Για όλα φταίει η ρίζα, έλεγαν οι παλιοί. Καλή ή κακή είναι η ρίζα σου, οι προγονοί σου, μακρινοί ή κοντινοί. Για τον Μαρκ Τουέιν, τα προβλήματα άρχισαν νωρίς.
Ο πατέρας του αγόρασε δεκάδες στρέμματα στο Τενεσί, δίχως αξία, αλλά με την προοπτική κάποτε να αποκτήσουν και να κάνουν τον ίδιο και την οικόγενειά του πλούσιους. Ο ίδιος ο συγγραφέας διηγείται πως ήταν λες και έβλεπε τα δολάρια να αντικαθιστούν τις κόρες των ματιών του κάθε φορά που εκείνος έλεγε: «Θα γίνουμε πλούσιοι...του χρόνου!».
Το 1856, ο Τουέιν, έφηβος ακόμη, διάβασε για τη ζωή στον Αμαζόνιο και έπεισε τον εαυτό του πως τα φύλλα της κόκας που οι ιθαγενείς μασούσαν για ενέργεια είχαν θαυματουργές δυνάμεις. Μυρίστηκε σαν τον πατέρα του εύκολο χρήμα και αποφάσισε να φύγει για τη Βραζιλία για να κάνει εμπόριο κόκας. Έφτασε όμως μόνο μέχρι τη Νέα Ορλεάνη, όπου ανακάλυψε πως τα πλοία εκεί δεν είχαν προορισμό τον Αμαζόνιο.
Πέντε χρόνια αργότερα, ο Τουέιν φθάνει στη Νεβάδα, όπου μαζί με έναν φίλο του επένδυσε σε ένα δάσος, ελπίζοντας να πάρει τα δικαιώματα για την ξυλεία. Όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά, μέχρι που ο νεαρός τότε συγγραφέας έβαλε κατά λάθος φωτιά και η επένδυση έγινε καπνός. Προσπάθησε να γίνει και χρυσοθήρας, ακολουθώντας τον πυρετό του χρυσού, αλλά και εκεί απέτυχε.
Μερικά χρόνια αργότερα, επένδυσε 5.000 δολάρια σε μια εφεύρεση –κάτι σαν φουρνάκι– που έβγαζε ατμό από κάρβουνα. Ο εφευρέτης ήταν ένας αλκοολικός τσαρλατάνος και το μηχάνημά του ένα μάτσο σκουπίδια και ο Τουέιν βέβαια έχασε όλα του τα χρήματα.
Στην αυγή του 20ού αιώνα έριξε δεκάδες χιλιάδες δολάρια σε φαγητό σε σκόνη, γερμανικής προέλευσης, αλλά κατέληξε να το δώσει άρον-άρον τροφή για τα γουρούνια.
Κάποια στιγμή βαρέθηκε να ασχολείται με τις εφευρέσεις των άλλων και αποφάσισε να επενδύσει σε κάτι δικό του. Σκέφθηκε ένα ελαστικό κούμπωμα για τα παντελόνια που τα βοηθούσε να εφαρμόζουν καλύτερα, αλλά και ειδικές κουβερτούλες για τα βρέφη που τα εμπόδιζαν να ξεσκεπαστούν, γυναικεία καπέλα που δεν τα έπαιρνε ο αέρας, ακόμη και φορητά ημερολόγια, κάτι σαν τις σημερινές ατζέντες, μόνο που όλα αυτά δεν κατάφερε ποτέ να τα κατασκευάσει.
Μέχρι το 1859 ο Σάμουελ Λάνγκχορν Κλέμενς, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, εργάστηκε και ως επαγγελματίας πηδαλιούχος σε ποταμόπλοια που ανεβοκατέβαιναν τον Μισισιπί. Εργάστηκε επίσης ως τυπογράφος, αλλά και ως δημιοσιογράφος, για να καταφέρει να κερδίσει τα προς το ζην.
Όταν ξέσπασε ο Εμφύλιος, επιστρατεύτηκε με τον στρατό των Νοτίων, αλλά γρήγορα λιποτάκτησε. «Η καριέρα του ως στρατιώτης ήταν σύντομη και άδοξη» σχολίαζαν χρόνια αργότερα οι New York Times, σε ένα αφιέρωμα που έκαναν στον διάσημο συγγραφέα. Ο ίδιος, πάντως, είχε γράψει με υπεροψία στο ημερολόγιό του όταν βρέθηκε για λίγο στην Ευρώπη: «Ρωτούν: Είσαι Αμερικανός; Όχι, δεν είμαι ένας Αμερικανός. Είμαι ο Αμερικανός!».
Όλα αυτά, ωστόσο, τον διαμόρφωσαν ως συγγραφέα. Δεν θα είχε εμπνευστεί τον Χακ Φιν και τον Τομ Σόγερ, εάν δεν είχε ζήσει στα ποταμόπλοια του Νότου.
Κάπου εκεί, ανάμεσα στις εφευρέσεις, στις χαμένες επενδύσεις και στην επιθυμία για πλούτο, δημιουργήθηκε ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς.
Ήταν τόσο διάσημος που οι θαυμαστές του δεν έβαζαν διεύθυνση στις επιστολές στις οποίες του έστελναν. Έγραφαν απλώς : «Για τον Μαρκ Τουέιν, ο Θεός ξέρει πού βρίσκεται» και τα γράμματα έφταναν πάντοτε στον προορισμό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου