μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Ήταν γλυκές και κουραστικές αυτές οι νύχτες χωρίς ύπνο. Ο άρρωστος καθόταν στην πολυθρόνα. Εγώ ήμουν κοντά του. Ο ύπνος δεν τολμούσε ν’ αγγίξει τα βλέφαρά μου. Σιωπηλά και καρτερικά φαινόταν να σέβεται την άγια τούτη νυχτερινή αγρύπνια. Μου φαινόταν τόσο γλυκό να κάθομαι δίπλα του, να τον κοιτάζω. Είχαν περάσει κιόλας δύο νύχτες που συζητούσαμε στον ενικό. Πόσο κοντινός μου έγινε μετά από αυτό! Ήταν το ίδιο πράος, ήσυχος, ήρεμος. Θεέ μου, με τι χαρά, με τι ευχαρίστηση θα έπαιρνα επάνω μου την αρρώστια του, και αν ο δικός μου ο θάνατος θα μπορούσε να του ξαναφέρει την υγεία, με πόση προθυμία θα έσπευδα να το κάνω.
Δεν ήμουν σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Είχα, εντέλει, αποφασίσει να κοιμηθώ στο δικό μου. Ω, πόσο χυδαία, πόσο ποταπή ήταν αυτή η νύχτα που πέρασα με τα άθλια όνειρά μου! Κοιμήθηκα άσχημα, παρόλο που όλη τη βδομάδα πέρασα άυπνες νύχτες. Με βασάνιζε η σκέψη του. Τον φανταζόμουν ικετευτικό, επικριτικό. Είδα τα μάτια της ψυχής του. Έτρεξα την άλλη μέρα το πρωί και πλησίασα κοντά του σαν εγκληματίας. Με είδε από το κρεβάτι που κειτόταν. Χαμογέλασε σαν άγγελος που έχει τη συνήθεια να χαμογελάει. Μου έδωσε το χέρι. Το έσφιξα με αγάπη. «Προδότη» μου είπε «με πρόδωσες!». «Άγγελέ μου» του είπα «συγχώρα με! Υπέφερα κι εγώ με τα βάσανά σου, ήμουν ανήσυχος όλο το βράδυ, δεν είχα ηρεμία, συγχώρα με!». Ήταν πράος! Έσφιξε το χέρι μου! Είχα εντελώς ανταμειφθεί για τις ανησυχίες μου, που προκλήθηκαν με το ανόητο πέρασμα της νύχτας. «Το κεφάλι μου είναι βαρύ» είπε. Άρχισα να του κάνω αέρα με ένα κλαδί δάφνης. «Αχ, τι δροσερό και ωραίο» είπε. Τα λόγια του ήταν ό,τι έπρεπε! Και τι δεν θα έδινα τότε, από τα αγαθά της γης, όχι τα άθλια, τα πρόστυχα, τα δυσάρεστα αγαθά, γι’ αυτά δεν αξίζει να μιλάς! Σ’ εσένα, που θα πέσουνε στα χέρια, αν πέσουνε, αυτές οι όχι στιβαρές λέξεις με τις αδύναμες εκφράσεις των συναισθημάτων μου, θα καταλάβεις. Αλλιώς δεν θα έχουνε πέσει σ’ εσένα. Θα καταλάβεις πόσο βαρύ είναι το φορτίο των θησαυρών και των τιμών, αυτό το κραυγαλέο δόλωμα για τις ξύλινες κούκλες που ονομάζονται κόσμος. Ω, πόσο ευχάριστο θα μου ήταν, με τι θυμό θα ποδοπατούσα και θα εξουδετέρωνα όλα όσα σκορπίζει με το ισχυρό της σκήπτρο η βασίλισσα της νύχτας, και μόνο αν ήξερα με τι αντίτιμο να αγοράσω ένα γελάκι, που θα σηματοδοτούσε μια ήρεμη ανακούφιση στο πρόσωπό του.
«Τι μου ετοίμασες γι’ αυτόν τον σκληρό Μάη!» μου είπε ξυπνώντας με, ενώ καθόταν στην πολυθρόνα, ακούγοντας τα τζάμια που έτριζαν από τον αέρα, τον αέρα που αποσπούσε τα αρώματα από τα ανθισμένα άγρια γιασεμιά και τις άσπρες ακακίες και τα ανακάτευε με τα πέταλα των τριαντάφυλλων.
Βγήκα στις δέκα. Τον άφησα τρεις ώρες για να ξεκουραστεί λιγάκι και να του προσφέρω μια κάποια αλλαγή, έτσι ώστε η επιστροφή μου να του είναι ευχάριστη. Βγήκα στις δέκα. Πάνω από μία ώρα ήταν μόνος. Οι προηγούμενοι επισκέπτες είχαν φύγει από ώρα. Ήταν μόνος, η ατονία της βαρεμάρας εκφραζόταν στο πρόσωπό του. Με είδε. Κούνησε ελαφρά το χέρι. – «Σωτήρα μου!» μου είπε. Μέχρι σήμερα γελούν τα μουστάκια μου με αυτή τη λέξη. «Άγγελέ μου, σου έλειψα;» «Ω, μου έλειψες!» απάντησε. Τον φίλησα στο ώμο. Μου πρότεινε το μάγουλό του. Φιληθήκαμε. Με κρατούσε ακόμα από το χέρι.
Όγδοη νύχτα
Δεν του άρεσε και δεν ξάπλωνε σχεδόν καθόλου στο κρεβάτι. Προτιμούσε να είναι καθιστός στην πολυθρόνα. Εκείνη τη νύχτα ο γιατρός έδωσε εντολή να ξεκουραστεί. Σηκώθηκε απρόθυμα και στηριγμένος στον ώμο μου πήγε στο κρεβάτι του. Ψυχούλα μου! Το κουρασμένο του βλέμμα, η ζεστή εμπριμέ ρόμπα του, τα αργά του βήματα… Όλα αυτά τα βλέπω, όλα αυτά είναι μπροστά μου. Μου έλεγε στο αυτί, έχοντας γυρίσει στο πλευρό και κοιτάζοντας το κρεβάτι: «Είμαι πια χαμένος» – «Θα μείνουμε μόνο μισή ώρα στο κρεβάτι» του είπα «μετά θα πάμε πάλι στην πολυθρόνα».
Σε κοίταζα, αγαπημένο μου, τρυφερό λουλούδι! Όλη αυτή την ώρα που ήσουν ξαπλωμένος ή που λαγοκοιμόσουνα στο κρεβάτι ή στην πολυθρόνα, παρακολουθούσα τις κινήσεις σου, τις στιγμές σου, αλυσοδεμένος μαζί σου με μια ακατανόητη δύναμη.
Πόσο παράξενα καινούρια ήταν τότε η ζωή μου και πως μαζί του διάβαζα την επανάληψη κάτι παλιού, από πολύ καιρό περασμένου. Όμως μου φαίνεται ότι είναι δύσκολο να σας δώσω μια ιδέα γι’ αυτόν: επέστρεψε πετώντας σε μένα ένα τρυφερό κομμάτι των νιάτων μου, όταν η νεαρή ψυχή ψάχνει τη φιλία και την αδελφοσύνη στους συνομηλίκους της, μια φιλία εντελώς νεανική, γεμάτη τρυφερότητα, σχεδόν με ασήμαντα πράγματα που συναγωνίζεται τα φανερά σημάδια μιας τρυφερής σχέσης. Όταν κοιτάζει γλυκά στα μάτια και είναι εντελώς έτοιμη για θυσίες που συχνά δεν χρειάζονται καθόλου. Και όλα αυτά τα γλυκά συναισθήματα, τα νεανικά, τα τρυφερά –αλίμονο, κάτοικοι του άλλου κόσμου!–, όλα αυτά τα συναισθήματα επιστρέψανε σε μένα. Θεέ μου! Γιατί; Σε κοίταζα. Τρυφερό μου νεανικό λουλούδι! Γιατί ενώ μύριζα αυτό το άρωμα της τρυφερής πνοής της νιότης, να βυθιστώ ξαφνικά στη μεγάλη θανάσιμη ψύχρα των συναισθημάτων, να γεράσω δεκαετίες ολόκληρες, να δω απελπισμένος τον αφανισμό της ζωή μου; Έτσι, η σβησμένη φλόγα στέλνει ακόμα στον αέρα τις τελευταίες λάμψεις, φωτίζοντας με ζωντάνια τους ζοφερούς τοίχους, για να γραφτεί στους αιώνες και...
Ο Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (1809-1852) γεννήθηκε στο χωριό Βελίκιε Σαρότσιντσι του κυβερνείου της Παλτάβας, που σήμερα ανήκει στην Ουκρανία. Είναι ένας από τους κλασικούς της ρωσικής λογοτεχνίας.
Το κείμενο αυτό είναι ένα ημιτελές χειρόγραφο από το ημερολόγιό του, το οποίο αναφέρεται στον θάνατο του 22χρονου φίλου του, κόμη Ιωσήφ Μιχάιλοβιτς Βιελγκόρσκι, που πέθανε από φυματίωση, έξω από τη Ρώμη, στη βίλα του πρίγκιπα Βαλκόνσκι, τον Μάιο του 1839. Ο Βιελγκόρσκι ήταν γιος του διάσημου μουσικού παράγοντα και μαικήνα Μ. Γ. Βιελγκόρσκι. Ο Ιωσήφ ήταν στη συνοδεία του διαδόχου (του μελλοντικού Αλεξάνδρου Β΄) μαζί με τον Αλεξέι Τολστόι και τον Ζουκόφσκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου