«Το ακίνητο»
Προσπερνώντας τη διάσημη ρήση του Ηράκλειτου, ζήτησε, σαν προϋπόθεση για να παντρευτεί, ένα σπίτι. Πήρε το πατρικό της στ’ όνομά του και μαζί πήρε και τη νύφη. Το γκρέμισε και στη θέση του έχτισε μια πολυκατοικία. Φτηνή κατασκευή, πρόχειρη. Χάλασε και τον κήπο, ξερίζωσε και τις τριανταφυλλιές. Έβαλε την οικογένεια στο ένα διαμέρισμα, την πεθερά στο άλλο και τα υπόλοιπα τα νοίκιασε. Λίγα ξόδευε, τσιγκούνικη ζωή. Τα περισσότερα χρήματα τα έβαζε στην τράπεζα.
Ύστερα, ήρθε ο σεισμός και την πολυκατοικία την έβγαλαν κόκκινη. Νοίκιασαν εκεί κοντά. Περνούσε κάθε μέρα και κοιτούσε τους βαμμένους με σπρέι σταυρούς και σταυρωνόταν κι ο ίδιος. Πήρε την απόφαση να ρίξει κάποια χρήματα να συμμαζέψει την κατασκευή, αλλά πλέον δεν νοικιαζόταν εύκολα. Την ξεπούλησε να γλιτώσει τους φόρους.
Από τον φόβο μην ξεμείνει από μετρητό, έσφιγγε περισσότερο το ζωνάρι. Η γυναίκα έκανε τα αδύνατα δυνατά να κρατήσει το νοικοκυριό, να σπουδάσει τα παιδιά μια ξένη γλώσσα. Άνθρωποι της σειράς τους, δεν επιτρεπόταν να υστερούν σε αυτά, αλλά ούτε διακοπές, ούτε καινούριο αυτοκίνητο.
Μετά, άλλαξε η κυβέρνηση κι άλλαξε και το νόμισμα της χώρας μαζί. Οι οικονομίες εξανεμίστηκαν στην τρέχουσα ισοτιμία. Έπεσε να πεθάνει. Τα τελευταία, τα έφαγαν οι γιατροί στο Ωνάσειο και στον Άγιο Σάββα.
Σε ένα από τα συρτάρια του γραφείου του, σε μαύρο σφραγισμένο φάκελο, βρήκε η χήρα το κλειδί ενός ακινήτου που είχε κρατήσει κρυφό ο μακαρίτης. Αυτό σίγουρα έπιασε τα λεφτά του, σκέφτηκε η γυναίκα κι ακούμπησε πάνω στο γραφείο τούς τίτλους ενός οικογενειακού τάφου.
«Stray cats»
Ήταν η γάτα του Ρόι. Αν και πηχτό σκοτάδι, πρόλαβα και είδα το κόκκινο λουράκι με το κουδουνάκι στον άσπρο της λαιμό, πριν εξαφανιστεί στο αδιέξοδο, πίσω από τους κάδους. Αναρωτήθηκα τι γύρευε το καλοταϊσμένο ζωντανό τέτοια προχωρημένη ώρα έξω.
Ο Ρόι είχε έρθει στη γειτονιά μας πριν κάτι μήνες. Εγγλέζος φιλέλληνας, λίγα αρχαία ελληνικά με οξφορδιανή προφορά, πολύ χαμόγελο και μπίρες στο καφενείο από το μεσημέρι. Κάτι σε ρετρό φρικιό. Αγαπούσε όλα τα αδέσποτα τετράποδα, μα ειδικά τις γάτες. Τη δική του την είχε μαζέψει από τα σκουπίδια, νεογέννητο τυφλό ακόμα. Η Λούση όμως είχε βγει γατί με άγριο χαρακτήρα. Ήθελε τα δικά της δικά της, και των άλλων δικά της επίσης.
Η Παρδάλω, ο Σεΐχης, ο Μαύρος, η Κόμισσα και οι υπόλοιποι, γενικότερα, θεωρούνταν ανταγωνιστές. Η προσοχή των άλλων ανήκε δικαιωματικά σε κείνην. Ακόμα και στα σκυλιά τολμούσε να πουλήσει αγριάδα κάποιες φορές.
Έφτασα στο σπίτι και η προσοχή μου στράφηκε στο κατσαρολάκι που ζέσταινα και περιείχε το λιτό βραδινό μου. Ξέχασα τις γάτες και στρώθηκα μπροστά στην τηλεόραση.
Ύστερα από μια ακόμα βαρετή μέρα στο λογιστικό γραφείο όπου εργαζόμουν, και μερικά ποτά στο κοντινό μπαρ, γύρισα νύχτα ξανά και είδα τη Λούση με την ακολουθία της Παρδάλως να χάνονται στο αδιέξοδο. Στάθηκα και άναψα τσιγάρο. Λίγα λεπτά αργότερα, ξεπρόβαλλε η Λούση μόνη της και κατευθύνθηκε προς το σπίτι, όπου ο Ρόι ακουγόταν να τη φωνάζει. Πέταξα τη γόπα και έβγαλα το κλειδί από την τσέπη του μπουφάν.
Το σκηνικό έγινε πιο περίπλοκο την επομένη το βράδυ, καθώς αυτή τη φορά ήταν ο Μαύρος που ακολουθούσε τη Λούση στα σκοτάδια. Όταν το πρωί πήγα στο περίπτερο να πάρω τσιγάρα, άκουσα τον περιπτερά να συζητάει για εξαφανισμένες γάτες, για φόλες και ασυνείδητους. Είδα το τρόλεϊ να πλησιάζει και δεν στάθηκα να πάρω μέρος στη συζήτηση. Πάντως, αν ήταν από φόλες, θα είχαν βρεθεί, σκέφτηκα και ακύρωσα το εισιτήριό μου.
Τρεις μέρες αργότερα, ήταν η σειρά του Σεΐχη και της Κόμισσας να εξαφανιστούν. Την Κυριακή πήρα την εφημερίδα μου και στρώθηκα στο καφενείο για την ιεροτελεστία, όπως τη λέω. Μου τα πρόφτασε ο καφετζής, αλλά και ο Ρόι που κάθισε δίπλα μου, απλώνοντας τις ποδάρες του και παίρνοντας τη Λούση αγκαλιά. Ευτυχώς, η αγάπη του, η ομορφιά του, γλίτωσε το κακό, είπε και τη χάιδεψε απαλά, στο λαιμό και την κοιλιά. Εκείνη με κοίταξε στα μάτια, με το σχιστό, αλαζονικό και καταπράσινο βλέμμα της και με έκανε να σωπάσω.
Άνοιξα την εφημερίδα επίτηδες με θόρυβο, μα η μόνη αντίδραση που εισέπραξα ήταν ένα αργό, σαγηνευτικό κούνημα της ουράς, καθώς ξεκίνησε να γλείφει απολαυστικά τα πατούσια της, στα οποία πρόλαβα να διακρίνω ξεραμένο κόκκινο αίμα.
Η Ελένη Μουσαμά γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Σπούδασε στο Παρίσι ψυχολογία και τουριστικά. Εργάστηκε στον τουρισμό για χρόνια, αλλά την τράβηξε η αγάπη της για τη λογοτεχνία. Παρακολούθησε σεμινάρια μετάφρασης στο ΕΚΕΜΕΛ και συγγραφής στο ΕΚΕΒΙ, (Ανδρέας Μήτσου, Ελένη Σβορώνου), όπως επίσης και στη Book Press (Έλενα Μαρούτσου).
Το 2009 εξέδωσε το εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο Η γαλάζια μαργαρίτα (εκδόσεις Gema).
Το 2012 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων μικρής φόρμας Το κοινό μυστικό (εκδόσεις Φαρφουλάς).
Το 2009 εξέδωσε το εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο Η γαλάζια μαργαρίτα (εκδόσεις Gema).
Το 2012 εξέδωσε τη συλλογή διηγημάτων μικρής φόρμας Το κοινό μυστικό (εκδόσεις Φαρφουλάς).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου