Προδημοσίευση από το μυθιστόρημα του Κονσταντίν Σιμόνοφ Ζωντανοί και νεκροί (μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου) που θα κυκλοφορήσει στις 4 Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις Γκοβόστη.
Το μεσημέρι, πριν καλά-καλά προφτάσει η φάλαγγα να στρατοπεδεύσει για την πρώτη μεγάλη στάση, έγινε μια ακόμα συνάντηση που χαροποίησε τον Σερπίλιν. Ο Χορύσεφ, που προχώραγε μπροστά με τους ανιχνευτές του, ξέκρινε και πάλι πρώτος με το αετίσιο μάτι του μια ομάδα άντρες που είχαν κάτσει να αναπαυθούν μέσα σε πυκνούς θάμνους. Οι έξι απ’ αυτούς κοιμόντουσαν βαθιά και άλλοι δυο —ένας μαχητής με ένα γερμανικό αυτόματο και μια στρατιωτική γιατρίνα, που καθότανε μέσα στους θάμνους με ένα περίστροφο στα γόνατά της— φυλάγανε τους κοιμώμενους, φαίνεται όμως πως δεν είχαν τα μάτια τους τέσσερα και δεν πήραν είδηση τον Χορύσεφ, που τον έπιασε μια παιδιάστικη επιθυμία να τους τρομάξει και ξεπετάχτηκε ξάφνου μπροστά τους μέσα απ’ τους θάμνους, φωνάζοντας «Ψηλά τα χέρια!» Λίγο ακόμα και θα πλήρωνε πολύ ακριβά την αταξία του, γιατί ο μαχητής με το αυτόματο μόλις που συγκρατήθηκε την τελευταία στιγμή και δεν του ’ριξε τη ριπή.
Αποδείχτηκε πως κι αυτοί οι άντρες ήταν απ’ τη μεραρχία τους, απ’ τα τμήματα των μετόπισθεν. Ένας απ’ αυτούς που κοιμόντουσαν ήταν τεχνικός της επιμελητείας, υπεύθυνος αποθήκης τροφίμων. Αυτός έβγαλε απ’ τον κλοιό όλη την ομάδα, που την αποτελούσαν αυτός, έξι αποθηκάριοι και οδηγοί ιππήλατων οχημάτων και η γιατρίνα, που είχε διανυκτερεύσει τυχαία σε μια ίζμπα δίπλα στη δική του.
Όταν τους φέρανε όλους στον Σερπίλιν, ο τεχνικός της επιμελητείας —ένας άντρας φαλακρός, μεσόκοπος, που επιστρατεύτηκε μετά την έναρξη του πολέμου— του είπε ότι εδώ και τρεις νύχτες μπήκαν ξαφνικά στο χωριό, όπου μείνανε να κοιμηθούν, κάμποσα γερμανικά τανκς με ένα απόσπασμα πεζικού πάνω στη θωράκισή τους. Αυτός και οι άντρες του κατόρθωσαν και το ’σκασαν περνώντας μέσα απ’ τα περιβόλια του χωριού^ δεν είχαν όλοι τους τουφέκια, δεν τους έκανε όμως καρδιά να παραδοθούν. Είπε ακόμα πως είναι Σιβηριανός, έκανε παλιότερα κόκκινος παρτιζάνος και ανέλαβε να περάσει τους άντρες του μέσα απ’ τα δάση.
«Και να που τους πέρασα» είπε. «Όχι όλους, είναι αλήθεια, έχασα έντεκα άντρες^ πέσαμε πάνω σε μια γερμανική περίπολο. Σκοτώσαμε ωστόσο τέσσερις Γερμανούς και τους πήραμε τα όπλα τους. Αυτή ξεπάστρεψε ένα Γερμανό, τον πέτυχε στο σταυρό με το περίστροφο» είπε ο τεχνικός της επιμελητείας δείχνοντας τη γιατρίνα με μια κίνηση του κεφαλιού του.
Η γιατρίνα ήταν νέα και τόσο λεπτοκαμωμένη, που το σουλούπι της φάνταζε εντελώς κοριτσίστικο. Ο Σερπίλιν και ο Σιντσόφ, που στεκότανε δίπλα του, μα κι όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί γύρω, την κοίταζαν με έκπληξη και συμπάθεια. Η έκπληξή τους και η συμπάθεια διπλασιάστηκαν, όταν η γιατρίνα, μασώντας μια κόρα ψωμιού, άρχισε —απαντώντας στις ερωτήσεις τους— να μιλάει για τον εαυτό της.
Διηγιότανε τα όσα συνέβησαν σαν να επρόκειτο για μια αλληλένδετη σειρά πραγμάτων, που το καθένα απ’ αυτά το έκανε γιατί της ήταν τελείως αδύνατο να μην το κάνει. Είπε ότι τέλειωσε το οδοντιατρικό ινστιτούτο, κι ύστερα άρχισαν να παίρνουν τα κορίτσια της κομμουνιστικής νεολαίας στο στρατό και φυσικά πήγε κι αυτή^ κι ύστερα αποδείχτηκε πως σε ώρα πολέμου κανείς δε σκέφτεται να θεραπεύσει τα δόντια του, και τότε αυτή από οδοντογιατρός που ήτανε έγινε νοσοκόμα, γιατί βέβαια δεν μπορούσε να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Όταν σκοτώθηκε σε ένα βομβαρδισμό ο γιατρός, έγινε αυτή γιατρός, επειδή κάποιος έπρεπε να τον αντικαταστήσει^ και πήγε η ίδια στα μετόπισθεν να φέρει φάρμακα, γιατί έπρεπε το δίχως άλλο κάποιος να φροντίσει για την ιατρική περίθαλψη του συντάγματος. Κι όταν στο χωριό όπου έμεινε για να περάσει τη νύχτα της μπήκανε ξάφνου οι Γερμανοί, αυτή, φυσικά, έφυγε από κει μαζί με όλους τους άλλους, γιατί δεν μπορούσε βέβαια να μείνει με τους Γερμανούς. Κι ύστερα, όταν πέσανε στη γερμανική περίπολο κι άρχισαν οι πυροβολισμοί, ένας μαχητής έπεσε τραυματισμένος και βογγούσε δυνατά, κι αυτή σούρθηκε να του επιδέσει τη λαβωματιά, και ξάφνου ξεπετάχτηκε μπροστά της ένας Γερμαναράς ως εκεί πάνω κι αυτή έβγαλε το περίστροφο και τον σκότωσε. Το περίστροφο ήτανε τόσο βαρύ, που, για να πυροβολήσει, αναγκάστηκε να το κρατήσει και με τα δυο της χέρια.
Διηγιότανε τα όσα συνέβησαν σαν να επρόκειτο για μια αλληλένδετη σειρά πραγμάτων, που το καθένα απ’ αυτά το έκανε γιατί της ήταν τελείως αδύνατο να μην το κάνει. Είπε ότι τέλειωσε το οδοντιατρικό ινστιτούτο, κι ύστερα άρχισαν να παίρνουν τα κορίτσια της κομμουνιστικής νεολαίας στο στρατό και φυσικά πήγε κι αυτή^ κι ύστερα αποδείχτηκε πως σε ώρα πολέμου κανείς δε σκέφτεται να θεραπεύσει τα δόντια του, και τότε αυτή από οδοντογιατρός που ήτανε έγινε νοσοκόμα, γιατί βέβαια δεν μπορούσε να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Όταν σκοτώθηκε σε ένα βομβαρδισμό ο γιατρός, έγινε αυτή γιατρός, επειδή κάποιος έπρεπε να τον αντικαταστήσει^ και πήγε η ίδια στα μετόπισθεν να φέρει φάρμακα, γιατί έπρεπε το δίχως άλλο κάποιος να φροντίσει για την ιατρική περίθαλψη του συντάγματος. Κι όταν στο χωριό όπου έμεινε για να περάσει τη νύχτα της μπήκανε ξάφνου οι Γερμανοί, αυτή, φυσικά, έφυγε από κει μαζί με όλους τους άλλους, γιατί δεν μπορούσε βέβαια να μείνει με τους Γερμανούς. Κι ύστερα, όταν πέσανε στη γερμανική περίπολο κι άρχισαν οι πυροβολισμοί, ένας μαχητής έπεσε τραυματισμένος και βογγούσε δυνατά, κι αυτή σούρθηκε να του επιδέσει τη λαβωματιά, και ξάφνου ξεπετάχτηκε μπροστά της ένας Γερμαναράς ως εκεί πάνω κι αυτή έβγαλε το περίστροφο και τον σκότωσε. Το περίστροφο ήτανε τόσο βαρύ, που, για να πυροβολήσει, αναγκάστηκε να το κρατήσει και με τα δυο της χέρια.
Όλα αυτά τα αφηγήθηκε μιλώντας γρήγορα, σαν παιδί που βιάζεται να τα πει όλα. Ύστερα, έχοντας φάει την κόρα του ψωμιού, έκατσε στο κούτσουρο ενός κομμένου δέντρου κι άρχισε να ψάχνει μέσα στη νοσοκομειακή της τσάντα. Στην αρχή έβγαλε από κει μέσα μερικούς ατομικούς επιδέσμους κι ύστερα ένα μικρό δερμάτινο γυναικείο τσαντάκι. Ο Σιντσόφ, που στεκότανε ακουμπισμένος σ’ ένα δέντρο, είδε απ’ το ύψος του αναστήματός του πως μέσα σε κείνο το τσαντάκι είχε μια πουδριέρα και μια μαύρη απ’ τη σκόνη πομάδα. Σπρώχνοντας βαθιά μες στο τσαντάκι την πουδριέρα και την πομάδα, μην τύχει και τις δει κανένας, έβγαλε ένα καθρεφτάκι και, βγάζοντας το δίκωχο, άρχισε να χτενίζει τα παιδικά, μαλακά σαν χνούδι μαλλιά της.
«Αυτή μάλιστα, είναι γυναίκα με τα όλα της!» είπε ο Σερπίλιν, όταν η μικρή γιατρίνα, έχοντας χτενίσει τα μαλλιά της και έχοντας ρίξει ένα βλέμμα στους άντρες που στεκόντουσαν γύρω της, απομακρύνθηκε διακριτικά και χάθηκε στο δάσος. «Αυτή μάλιστα, είναι γυναίκα με τα όλα της!» επανέλαβε ο Σερπίλιν, χτυπώντας φιλικά στον ώμο τον Σμάκοφ, που είχε προφτάσει τη φάλαγγα και έκατσε δίπλα του. «Μπροστά σε μια τέτοια γυναίκα και ποιος δε θα φιλοτιμηθεί να πολεμήσει παλικαρίσια!» Χαμογέλασε πλατιά στραφτοκοπώντας με τα μεταλλικά του δόντια, πλάγιασε ανάσκελα, έκλεισε τα μάτια του και την ίδια στιγμή τον πήρε ο ύπνος.
Ο Σιντσόφ άφησε το κορμί του να γλιστρήσει στον κορμό του δέντρου, κοντοκάθισε και, ρίχνοντας ένα βλέμμα στον Σερπίλιν, χασμουρήθηκε γλυκά.
«Είστε παντρεμένος;» τον ρώτησε ο Σμάκοφ.
Ο Σιντσόφ κατένευσε και αποδιώχνοντας τη νύστα του προσπάθησε να φανταστεί τι θα γινότανε αν η Μάσα επέμενε τότε στη Μόσχα και τα κατάφερνε να φύγει μαζί του για το Γκρόντνο. Θα κατεβαίνανε μαζί απ’ το τρένο στο Μογκίλεφ… Κι ύστερα; Ναι, του ήταν δύσκολο να φανταστεί τι θα γινόταν ύστερα. Κι ωστόσο, κάπου στο βάθος της ψυχής του, ήξερε πως κείνη την πικρή μέρα του αποχαιρετισμού τους το δίκιο το ’χε εκείνη κι όχι αυτός^ τότε, εδώ κι ένα μήνα, αυτό που φοβότανε περισσότερο απ’ το καθετί στον κόσμο ήταν μην τύχει και βρεθεί η Μάσα στο μέτωπο^ τώρα μπορούσε να φανταστεί, χωρίς να αναριγήσει, ότι η γυναίκα του βρίσκεται ήδη κάπου στο μέτωπο.
Η δύναμη του μίσους που ένιωθε τώρα για τους Γερμανούς, ύστερα απ’ όλα όσα είχε δει και ζήσει, έσβησε πολλές διαχωριστικές γραμμές που υπήρχαν άλλοτε στη συνείδησή του^ από μέρες τώρα δεν μπορούσε πια να σκεφτεί ούτε την ευτυχία ούτε το μέλλον χωρίς να σκεφτεί ταυτόχρονα ότι οι φασίστες έπρεπε να εξοντωθούν μέχρις ενός. Και γιατί δηλαδή δεν μπορούσε να αισθάνεται και η Μάσα όπως αισθανότανε αυτός; Ή μήπως της είχαν αρπάξει λιγότερα απ’ ό,τι του αρπάξανε αυτουνού; Ή μήπως ήταν χειρότερή του; Ή πιο αδύνατη; Γιατί ήθελε λοιπόν να της στερήσει το δικαίωμα που δε θα επιτρέψει σε κανέναν να του το στερήσει; Το δικαίωμα που άντε δοκίμασε να το στερήσεις απ’ αυτήν τη μικρή γιατρίνα!
«Παιδιά έχετε;» διέκοψε τις σκέψεις του ο Σμάκοφ.
Ο Σιντσόφ, όλον εκείνον το μήνα, κάθε φορά που θυμότανε την κόρη του, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πείσει τον εαυτό του πως όλα είναι εντάξει, πως η κόρη του βρίσκεται κιόλας στη Μόσχα. Τώρα εξήγησε σύντομα και σκυθρωπά τι είχε συμβεί με την οικογένειά του. Η αλήθεια ήταν ότι, όσο περισσότερο προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του πως όλα πάνε καλά, τόσο λιγότερο το πίστευε.
Ο Σμάκοφ κοίταξε το πρόσωπό του, που έγινε ξάφνου σκυθρωπό και κλειστό, και κατάλαβε πως θα ’ταν προτιμότερο να μην του είχε υποβάλει την ερώτηση.
«Ας είναι, κοιμηθείτε τώρα», είπε ο Σμάκοφ, «η στάση είναι σύντομη και δε θα προλάβετε να δείτε ως το τέλος το πρώτο όνειρο!»
«Για όνειρα είμαστε τώρα!» σκέφτηκε θυμωμένος ο Σιντσόφ^ όμως, αφού έκατσε κάνα λεπτό με ανοιχτά τα μάτια, το κεφάλι του έπεσε ξάφνου πάνω στα γόνατα^ ανατρίχιασε, ξανάνοιξε τα μάτια, κάτι θέλησε να πει στον Σμάκοφ, μα το σαγόνι του ακούμπησε στο στήθος και βυθίστηκε στον ύπνο.
Ο Σμάκοφ τον κοίταξε με ζήλια και, βγάζοντας τα γυαλιά του, άρχισε να τρίβει τα μάτια με τον αντίχειρα και το δείκτη^ τα μάτια του πονάγανε απ’ την αϋπνία, το φως της ημέρας τα τρυπούσε ακόμα και μέσα απ’ τα κλειστά βλέφαρα, μα παρ’ όλα αυτά ο ύπνος δεν έλεγε να τον πάρει.
Τα τελευταία τρία μερόνυχτα ο Σμάκοφ είχε δει τόσους νεκρούς συνομηλίκους του σκοτωμένου γιου του, ώστε, ενώ ως τότε είχε κατορθώσει με τη δύναμη της θέλησής του να πνίξει μες στα φυλλοκάρδια του τον πόνο του πατέρα, τώρα ο πόνος είχε ξεχειλίσει απ’ την ψυχή του, πήρε απρόβλεπτες διαστάσεις και μεταβλήθηκε σε ένα αίσθημα που δε σχετιζότανε πια μόνο με το γιο του, μα και με όλους τους άλλους που πέσανε στη μάχη μπροστά στα μάτια του, ακόμα και με κείνους που δεν είδε το θάνατό τους, αλλά ήξερε απλώς ότι είχαν πεθάνει. Το αίσθημα αυτό όλο και απλωνόταν, και τελικά έγινε τόσο μεγάλο, ώστε από πόνος που ήτανε μεταβλήθηκε σε οργή. Και η οργή αυτή έπνιγε τώρα τον Σμάκοφ. Καθότανε και σκεφτόταν τους φασίστες, που σ’ όλους τους δρόμους του πολέμου ποδοπατούσαν τούτη τη στιγμή παντού με το σιδερένιο πέλμα τους εκατοντάδες και χιλιάδες συνομηλίκους του Οκτώβρη, σαν το γιο του, τον έναν μετά τον άλλον, τη μια ζωή μετά την άλλη. Τώρα μισούσε αυτούς τους Γερμανούς όσο μισούσε κάποτε τους λευκούς. Μεγαλύτερο μέτρο μίσους δεν ήξερε, και σίγουρα ούτε υπήρχε μεγαλύτερο στη φύση.
Χτες ακόμα χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να πειθαναγκάσει τον εαυτό του να διατάξει την εκτέλεση του Γερμανού αεροπόρου. Σήμερα όμως, τώρα που είχε δει τι έγινε κατά τη διάβαση του ποταμού, τώρα που είδε με σπαραγμό ψυχής τους φασίστες να πετσοκόβουν σαν χασάπηδες με τα αυτόματά τους τα νερά γύρω απ’ τα κεφάλια των αντρών που πνιγόντουσαν, που ήταν κιόλας τραυματισμένοι, μα προσπαθούσαν ακόμα να κρατηθούν στον αφρό, κάτι είχε αναποδογυρίσει μέσα στην ψυχή του, κάτι που ως εκείνη την τελευταία στιγμή δεν ήθελε να αναποδογυρίσει τελειωτικά, και τότε έδωσε στον εαυτό του έναν απερίσκεπτο όρκο: πως από δω και πέρα δε θα νιώσει οίκτο γι’ αυτούς τους δολοφόνους ποτέ και πουθενά, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ούτε στη διάρκεια του πολέμου ούτε μετά τον πόλεμο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου