«Από τη στιγμή που ο Δάφνις, παραλλάσσοντας μόλις το μουρμουρητό μιας πηγής, αξιώθηκε να ψιθυρίσει λόγια λατρείας στο αυτί της εκστατικής Χλόης, γεννήθηκε ο Έρωτας… ο προαγωγός όλων των θαυμάτων». – (Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, σελ, 191)
Ο Έρωτας είναι Η πηγή των θαυμάτων. Και στο συγκεκριμένο CD, εννέα είναι τα τραγούδια-ποιήματα-θαύματα.
Όταν ο αέρας φούσκωσε στις φυλλωσιές των δέντρων κι όταν οι καλαμιές λύγισαν στην πνοή του, όταν η ψυχή ξεχείλισε από την ομορφιά του έρωτα, πήρε χρώμα ο κόσμος, έλαμψε ο ουρανός και η καρδιά αναλύθηκε στο αναφιλητό της. Τότε γεννήθηκε η μουσική και πήρε από το χέρι την ποίηση. Χρόνια πολλά, απ’ την αρχή του κόσμου, οι ανάσες του μέλους συντονίστηκαν με τα μέτρα των στίχων. Και το τραγούδι έγινε η έκφραση κάθε καημού και πάθους. Στους αιώνες που τρέχουν, εκείνοι που είχαν το ταλέντο να ταιριάξουν τα λόγια με τη μουσική έφτιαξαν τραγούδια και μας τα πρόσφεραν για να τραγουδήσουμε μαζί τους και να κάνουμε δικά μας τα πάθη τα δικά τους. Όλα της Ζωής γίνονται τραγούδια. Μα πιο πολύ ο έρωτας. Αυτός ο μέγας κυρίαρχος, ο μέγας ισορροπιστής, αυτός που μας κάνει να αντέχουμε όλες τις απελπισίες, κακοτυχίες και δεινά και όταν χαθεί μας απελπίζει οικτρά.
Το τραγούδι είναι μια έκφραση συναισθηματικής αλληλεγγύης, με το τραγούδι οι δημιουργοί μάς δίνουν το χέρι τους και μας ανοίγουν τους ορίζοντες για να πετάξουμε στον ουρανό και στον αέρα ή να ψαχουλέψουμε τα σκοτάδια της ψυχής. Με τον τρόπο του, το τραγούδι λειτουργεί όπως η συγγενής του τραγωδία· περαίνει την κάθαρση από τα πάθη της καθημερινής ζωής. Τη μικρή ή μεγάλη ζωή μας διακόπτει ο θάνατος. Τη χαρά του έρωτα διακόπτει η λύπη για το τέλος του. Κι ο χρόνος που φεύγει, εσύ που φεύγεις, εγώ που δεν φεύγω, το εγγενές ανεπίτευκτο της διάρκειας του ωραίου, οι παντοειδείς απώλειες που ακολουθούν, όλα –αγάπη, λύπη, θρήνος, λυγμός, πόνος, στεναγμός, στοχασμός– όλα γίνονται τραγούδια.
Το τραγούδι είναι μια έκφραση συναισθηματικής αλληλεγγύης, με το τραγούδι οι δημιουργοί μάς δίνουν το χέρι τους και μας ανοίγουν τους ορίζοντες για να πετάξουμε στον ουρανό και στον αέρα ή να ψαχουλέψουμε τα σκοτάδια της ψυχής. Με τον τρόπο του, το τραγούδι λειτουργεί όπως η συγγενής του τραγωδία· περαίνει την κάθαρση από τα πάθη της καθημερινής ζωής. Τη μικρή ή μεγάλη ζωή μας διακόπτει ο θάνατος. Τη χαρά του έρωτα διακόπτει η λύπη για το τέλος του. Κι ο χρόνος που φεύγει, εσύ που φεύγεις, εγώ που δεν φεύγω, το εγγενές ανεπίτευκτο της διάρκειας του ωραίου, οι παντοειδείς απώλειες που ακολουθούν, όλα –αγάπη, λύπη, θρήνος, λυγμός, πόνος, στεναγμός, στοχασμός– όλα γίνονται τραγούδια.
Το νέο CD του Σταυριανού είναι μια έκπληξη. Πλαισιωμένος από εξαιρετικούς συντελεστές –μουσικούς, τραγουδιστές, ποιητές– μας ξενάγησε στα όμορφα τοπία της ψυχής, έφερε στην επιφάνεια ήχους, αισθήματα, συναισθήματα, μελέτησε και αναπόλησε την αυταπάτη του ωραίου που για κάποιο λόγο δεν αξιωνόμαστε, αλλά και αν αξιωθούμε, τότε, αναίτια, το χάνουμε. Έτσι, για να μην ανατραπεί η τάξη του κόσμου. Γιατί ακριβώς εκεί, στην απώλεια, έχει στηριχτεί όλη η Τέχνη· στην απώλεια της ζωή, του έρωτα, της νιότης, της ομορφιάς, της εμπιστοσύνης. Στην illusion που μας μαγεύει και φεύγοντας μας προσγειώνει.
Οχτώ τραγούδια κι ένα οργανικό, σύνολο εννέα ακούσματα. Ο Γιώργος Σταυριανός γράφει τη μουσική σε όλα και τους στίχους σε τέσσερα τραγούδια: «Αέρας κατεβαίνει» με τον Μίλτο Πασχαλίδη, «Ζεστή Κυριακή» με τον Φοίβο Δεληβοριά, «Ο αμαρτωλός» με τον Βασίλη Γισδάκη και «Το κρίμα στο λαιμό σου» με τον Κώστα Παρίσση. Ο Σταυριανός είναι ένας αλλιώτικος δημιουργός, του οποίου η φωνή, μουσική, στοχαστική, φιλοσοφική, πηγάζει από την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού. Αναπαράγει, ανανεώνει και προεκτείνει τον λόγο των μεγάλων μας ποιητών. Οι μουσικές του μας θυμίζουν τις καλύτερες ώρες της ελληνικής μουσικής.
Τριών τραγουδιών στιχουργός είναι ο Μάκης Τσίτας. Του δεύτερου, με τίτλο «Μη μιλάς», με τη Νένα Βενετσάνου, του τέταρτου, «Ο παλιός μου εαυτός», με τον Κώστα Παρίσση και τον Μίλτο Πασχαλίδη, και του όγδοου, «Ο χρόνος είναι ένα παιδί», με τη Σοφία Παπάζογλου. Το έκτο τραγούδι στηρίχτηκε στο ποίημα «Η πόλις» του Κ. Π. Καβάφη, τραγουδά ο ίδιος ο Σταυριανός. Τέλος, στο ένατο, το οργανικό, ακούμε τον Νότη Μαυρουδή με την κιθάρα του.
Και τώρα από την αρχή έναν ένα.
Από το πρώτο τραγούδι, την πρώτη στιγμή, την πρώτη νότα, ο Πασχαλίδης μάς αιχμαλωτίζει σ’ ένα «δίχτυ μαγικό». Είναι από τον δεύτερο στίχο του τραγουδιού, του οποίου ο πρώτος «Τόση ομορφιά στον κόσμο πώς χωράει» (Πώς να χωρέσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου είχε τραγουδήσει κάποτε ο Νίκος Ξυλούρης). Έτσι, με την ομορφιά του κόσμου, αρχίζει. Κι είναι ένα όμορφο ζεϊμπέκικο που χάνει την αψάδα του λαϊκού και μετατρέπεται σε ιεροτελεστία, όταν η ερωτευμένη ψυχή μεταμορφώνεται ή, τουλάχιστον, μεταμορφώνει τον κόσμο γύρω της για να χωρέσει την έκστασή της. Σαν να ακούμε τον Νίκο Καζαντζάκη: «Δεν τον χωράει ο νους μου. Περισσά ωραίος στέκει στα πόδια του». Ο Παρθενώνας. Εμείς σε χαμηλότερη κλίμακα μπορούμε να πούμε πως νιώθουμε ακριβώς έτσι: «Ασημοκεντημένη / η νύχτα πίνεται / κρασί που ανασταίνει / κι έρωτας γίνεται // Τόση ομορφιά τον κόσμο αυτόν πληγώνει / τόσα μυστικά πώς τα χωρά η καρδιά / τόση μοναξιά κι η αγάπη δεν τελειώνει». Όλο το τραγούδι είναι μια σκηνοθεσία μαγική. Όλος ο κόσμος του μια φαντασμαγορία και στο τέλος η αυλαία: «σουρουπώνει και σωπαίνουν τα πουλιά». Σαν την «Όμορφη Πόλη» του Μίκη Θεοδωράκη, που τη νύχτα «τα παράθυρα κλείσαν, οι δρόμοι χαθήκαν». Άλλωστε, ο Σταυριανός μας είχε προετοιμάσει από την αρχή: «Τόση ομορφιά στον κόσμο πώς χωράει». Δεν χωράει·και ό,τι δεν χωράει, χάνεται. Ωστόσο, πίσω από τον Σταυριανό υπάρχει μια πλούσια πηγή θαυμάτων, οι ρίζες του και οι επιφανείς πρόγονοί του.
Στη «Ζεστή Κυριακή» υπάρχει και πάλι μια ανάταση. Ψηλά με τους δώδεκα θεούς πίνει και τραγουδά με την κιθάρα του τρυφερά, ρομαντικά, λυρικά ο Δεληβοριάς: «Στην αυλή του ουρανού μαγαζιά ανοιχτά / ολόχρωμες τέντες ποτά θεϊκά / αφήνεις τη γη τη φωτιά τους καπνούς /με τους δώδεκα πίνεις θεούς». Όμως και αυτό το σκηνικό θα αλλάξει, γιατί «Σε λίγο τ’ αστέρια θα πέσουν στη γη / γαλάζιες ομπρέλες, χρυσή βροχή / η αγάπη δεν είναι ταξίδι του νου / κι είναι άδεια η καρδιά τ’ ουρανού». Οι γαλάζιες ομπρέλες και η χρυσή βροχή, σαν από τον Δία σταλμένη, μετριάζουν την απώλεια: «Πίσω γυρνάς / την αγάπη ζητάς / την αγάπη που δίνεις και παίρνεις ζητάς». Όμως, ο άδειος ουρανός;;;
«Μη μιλάς». Αργά, σχεδόν συλλαβιστά, τραγουδά η κρυστάλλινη Νένα Βενετσάνου, για να καταλάβουμε καλά τη συμβουλή των στίχων του Τσίτα. Συμβουλή σε έξι αρνητικές, αποτρεπτικές προστακτικές: «Μη μιλάς, μη ρωτάς», «Μην κοιτάς, μη ζητάς», «Μη διψάς, μην πεινάς». Κάθε ζεύγμα ακολουθείται με τη σειρά από το «τι γίνεται να μάθεις», «πολλά μπορείς να πάθεις», «πώς τολμάς / αντίρρηση να έχεις». Σ’ ένα τόσο μικρό τρίστροφο ποιηματάκι κλείστηκε το ερώτημα των αιώνων: Ποιος είμαι και τι θα γίνω. Ερώτημα επικίνδυνο στο οποίο οι φυσικοί νόμοι δεν επιτρέπουν την πρόσβαση, να μπεις έτσι στα μελλούμενα είναι ύβρις που επιφέρει τιμωρία. Κάλλιον μη γνώναι, γιατί αλλιώς σε τίποτα δεν θα προχωρούσε ο άνθρωπος και καμιά κίνηση δεν θα γινόταν αν ήταν γνωστή εκ των προτέρων η έκβαση. Και εκεί, ακριβώς, στο άγνωστο και αναπόδεικτο, φυτρώνει η ελπίδα και φουντώνει η τέχνη: «Κοιτιέμαι στον καθρέφτη μου / και δεν μ’ αναγνωρίζω / που όλα τα συνήθισα / και που ακόμα ελπίζω». Η αλλαγή ή τα πάντα ρει. «Πού το πας», λοιπόν; Εκείνο το «μη διψάς» έρχεται σαν απόσταγμα εμπειρίας ενός παλιότερου: «Διψάσαμε το μεσημέρι· μα το νερό γλυφό». Η πορεία γνωστή. Το τραγούδι, βήμα βήμα, λέξη λέξη, νότα νότα μας υπενθυμίζει ότι κανείς μας δεν είναι τυχερότερος από τους άλλους και νόμος συμπαντικός απαγορεύει την αντίρρηση. Μπορείς όμως να γράφεις και να τραγουδάς πάνω σ’ αυτό. Και στάζουν τρυφερά από τη φωνή της Βενετσάνου οι ήχοι και πικρά του Τσίτα οι στίχοι. Αλλά, κατεβαίνοντας από τα σύννεφα, ο στίχος περπατώντας στον δρόμο σαν να λέει πως κάποιοι αφέντες και «μαντατοφόροι» (Δ.Ν.Τ. κ.λ.π.), που έλεγε ο Σεφέρης, έρχονται από μακριά για να μας προστάξουνε τι να κάνουμε και πώς να εφαρμόζουμε τις εντολές τους. Κι εκεί είναι που το ποίημα αποκτά και πολιτική επικαιρότητα.
«Ο παλιός μου εαυτός» μοιάζει σαν συνέχεια του προηγούμενου τραγουδιού. Ο Πασχαλίδης και ο Παρίσσης στοχαστικοί, μέσω Τσίτα, βλέπουν τον εαυτό τους σαν απέξω παρατηρητές. Μόνο που ο εαυτός τους «περπατάει σκυφτός», δηλαδή, σκεφτικός, χωρίς να μπορεί να βρει τον τρόπο να συμπλέξει αυτό που γίνεται με αυτό που θα ήθελε να γίνει: «Ο παλιός μου εαυτός / προσπαθεί συνεχώς / τις σωστές αποφάσεις να πάρει. / Όμως κάθε φορά / κάτι πάει στραβά / κι η ζωή του μπλεγμένο κουβάρι». Γνωστό κι εκείνο το «Άλλα θέλω κι άλλα κάνω» ή ακόμα πιο πίσω ο Καβάφης ακούγεται από τη Σατραπεία: «ενώ είσαι καμωμένος / για τα ωραία και μεγάλα έργα / η άδικη αυτή σου η τύχη… σε αρνείται». Αλλ’ ακριβώς πάνω σ’ αυτή την αντίφαση η Τέχνη ανθίζει. Λοιπόν, πολιτική κι εδώ; Ίσως. Ο ποιητής παίζει σε πολλά επίπεδα και το ποίημα διαβάζεται –και τραγουδιέται– κι έτσι και αλλιώς.
Ο «Αμαρτωλός» σε στίχους του Σταυριανού και με τη φωνή του Γισδάκη, ολόγυμνη η αίσθηση του πράγματος παρούσα. Το τίποτα. «Κι ύστερα, τίποτα / ένα σώμα είλωτα / σα μολύβι βαρύ, / πέφτει στο χαλί». Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό του συσχετισμού· έρχεται από μακριά, ο ήχος του Γιώργου Σεφέρη. Εκείνο το βαρύ, η πέτρα που βουλιάζει, το μολύβι που βουλιάζει. Κι ακόμα η εικόνα του Νιζίνσκι που, μετά τα ακροβατικά χορευτικά του, χάνεται μέσα στα σχέδια, στο χαλί. Πιο κάτω «χάνεσαι, χάνομαι / έρωτα παράνομε… μ’ ένα βλέμμα βουβό σ’ αποχαιρετώ / Κι ύστερα τίποτα…». Αλλά πιο κάτω, η φωνή του Οδυσσέα Ελύτη δραματικά ρωτά «Πού να βρω την ψυχή μου, το τετράφυλλο δάκρυ» κι ο Σταυριανός, επίσης: «Την ψυχή μου ζητώ μα πού να τη βρω».
Τι θα μπορούσε να πει κανείς για το ποίημα του Καβάφη; Ποίημα εμβληματικό: «Είπες: “θα πάω σ’ άλλη γη, θα πάω σ’ άλλη θάλασσα / Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη απ’ αυτή». Κι εκεί που ελπίδα άνθισε ήρθε η άρνηση: «Δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό / Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ / στην κώχη τούτη τη μικρή, σ’ όλη τη γη τη χάλασες». Έτσι, με ένα ρήμα στον αόριστο, με ένα «χάλασες» μάρανε την ελπίδα για να μην καρποφορήσει. Κι εδώ ο Σταυριανός επιχειρεί εκείνη τη δημιουργική μίμηση πράξεως σπουδαίας και τελείας φωνής που μας απογυμνώνει από όποια αυταπάτη. Που καταργεί κάθε έξοδο. «Είπες» αλλά τελικά δεν έφυγες. Όλα τελειώνουν εδώ, σ’ αυτή την πόλη, σ’ αυτή τη γη· τίποτα και πουθενά διαφυγή. Το παιχνίδισμα του πιάνου λειτουργεί σαν υπογράμμιση των στίχων του μεγάλου στοχαστικού ποιητή και σαν ανάμνηση του Μάνου Χατζιδάκι, τα δάχτυλά του επί των τύπων των πλήκτρων.
«Το κρίμα στο λαιμό σου», σε στίχους πάλι του Σταυριανού, είναι κάτι σαν θρήνος: «Βουβός στο μισεμό σου / δεν κλαίω, δε θρηνώ/το κρίμα στο λαιμό σου / όσο κι αν σ’ αγαπώ». Το «βουβός» σημαίνει πολλά· όχι αδιάφορος, όχι απέχων. «Βουβός» μπορεί να σημαίνει αποσβολωμένος μπροστά στα «Φιλιά και λόγια αγάπης / λόγια πρωταπριλιάς…. / το κρίμα στο λαιμό σου / που φτάσαμε ως εδώ / ποιος ξέρει στο μυαλό σου / ποιον άλλο έχεις σκοπό». Βλέπουμε με τα μάτια τους στίχους, ακούμε τους ήχους, νιώθουμε με την ψυχή μας την απώλεια μιας αγάπης αλλά κυρίως την απογοήτευση από την απάτη του άλλου. Προς το τέλος του τραγουδιού έχουμε την αίσθηση ότι ακούμε το «Hallelujah» του Λέοναρντ Κοέν. Θα έλεγα πως και το ύφος του τραγουδιού και η φωνή του Παρίσση θυμίζουν τον μεγάλο φιλόσοφο τραγουδιστή.
Με το τραγούδι «Ο χρόνος είναι ένα παιδί», ο Τσίτας μπαίνει στα χωράφια του Ηράκλειτου. Παρακολουθεί τον χρόνο σαν παιδί που μεγαλώνει πλάι του και με δυο ζάρια παίζει, «παίζων πεσσεύων», γέρνοντας μια προς τη χαρά και μια στη λύπη. Ο ποιητής παρακαλεί: «Χρόνε μικρέ μου, μείνε κοντά μου / να μεγαλώσεις μη μου βιαστείς / κι εγώ το χρέος θα σ’ το πληρώσω / μα κάνε δόσεις αν το μπορείς». Και ενώ εκείνο εξακολουθεί να τρέχει και ο ποιητής έγινε άντρας: «Ήταν δικό μου παιδί/ που δεν είχε ακόμα γεννηθεί, / κ’ ήτανε όλα αυτά / που η ζωή μου χρωστά». Η Παπάζογλου έχει μπει τόσο τέλεια στο ύφος των στίχων, ώστε η φωνή της να ιερουργεί, παίζοντας με τα ζάρια του Τσίτα και του Ηράκλειτου.
Τέλος, το ορχηστρικό, με τον Νότη Μαυρουδή στην ερμηνεία και τη διασκευή και τον τίτλο «Εξιλέωση» συνθέτει τον καλύτερο επίλογο σ’ αυτή τη δουλειά που κάθε ποίημα-τραγούδι είναι τέλειο. Χρησιμοποιώ τη λέξη συνειδητά και δεν μπορώ να πω ποιο από όλα τα τραγούδια μου αρέσει πιο πολύ. Όλα στην πρώτη γραμμή, φωτεινά, ωραία· αριστουργήματα σε μινιατούρες. Πουθενά δεν διασαλεύεται η ηρεμία, κανένα δεν υψώνει τον τόνο, όλα τα τραγούδια βρίσκονται σε αρμονική συμφωνία, με τη διακριτική διαφορά τους, σαν πολύτιμες χάντρες στο ίδιο πολύτιμο κολιέ.
Οι μουσικοί που έχουν συμβάλει στο άριστο αποτέλεσμα είναι ο Αλέξανδρος Κούρος στο πιάνο, ο Κώστας Παρίσσης σε ακουστική κιθάρα, μπάσο πλήκτρα, ο Θανάσης Βασιλιάς σε μπουζούκι και μπαγλαμά, ο Ντίνος Χατζηιορδάνου στο ακορντεόν, ο Μάριος Παπούλιας στο βιολί, ο Τάσος Πέππας στα τύμπανα. Την ενορχήστρωση έκανε ο Κώστας Παρίσσης, την ηχογράφηση-μίξη-mastering ο Κώστας Παρίσσης, Studio Praxis, την παραγωγή ο Μετρονόμος, 2017, τη φωτογραφία του εξωφύλλου φιλοτέχνησε η Μαρία Κοσσυφίδου, τον σχεδιασμό η Έργον (Ergongraphics.gr).
Συμμετέχουν: Νένα Βενετσάνου, Βασίλης Γισδάκης, Φοίβος Δεληβοριάς, Σοφία Παπάζογλου, Κώστας Παρίσσης, Μίλτος Πασχαλίδης και ο Νότης Μαυρουδής.
Συμμετέχουν: Νένα Βενετσάνου, Βασίλης Γισδάκης, Φοίβος Δεληβοριάς, Σοφία Παπάζογλου, Κώστας Παρίσσης, Μίλτος Πασχαλίδης και ο Νότης Μαυρουδής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου