Την Κυριακή, 14 Αυγούστου 2016, ο ποιητής Δημήτρης Αγγελής γράφει:
«Σκέφτομαι πως η βιβλική, ας την πούμε έτσι, θεματική των ποιημάτων δεν πρέπει σε καμία περίπτωση ν’ αποκλείει την καθημερινότητα του ποιητή… Ίσως μάλιστα και να την έχει ανάγκη, προκειμένου το ποίημα να αγκιστρωθεί με περισσότερες αξιώσεις στο παρόν. Γι’ αυτό και το ερωτικό ποίημα πάνω στο Άσμα Ασμάτων που μόλις τελείωσα, νομίζω πως θα πρέπει να τοποθετηθεί στο κέντρο της δωδεκάδας που έχω σχεδιάσει».
Για δωδεκάδα επρόκειτο τότε. Όμως, σήμερα, τα ποιήματα είναι είκοσι ένα, με βάση τον αριθμό και είκοσι έξι, με βάση τις παραλλαγές, με «βιβλική θεματική», η οποία όμως, επειδή δεν αποκλείει και την «καθημερινότητα του ποιητή», δικαιολογεί εκείνο το «σχεδόν βιβλικά».
Η ποιητική συλλογή μοιάζει με μια μικρή δημιουργία του κόσμου, μέσα στον κόσμο, από τον οποίο ξεπροβάλλει ως άλλος, παράξενος και συχνά εφιαλτικός. Είναι ένας κόσμος στον οποίο συρρέουν όλα τα ρυάκια του ονείρου, της ποίησης, της τέχνης, της μουσικής και της ζωγραφικής. Κι ο ποιητής παλεύει σαν μικρός προφήτης, σαν μικρός Θεός που πονάει, που νοιάζεται και θέλει να επαναλάβει κάποιο θαύμα για τη διάσωσή του.
Στην αρχή, το φως, ο ήλιος, οι εφημερίδες, στο τσιμέντο, τα χρυσόψαρα και οι πεταλούδες, τα νερά. Πολλά νερά. Το ντεκόρ έχει στηθεί, αλλά τα υλικά είναι ακόμα ανακατεμένα. Αλλού «Το σύννεφο έσταζε έξω απ’ το κάδρο», σαν το κακό που έχει υπερχειλίσει, αλλού το νερό κυλάει δίνοντας μια «ωκεάνια αίσθηση». «Στον ύπνο μου ο ουρανός έχει το χρώμα της σκουριάς» λέει ο ποιητής, ο ήλιος έχει «τη λάμψη απ’ τα δόντια του σκύλου κι ο Σικελιανός … απαγγέλλει ένα ποίημα κρατώντας ρομφαία. Άραγε με ονειρεύεται κι εκείνος καμιά φορά όταν διαβάζω τους στίχους του;». Η αναφορά στον Σικελιανό με τη ρομφαία χρίζει τον ποιητή εκδικητή, εξολοθρευτή του κακού, καθόσον Άγγελος και αυτός. Το ερώτημα, έστω και χωρίς απάντηση, δείχνει τον μίτο που οδηγεί τον νεότερο ποιητή στον παλιό. Κι αν στον Σικελιανό αρκούσε η υπόσχεση στα δόντια του σκύλου («Άγραφον»), στον νεότερο δεν αρκεί, γι’ αυτό προσθέτει και τη ρομφαία. Οι καιροί έχουν αλλάξει και τα μέσα είναι πιο δραστικά.
Ο κόσμος είναι ένα μπερδεμένο κουβάρι. Τι γίνεται εδώ ή εκεί; Σ’ αυτά που φαίνονται και στα άλλα που δεν φαίνονται; Ο ποιητής πετάει λέξεις στη θάλασσα του κειμένου του, λέξεις σημαδούρες και ο νοών νοείτω. «Κάθε εγκυμονούσα γυναίκα είναι μια κλεψύδρα». «Ο κύριος Νώε με την κιβωτό του … φωνάζει αλλά κανείς δεν θέλει να ταξιδέψει μαζί του». Οι πνιγμένοι Αιγύπτιοι, ο Ισαάκ, το κριάρι, οι αγνοούμενες στιγμές, η σταύρωση, ο απαγχονισμός˙ οι θυσίες. Από την άλλη, ο Θεός δεν σταματάει να στέλνει αγγελιοφόρους: ο Ιωνάς, ο Νώε, το κήτος, η κιβωτός, εμφανίζονται με τον συμβολικό τους ρόλο ως σωστικά μέσα της ζωής, δηλαδή. Η μουσική πλημμυρίδα του Χένρικ Γκορένσκι (η 3η Συμφωνία των «Λυπημένων τραγουδιών»;), είναι το φωτεινό μουσικό σήμα που στέλνει ο Θεός αλλά κανείς δεν βλέπει και δεν αξιολογεί. Κι όμως αυτά είναι «η επίσημη φωνή του Θεού που φυτεύει χρυσούς σπόρους ροδιού στα νερά, πριν αποδώσει τον κόσμο ξανά στην αθωότητα», πριν τον εγείρει από τον τάφο σε μια νέα ανάσταση.
Σ’ ένα άλλο ποίημα, γεμάτο από αντικείμενα, σύμβολα, σύνεργα μιας σκηνοθεσίας, αξιοποιώντας στοιχεία του παραλόγου υποβάλλει συναισθήματα άγχους και άλλα του κόσμου μας δεινά. «Κάποτε το απόθεμα των αγίων και των ποιητών τελειώνει. Όλοι μετακομίζουν. Απομένει άδειο το διαμέρισμα, μόνο με μια γραφομηχανή να γράφεις».
Το δωμάτιο και η σκηνή μάς θυμίζει τον Οδυσσέα Ελύτη σε ανάλογη διάθεση: «Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέχουν μόνον / Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα / Χτυπά Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι / Κοντά να ξημερώσει» (Τα ελεγεία της Οξώπετρας, «Περασμένα μεσάνυχτα»). Πιο κάτω έρχεται βοηθός «ο Μάρκος με το λιοντάρι του, ο Ιωάννης με τον αετό του, ο Λουκάς με το βόδι του κι ο Ματθαίος με τον άνθρωπο». Οι Ευαγγελιστές και οι Ευ-αγγελίες τους, καθένας με το σήμα του. Τη δύναμη, την υψιπέτεια, την αντοχή του καματερού, τον άνθρωπο. Στον χορό των επισκεπτών έρχονται σκηνοθέτες, ποιητές, μουσικοί και βιβλικά πρόσωπα. Στο βιβλίο της Ρουθ, την πρώτη φορά βρήκε τη Ρουθ να τον περιμένει, την άλλη φορά βρήκε τη Νατζά του Μπρετόν και την τρίτη φορά δεν βρήκε κανέναν. Λιγοστεύουν οι άνθρωποι, λιγοστεύουν τα σύμβολα.
Η ποιητική συλλογή μοιάζει με μια μικρή δημιουργία του κόσμου, μέσα στον κόσμο, από τον οποίο ξεπροβάλλει ως άλλος, παράξενος και συχνά εφιαλτικός […] κι ο ποιητής παλεύει σαν μικρός προφήτης, σαν μικρός Θεός που πονάει, που νοιάζεται και θέλει να επαναλάβει κάποιο θαύμα για τη διάσωσή του.
Στο 7ο ποίημα, (α΄ και β΄), έχουμε ένα Άσμα Ασμάτων με ένα διαρκώς επαναλαμβανόμενο «είσαι», ένα μεταμορφούμενο συνεχώς άλλο, στο οποίο κορυφώνεται η δημιουργία και απογειώνεται. Ή περπατάς στον αέρα και στο νερό ή παραιτείσαι από την ποίηση˙ κι εδώ ο Αγγελής περπατά στον αέρα και στο νερό, με επτά «είσαι» σαν δημιουργός που δούλεψε και τις εφτά μέρες της δημιουργίας.
Από τα επτά «είσαι» του ποιητικού κόσμου του επιχειρώ μια περίληψη:
1. «Είσαι εκείνο το σπασμένο σώμα… που μυρίζει φωτιά …»
2. «Είσαι ο αέρας που φύσηξε… στο τραπέζι μας ψωμί».
3. «Είσαι η έκκληση του επόμενου φιλιού / που επικαλείται την ανάμνηση του προηγούμενου» αλλά και
4. «τα μάτια εκείνου του σκύλου / που διέσωσε μια Κυριακή στο βλέμμα του / το χάδι σου» (το «είσαι» εννοείται).
5. «Είσαι ένας πειρασμός γκρεμού και κήπου ανεξάντλητου, όλο μηλιές κι άπιαστες άκρες ποιήματος».
6. «Είσαι ο ηλεκτρισμός ενός ισπανικού Αυγούστου καθώς νυχτώνει δίπλα στο ποτάμι και ρίχνεις την κόκκινη ζακέτα πάνω στους ώμους σου».
7. «Είσαι μια πόλη με ψιλόβροχο στις φυλλωσιές της: το δικό μου Άσμα
Ασμάτων».
Ασμάτων».
Αυτή η επανάληψη του «είσαι» μοιάζει σαν να φωτίζει τα πολλά πρόσωπα του μυστηριακού υποκειμένου, τις επτά παραλλαγές της μιας αχτίδας. Για μια περαιτέρω σύνοψη από τις επτά εμφανίσεις επιλέγω τέσσερις: Τη φωτιά, τον αέρα, τη γη, το νερό˙ τα τέσσερα στοιχεία της ύλης του κόσμου που, με ένα άλμα, μεταστοιχειώνει: την ιδέα σε λέξη, τη λέξη σε σπόρο, τον σπόρο σε στάχυ και ψωμί για να φτάσει σε μια θεία, ποιητική κοινωνία. Η πόλη με ψιλόβροχο στις φυλλωσιές της, σαν αγίασμα εξ ουρανού, είναι η πόλη που εγώ κατοικώ. Το δικό μου Άσμα Ασμάτων. Ο δικός μου ερωτικός υπερθετικός.
Στα τέσσερα στοιχεία της ύλης των άθεων φιλοσόφων, ο Αγγελής που δεν είναι άθεος, πρόσθεσε το πέμπτο στοιχείο, το αγίασμα, δροσιά του Θεού στη φωτιά του διηνεκούς φιλιού. Και τότε είπε ο θεός-ποιητής, όπως υποθέτω: Είσαι η Σουλαμίτις νύφη και Είμαι ο βασιλιάς Σολομών. Εγώ είμαι ο δημιουργός θεός που σε έφτιαξα με τα εφτά «είσαι» της δημιουργίας μου, στον δικό μου κήπο, με τις δικές μου μηλιές, με τους δικούς μου πειρασμούς και γκρεμούς, τα δικά μου συναισθήματα, τη δική μου αγάπη, τον δικό μου έρωτα, πίστη, αφοσίωση, και κυρίως, τις δικές μου λέξεις, τα δικά μου στάχυα, το δικό μου Άσμα Ασμάτων ΕΙΣΑΙ.
Και όλα αυτά, «Επειδή» εσύ υπάρχεις, επειδή μέσα στο δωμάτιο υπάρχει μια σκηνή και μέσα στη σκηνή ένα κρεβάτι και εκεί ζούμε σαν πρωτόπλαστοι. Κάνουμε πράξη την Ιδέα, πέρα από τον άλλο κόσμο, στη δική μας Εδέμ ή ουτοπία, επαναλαμβάνοντας το θαύμα: «κάθε απόγευμα χιονίζει με τέτοια δύναμη φλόγες μες στο δωμάτιο που ξεκολλούν οι φωτογραφίες μας απ’ τους τοίχους κι αγκαλιάζονται» ή «Είδα τον ήλιο να στέκεται και τα νερά του Ιορδάνη να γυρνούν προς πίσω» ή «πάνω από τα σύννεφα της πόλης υπάρχει μια άλλη πόλη δεμένη με σχοινιά», σαν να λέμε πως, πέρα από ό,τι εμείς βλέπουμε, υπάρχει ένας κόσμος όπου το θαύμα γίνεται, ο χρόνος τρέχει και προς τα πίσω και τα δεινά ξεγράφονται.
Όταν ο ουρανός μεταμορφώνεται σε «νεκροταφείο ονείρων και τ’ αστέρια του αναμμένα κεριά μπροστά στις απαγχονισμένες λέξεις», ο ποιητής πάσχει. Γιατί ο κόσμος είναι αυτός που είναι και ο ποιητής μόνος, με τα θηρία, τις σκέψεις του, τα πάθη του και τα δεινά του, προσπαθώντας να εκμαιεύσει την ελπίδα. Να μη χάσει το θάρρος του να διατρανώνει πάντα την πίστη του:
«Πιστεύω στα κλειδοκύμβαλα, στους κεραμιδόγατους, στα ξέφρενα χορταριασμένα παρτέρια. Πιστεύω στις βυζαντινές λειτουργίες, στα αναμμένα κεριά και στους αγίους. Πιστεύω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου. Η μέρα μου είναι αβασίλευτη». Με άλλα λόγια, πιστεύω στον κόσμο, αγωνίζομαι για να γίνει καλύτερος, επικαλούμαι θεούς και αγίους και ομοϊδεάτες και δεν χάνω το θάρρος μου. Γιατί ο ποιητής, η γυναίκα και τα παιδιά, είναι η Αγία Τριάδα της δικής μας καθημερινότητας˙ είναι το μέλλον του κόσμου. Ο άνθρωπος.
Νομίζει κανείς πως ο Δημήτρης Αγγελής μεταγράφει την Αποκάλυψη του Ιωάννη, πως μεταπλάθει εικόνες του Ταρκόφσκι, πως αντιγράφει σκηνές των ιερών κειμένων, πως ερμηνεύει τα ανερμήνευτα, φωτίζοντάς τα από μια άλλη δραματική σκοπιά, όπως υπαινίσσεται και το εξώφυλλο που επιμελήθηκε η Μαρία Τσουμαχίδου παίζοντας με τηΔημιουργία του ανθρώπου του Marc Chagall, πως ανεβαίνει, τέλος, τις δικές του «ανεμόσκαλες» για να βρεθεί «στην πάνω πόλη».
Σχεδόν βιβλικά
Δημήτρης Αγγελής
Πόλις
48 σελ.
ISBN 978-960-435-584-6
Τιμή: €10,00
Δημήτρης Αγγελής
Πόλις
48 σελ.
ISBN 978-960-435-584-6
Τιμή: €10,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου