήσω ευθέως:
Σε ότι αφορά την, όπως είπα, ιστορική στιγμή της 21ης
του Αυγούστου, της τυπικής εξόδου από αυτή την οχταετή περιπέτεια για τον τόπο.
Δεν είναι όλοι σε αυτή τη χώρα χαρούμενοι που τελειώσαμε
με τα μνημόνια.
Υπάρχουν και αυτοί που κυβέρνησαν τη χώρα τα προηγούμενα
χρόνια επιβάλλοντας πολιτικές ακόμα και πέρα από όσα ζητούσαν κατά καιρούς οι
δανειστές.
Υπάρχουν και αυτοί που σε κάθε κρίσιμη διαπραγμάτευση,
ξεσπάθωναν υπέρ των πλέον ακραίων απόψεων, που εξέφραζε κατά κύριο λόγο το ΔΝΤ.
Αυτοί που το πολιτικό τους πρόγραμμα δεν είναι άλλο από
την συντριβή της εργασίας, την καθήλωση των μισθών, τις απολύσεις, τις νέες
περικοπές στις συντάξεις, την διάλυση του κοινωνικού κράτους, και την
φοροασυλία του μεγάλου πλούτου.
Είναι αυτοί που δεν έχουν ανάγκη τελικά κανέναν ξένο
τεχνοκράτη για να συνεχίσουν το μνημόνιο. Τα λένε μόνοι τους. Γιατί ήταν πάντα
το πρόγραμμά τους.
Και όντως, για τη Ν.Δ. και τη σημερινή της ηγεσία το
μνημόνιο ήταν τελικά ευλογία, όπως είχε χαρακτηριστεί αρχικά. Ήταν η καλύτερη αφορμή για να υλοποιήσουν
κατά γράμμα την πιο ακραία αντικοινωνική πολιτική που εφαρμόστηκε στον τόπο εδώ
και 40 χρόνια.
Και σήμερα, όχι απλά υπερασπίζονται τα πεπραγμένα τους,
για τα οποία τους έστειλε ο ελληνικός λαός στην αντιπολίτευση, αλλά υπόσχονται
ακόμα χειρότερα.
Και παράλληλα, δεν σταματούν να βρίζουν, να απειλούν.
Να μιλάνε για ελαττωματικές ιδέες, να προαναγγέλλουν
θεσμικές παρεμβάσεις για να μη μπορέσει ποτέ να κυβερνήσει ξανά στον τόπο η
αριστερά. Απόψεις και ιδέες που γυρνάνε σε μια άλλη εποχή, στην μετεμφυλιακή Ελλάδα και που δε μπορούν
να έχουν σχέση με ένα δημοκρατικό κόμμα της αξιωματική αντιπολίτευσης αλλά
αρμόζουν σε κάποιο περιθωριακό ακροδεξιό μόρφωμα.
Και μέσα σε όλα αυτά βεβαίως, βλέπουμε ένα διαρκές
παραλήρημα, κατά καιρούς απειλούν να ξηλώσουν νόμους που έφερε η δική μας
κυβέρνηση.
Αναρωτιέμαι όμως,
Ποιο νόμο να πρωτοξηλώσει ο κ. Μητσοτάκης;
Τον νόμο για την πρόσβαση 2,5 εκατομμυρίων ανασφάλιστων
στη Δημόσια Υγεία;
Για την πρόσληψη γιατρών και νοσηλευτών στο ΕΣΥ;
Για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας;
Τον νόμο για την πρόσληψη δασκάλων στα σχολεία, για να
μην ξεκινά η σχολική χρονιά με χιλιάδες κενά;
Τον νόμο για την αύξηση της χρηματοδότησης για την
Έρευνα;
Για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης;
Για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας;
Για την κατάργηση του αυτοφώρου για τις μικρές οφειλές
στο δημόσιο;
Για τη διαφάνεια στις δημόσιες συμβάσεις;
Για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών σταθμών;
Τον νόμο για την επαναλειτουργία της Ελληνικής
Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης;
Αυτόν για να αποκτήσει η χώρα δασικούς χάρτες, μετά από
50 χρόνια;
Αυτόν
που αφορά την κατεδάφιση των αυθαιρέτων;
Τον νόμο, ίσως, για το μεταφορικό ισοδύναμο στα νησιά
μας;
Για την κατοχύρωση της ταυτότητας φύλου;
Για την απόδοση ιθαγένειας σε όλα τα παιδιά που
γεννήθηκαν και μεγάλωσαν εδώ;
Για την επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων;
Για την αύξηση του κατώτατου μισθού;
Ποιόν από όλους αυτούς τους νόμους άραγε θα πρωτοξηλώσει
ο κ. Μητσοτάκης;
Παρακολουθούμε, όμως, εδώ και δύο χρόνια, το παραλήρημα
μιας ακροδεξιάς, κυνικής και μιας- θα έλεγα- αδίστακτης αξιωματικής
αντιπολίτευσης.
Που με μοναδικό όπλο τον μηχανισμό του ψέματος, της
προπαγάνδας προσπαθεί με κάθε τρόπο να επανέλθει στην εξουσία.
Για να ξηλώσει τελικά κάθε προοπτική αυτής της χώρας να
ορθοποδήσει.
Για να συνεχίσει αυτή την νεοφιλελεύθερη καταιγίδα που
σταμάτησε το 2015.
Και μπροστά στο μεγάλο τους πόθο της επιστροφής, δεν
δίστασαν, το καλοκαίρι που μας πέρασε, ακόμα και να αποπειραθούν να
εκμεταλλευτούν μια μεγάλη εθνική τραγωδία. Σε αγαστή συνεργασία με φιλικά ΜΜΕ,
επιχείρησαν να βγάλουν πολιτικά οφέλη πάνω στον ανθρώπινο πόνο και στη
καταστροφή.
Και έτσι βρεθήκαμε στο εξής οξύμωρο, το κόμμα των
αυθαιρέτων, των μπαζωμένων ρεμάτων, των κομματαρχών που μετέτρεψαν περιοχές της
Αττικής σε μνημεία άναρχης δόμησης με διαρκή κίνδυνο για την ασφάλεια των
πολιτών, εμφανίστηκε να κουνάει το
δάχτυλο και να επιζητά διακαώς πολιτικά οφέλη από μια τραγωδία.
Για την οποία όχι μόνο αναλάβαμε, όπως οφείλαμε, την
πολιτική ευθύνη.
Αλλά σπεύσαμε άμεσα να ανακοινώσουμε μια ευρεία δέσμη
μέτρων για τους πληγέντες.
Αλλά και για την αντιμετώπιση της ανεξέλεγκτης δόμησης
όσο και για την αναβάθμιση της πολιτικής προστασίας.
Διότι αυτό σημαίνει έμπρακτη ανάληψη ευθύνης.
Να κάνουμε δηλαδή ό, τι χρειαστεί, να συγκρουστούμε με
όποιον χρειαστεί για να μην ζήσουμε ξανά μια τέτοια τραγωδία.
Αλλά, τελικά, αυτό είναι το τελευταίο που ενδιαφέρει τους
πολιτικούς μας αντιπάλους.
Το μόνο που τους οδηγεί είναι η βουλιμία τους για την
εξουσία.
Η προσπάθεια για την παλινόρθωσή τους.
Ακόμα και αν χρειαστεί να σπέρνουν μίσος, διχασμό και
φόβο.
Όμως, σύντροφοι και συντρόφισσες, είμαι βαθιά
πεπεισμένος.
Μετά από αυτά τα οχτώ σκληρά και δύσκολα χρόνια, η Ελλάδα
βρίσκεται πια σε ξέφωτο.
Κανείς δεν λέει ότι ο δρόμος είναι σπαρμένος με
ροδοπέταλα προς τον προορισμό μας και είμαι απόλυτα βέβαιος ότι η χώρα, όσο και
αν προσπαθούν, δεν πρόκειται να γυρίσει πίσω.
Δεν θα γυρίσει πίσω στα χέρια αυτών που τη γονάτισαν.
Αντίθετα, με πρωταγωνιστή το κόμμα μας, τον ΣΥΡΙΖΑ,
είμαστε αποφασισμένοι να ενισχύσουμε το ρεύμα της κοινωνικής και πολιτικής
πλειοψηφίας που διαμορφώθηκε τρία χρόνια πριν,
για μια νέα νίκη του λαού μας.
Για να σταθεροποιήσουμε την μεγάλη πολιτική αλλαγή και να
αφήσουμε μια για πάντα στο παρελθόν τις πολιτικές δυνάμεις αλλά και το πολιτικό
προσωπικό της χρεοκοπίας, τις πολιτικές
δυνάμεις αλλά και το πολιτικό προσωπικό της διαφθοράς και του ηθικού
εκφυλισμού.
Ώστε αυτό το, επιτρέψτε μου την έκφραση, υβρίδιο
ακροδεξιάς και νεοφιλελευθερισμού στο οποίο έχει μεταμορφωθεί σήμερα η
παράταξη, το κόμμα της Ν.Δ. υπό τον κ. Μητσοτάκη, να μην παλινορθωθεί.
Το 2019, η επόμενη χρονιά, συντρόφισσες και σύντροφοι,
δεν θα είναι μόνο η χρονιά της μεγάλης κοινωνικής μάχης για την στήριξη της
κοινωνίας, των εργαζομένων, του κοινωνικού κράτους.
Θα είναι και η χρονιά των μεγάλων καθοριστικών,
ιστορικών, πολιτικών μαχών.
Είναι η χρονιά των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών,
που για πρώτη φορά θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Και τη μάχη αυτή θα τη δώσουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
Με ανοιχτά, λαϊκά ψηφοδέλτια.
Με το κόμμα σε διάταξη αγώνα.
Και με στόχο να αναδείξουμε προσωπικότητες και
συλλογικότητες που θα μοιράζονται την αγωνία μας για τη συγκρότηση μιας μεγάλης
κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας για να εμπεδωθούν οι μεγάλες αλλαγές. Αυτές
που γίνανε, αλά και τις ακόμα περισσότερες και μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις που
έχουμε μπροστά μας σε συνθήκες κανονικότητας και όχι ασφυκτικής επιτροπείας.
Θα είναι επίσης η επόμενη χρονιά και η χρονιά των
Ευρωεκλογών, ταυτόχρονα με τις Αυτοδιοικητικές εκλογές.
Η χρονιά των Ευρωεκλογών, της μάχης δηλαδή που θα δώσουμε
μαζί με τις δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Αριστεράς αλλά και μαζί με τις προοδευτικές
δυνάμεις στην Ευρώπη, όλες αυτές τις δυνάμεις που δεν αποδέχονται το μονόδρομο
της λιτότητας, του ρατσισμού και του δημοκρατικού ελλείμματος.
Και, πιστέψτε με, αυτό το ρεύμα είναι το μοναδικό που
μπορεί να αντιπαρατεθεί με αξιώσεις απέναντι σε μια ακροδεξιά που θεριεύει στην
Ευρώπη, στην Ευρώπη των αδιεξόδων και
της οικονομικής στασιμότητας.
Αλλά, πάνω από όλα, η επόμενη χρονιά, είναι η χρονιά που έχει και τη μεγάλη μάχη, τη μητέρα των
μαχών, στο τέλος της τετραετίας, το ερχόμενο φθινόπωρο το 2019. Τις εθνικές εκλογές.
Στο δρόμο για τις οποίες, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, θα
βρούμε μπροστά μας όλες τις γερασμένες δυνάμεις της παλιάς Ελλάδας.
Αδίστακτες και διψασμένες πολύ για παλινόρθωση.
Και εκεί δεν είναι μια μάχη που αφορά το κόμμα μόνο, και
την κυβέρνηση μόνο. Αλλά το μέλλον του ελληνικού λαού.
Εκεί, το κόμμα μας και ο λαός πρέπει αποφασισμένος και
αισιόδοξος να ξαναδώσει μήνυμα συνέχειας προς τα εμπρός.
Μήνυμα ελπίδας.
Μήνυμα νίκης.
Νίκης απέναντι στις δυνάμεις του παλιού καθεστώτος.
Απέναντι σε αυτές τις δυνάμεις δεν επιτρέπεται να
δειλιάσουμε, να απογοητευτούμε, να διστάσουμε.
Και σε αυτή τη μάχη δεν χωρούν δεύτερες ούτε σκέψεις ούτε
στρατηγικές διαχείρισης, ούτε ηττοπάθεια.
Γιατί απέναντι στον πολιτικό και κοινωνικό αντίπαλο
έχουμε τις ιδέες αλλά και τις πράξεις της αριστεράς.
Έχουμε το παρελθόν μας αλλά και το σχέδιο για το μέλλον.
Την Ελλάδα της ισότητας, της αλληλεγγύης και της
κοινωνικής δικαιοσύνης.
Και με αυτές τις ιδέες και με αυτές τις πράξεις θα
ενισχύσουμε την πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία.
Με ανοιχτό ορίζοντα και με τη συσπείρωση όλων εκείνων που
δεν αποδέχονται την επιστροφή του παλιού καθεστώτος στην εξουσία.
Και, επιτρέψτε μου εδώ μια παρατήρηση. Από τα μνημόνια
αυτοί οι οποίοι υπέστησαν μεγάλη ζημιά, αυτοί οι οποίοι είδαν τα εισοδήματά
τους να μειώνονται, αυτοί οι οποίοι είδαν τη ζωή τους να δυσχεραίνεται, ήταν η
μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού.
Το 80% του ελληνικού λαού, θα έλεγα.
Υπάρχει και ένα άλλο 20% που βρίσκεται στα ίδια και ένα μικρό ποσοστό που είδα να καλυτερεύει
η ζωή τους.
Εκεί να αναζητήσουμε τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που
πρέπει να γίνει και πολιτική: στη μεγάλη πλειοψηφία του λαού μας που με όρους
κοινωνικούς και ταξικούς θα στηρίξει την προσπάθεια για την επόμενη μέρα της
χώρας.
Την προσπάθεια να μην γυρίσουμε πίσω.
Και δεν θα γυρίσουμε πίσω.
Σύντροφοι και Συντρόφισσες
Όμως για να δώσουμε όλες αυτές τις μάχες νικηφόρα
χρειαζόμαστε συστράτευση, ενότητα αλλά και ανανέωση.
Η χώρα μας, η κυβέρνηση και το κόμμα χρειάζονται και νέο
αίμα και περισσότερη όρεξη για δουλειά.
Χρειάζεται να δώσουμε, όμως, και ένα παράδειγμα στην
ελληνική κοινωνία.
Να δείξουμε ότι είμαστε έτοιμοι να κάνουμε μεγάλες
αλλαγές πρώτοι εμείς οι ίδιοι.
Γιατί το τέλος του Μνημονίου, θα έλεγα ότι σηματοδοτεί
και το κλείσιμο ενός πολιτικού κύκλου για το ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα που
η χώρα περνάει σε άλλη εποχή, το κόμμα πρέπει να προσαρμοστεί σε αυτές τις νέες
ανάγκες.
Γιατί:
Πρώτον,
οι νέες δυνατότητες για την εφαρμογή μιας πολιτικής δίκαιης ανάπτυξης, ριζικών
δημοκρατικών αλλαγών, και κοινωνικής δικαιοσύνης, απαιτούν από το κόμμα να
είναι ακόμα πιο βαθιά ριζωμένο στην κοινωνία.
Να
συνδιαλέγεται με την κοινωνία, και πρώτα- πρώτα με τα στρώματα της μισθωτής
εργασίας, με τους εργαζόμενους είτε του χεριού είτε του πνεύματος, αλλά και με
την παραγωγική μεσαία τάξη, που πλήρωσε βαρύ τίμημα στην κρίση.
Ας μην το
ξεχνάμε ποτέ.
Σ’ αυτούς
απευθυνόμαστε.
Γι’
αυτούς, αν θέλετε, υπάρχουμε.
Δεύτερον,
η επίθεση των δυνάμεων της παλινόρθωσης, που παίρνει πολλές φορές ακόμα και τον
χαρακτήρα μιας ακραίας αντιπαράθεσης, με εμφυλιοπολεμικό λόγο από την πλευρά τους, απαιτεί από τη δική μας πλευρά
ένα κόμμα ενωμένο, ψύχραιμο, ικανό να αμύνεται αλλά και να αντεπιτίθεται.
Ικανό,
κυρίως, να χτίζει από τα κάτω τις συμμαχίες εκείνες που απαιτούν οι συνθήκες.
Όλα τα
ρυάκια εκείνα, σε κάθε γειτονιά και χώρο δουλειάς, που θα ενώνονται στο
ορμητικό ποτάμι της μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής πλειοψηφίας.
Συνεπώς,
χρειαζόμαστε κόμμα δυνατό, χρειαζόμαστε κόμμα ενωμένο, χρειαζόμαστε κόμμα
ανοιχτό στην κοινωνία, με εσωτερική δημοκρατία αλλά και πειθαρχία.
Αυτό
είναι –και δεν μπορεί να είναι άλλο- το δημοκρατικό μας εργαλείο, το
δημοκρατικό μας όπλο, το μεγάλο μας πλεονέκτημα απέναντι στους αντιπάλους μας.
Ένα
πλεονέκτημα, που πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού.
Αποτρέποντας
με όλη την δημοκρατική αυστηρότητα αν χρειαστεί είτε προσωπικές στρατηγικές
είτε συσπειρώσεις χωρίς αρχές, και εκφάνσεις ατομικής ιδιοποίησης της
συλλογικής κομματικής δουλειάς.
Αποκρούοντας
τον κυβερνητισμό, και την εμπλοκή του κόμματος, ή των οργανώσεών του, σε
παιγνίδια που δεν έχουν σχέση ούτε με τις αρχές, ούτε με τις ιδέες μας.
Και
παίρνω το θάρρος να σας θυμίσω εδώ, ότι είμαστε το δέντρο μιας παράταξης
μεγάλης, που οι ρίζες του αρδεύονταν πάντα από την αγωνιστική ανιδιοτέλεια,
το
συλλογικό ήθος,
την
συντροφικότητα -όχι μόνο ως ηθικό, αλλά και ως πολιτικό μέγεθος-
την αφοσίωση στο λαό και
στις ανάγκες του.
Και αυτή η παράταξη πέρασε πολλά, ειδικά αυτά τα τρία
χρόνια από το καλοκαίρι του 2015 ως σήμερα.
Αλλά με την ανιδιοτελή και αξιοθαύμαστη δουλειά, αυτό το
κόμμα των συντρόφων και των συντροφισσών που το σήκωσαν στην πλάτη τους αυτό το
διάστημα, πάτησε ξανά στα πόδια του.
Σε αυτή τη διαδρομή η συμβολή του Γραμματέα της Κεντρικής
Επιτροπής του Πάνου Ρήγα ήταν αναντικατάστατη.
Θέλω να τον ευχαριστήσω γιατί αυτά τα τρία χρόνια που
βρίσκεται στη θέση του Γραμματέα επέδειξε ήθος, ανιδιοτέλεια και είχε ουσιαστική
συνεισφορά στο κοινό μας σχέδιο.
Και είμαι βέβαιος ότι θα είναι το ίδιο παραγωγικός και
δημιουργικός και από το νέο μετερίζι της μάχης.
Τώρα, στην αυγή της νέας εποχής, πιστεύω ότι το κόμμα μας
χρειάζεται μια ακόμη ώθηση.
Ένα ακόμη παράδειγμα ανιδιοτέλειας και αφοσίωσης.
Και, πάνω από όλα, τα μέλη μας χρειάζονται από εμάς, από
την ηγεσία του κόμματος, ένα ισχυρό μήνυμα
Ότι το κόμμα για μας είναι προτεραιότητα.
Ότι το κόμμα για μας είναι αναπόσπαστο κομμάτι στην
προσπάθεια αυτή για την ενίσχυση της πολιτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας στον
τόπο μας.
Και ότι κανένα αξίωμα κυβερνητικό ή όποιο άλλο δεν έχει
για μας μεγαλύτερη αξία από αυτά τα αξιώματα που προσδιορίζονται από τη
συλλογική μας βούληση και τη συλλογική κομματική μας λειτουργία.
Αυτοί είναι και οι λόγοι για τους οποίους αποφάσισα να
προτείνω για επόμενο Γραμματέα της Κεντρικής μας Επιτροπής έναν σύντροφο που
τούτη την ώρα κατέχει μια κορυφαία κυβερνητική θέση. Πρώτος τη τάξη υπουργός.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αποφάσισα να προτείνω
στη Κεντρική Επιτροπή να εκλέξει ως επόμενο Γραμματέα τον σύντροφο Πάνο Σκουρλέτη.
Συντρόφισσες και σύντροφοι
Σας καλώ όλοι μαζί να δώσουμε σήμερα ένα ισχυρό μήνυμα
στα μέλη μας, στον κόσμο που μας παρακολουθεί, αλλά και στον ελληνικό λαό.
Μήνυμα ενότητας, συσπείρωσης, αισιοδοξίας και νίκης.
Με ανανεωμένες τις δυνάμεις μας, με αναπτερωμένο το ηθικό
μας από το τέλος των Μνημονίων, της επίτευξης ενός ιστορικού στόχου για την
κυβέρνησή μας, να προχωρήσουμε μπροστά με ενότητα και αλληλεγγύη. Και να
δώσουμε όλοι μαζί σήμερα το μήνυμα της ανανέωσης και της νίκης στους μεγάλους
και κρίσιμους αγώνες που έχουμε να δώσουμε μπροστά μας την επόμενη περίοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου