Διαβάζοντας το πρόσφατα εκδεδομένο βιβλίο του καθηγητή Γιώργου Ανδρειωμένου «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Από τις ρίζες των Λευκών Ορέων στην πανελλήνια χρήση, σκεπτόμουν το προηγούμενο βιβλίο του για το τραγούδι Πάλι με χρόνια και καιρούς… Λογοτεχνία, Λαογραφία και Εθνική Ιδεολογία. (Η εξέλιξη ενός μοτίβου),. τραγούδι από τα περισσότερο συζητημένα από πολλούς, αλλά και πολύ διαφερόμενους μεταξύ τους, μελετητές της δημοτικής ποίησης, ως προς την ερμηνεία του (βλ. Βάλτερ Πούχνερ, Μελέτες για το δημοτικό τραγούδι, σ. 298 κ.ε.). το σκεπτόμουν, γιατί και το παρόν, μολονότι ογκωδέστερο από εκείνο, ακολουθεί τον ίδιο τρόπο έρευνας, που τον χαρακτηρίζει η κατά κυριολεξίαν εξαντλητική αναζήτηση των παραλλαγών και του όλου τεκμηριωτικού υλικού. Σημειώνω άλλωστε ότι η «Ξαστεριά» γνωρισε πανελλήνια εξάπλωση. Ανάλογη απήχηση είχε και το τραγούδι «Πάλι με χρόνια…», αλλά αυτό της «Ξαστεριάς» έχει συγχρόνως και διαχρονική απήχηση. Γράφει ο Ανδρειωμένος: «Οι ποικίλες χρήσεις [του τραγουδιού] θα αναδειχθούν, εντασσόμενες εντός διαφορετικών κοινωνικών, ιστορικών, πολιτικών και οικονομικών συμφραζομένων, από τα χρόνια του Βυζαντίου ίσαμε τη σύγχρονη “μνημονιακή” καθημερινότητα».
Η «Ξαστεριά» τοποθετείται στον κύκλο τραγουδιών «που έχουν σημείο αναφοράς μιαν πάλη, έναν αγώνα, που υποκινείται από μια βαθιά επιθυμία και από αγωνιστικό φρόνημα, και θα οδηγήσει άλλοτε σε εθνική ολοκλήρωση, άλλοτε σε κοινωνική δικαιοσύνη, άλλοτε σε προσωπική δικαίωση και άλλοτε σε όλα μαζί». Αντίπαλος του τραγουδιστή μπορεί να είναι και ο Χάρος, καθώς ανιχνεύεται το τραγούδι τούτο και σε μοιρολόγια. Γράφει πιο πέρα ο ίδιος: «Πρωτίστως (είναι) τραγούδι με μαχητικό-ηρωικό περιεχόμενο – μολονότι εντάσσεται από τους μελετητές σε ένα πλέγμα ετερόκλητων συμφραζομένων».
Σ’ αυτό το ετερόκλητο συνονθύλευμα ερμηνειών και χρήσεων επεχείρησε, και επέτυχε, να βάλει μια τάξη ο κύριος Ανδρειωμένος, αντίστοιχα και με τις χρονικές περιόδους, όπως έκανε και στο προηγούμενο βιβλίο: Βυζαντινή προέλευση – Ενετοκρατία – Αντιπαράθεση με «Αρχοντορωμαίους» (παλιών αρχοντικών οικογενειών, ίσως και με βυζαντινή καταγωγή). Περιστατικά βεντέτας-ζωοκλοπής. Η σκληρή οθωμανική διοίκηση, οι χαΐνηδες (ένοπλα σώματα των Κλεφτών) και η Επανάσταση του Δασκαλογιάννη (1722/1725;-1771). Στέφανος Χάλης (Αγωνιστής του 1821, πιθανολογούμενος, αόριστα, και ως ο συνθέτης της «Ξαστεριάς».
Την επόμενη μεγάλην ενότητα αποτελούν «Οι μεταγενέστερες εκδοχές χρήσης της “Ξαστεριάς”», οι μετά δηλαδή την Επανάσταση του Εικοσιένα: Το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου (1866). Μακεδονικός Αγώνας-Βαλκανικοί Πόλεμοι. Μάχη Κρήτης-Γερμανική Κατοχή. Τα Ιουλιανά – Η επτάχρονη Δικτατορία – Το Πολυτεχνείο – Η Κυπριακή τραγωδία. Μεταπολίτευση – Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο.
Με τον καιρό, ωστόσο, διείσδυσαν στο τραγούδι και στίχοι, θα έλεγα, χρονογραφικοί (χρονογραφία) ή και χρονικογραφικοί, κυρίως στον τόπο όπου λαμβάνουν χώρα σοβαρά πολιτικά και ιστορικά γεγονότα, δηλαδή στην πόλη, και προπάντων στην Αθήνα, τη μεγάλη χοάνη.
Μόνο σε μείζονος σημασίας ή αλλιώς σοβαρά συμβάντα το λαϊκό αίσθημα τηρεί αυτόματα μιαν αυτοσυγκράτηση και αφήνει το τραγούδι αυτό στην παραδοσιακή του μορφή, το κάνει πάλι ένα γνήσιο λαϊκό εξεγερτικό μουσικοποιητικό σύμβολο. Χρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο θάνατος του Σεφέρη (22.09.1971). Τη νεκρώσιμη πομπή από το σπίτι του στην Πλάκα ως το Πρώτο Νεκροταφείο συνόδευσαν «χιλιάδες κόσμου» (εφημερίδα Το Βήμα, την επόμενη μέρα), φοιτητές και πολίτες, που τραγουδούσαν ασταμάτητα την «Ξαστεριά», μαζί με τον Εθνικό Ύμνο και τη μελοποιημένη από τον Μίκη Θεοδωράκη «Άρνηση» του Σεφέρη. Πολύ καλά έκανε ο κύριος Ανδρειωμένος που έδωσε έκταση και έμφαση στον ρόλο που έπαιξε το τραγούδι αυτό στα χρόνια του καθεστώτος εκείνου, με τη συμβολή και της αξέχαστης φωνής του Νίκου Ξυλούρη (οι λεπτομερείς σημειώσεις που συνοδεύουν το κυρίως κείμενο θα μπορούσαν να αποτελέσουν βάση για ξεχωριστό βιβλίο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν τότε συγγραφείς, τραγουδιστές, συνθέτες, ηθοποιοί, φοιτητές. Και του Γιάννη Μαρκόπουλου ο ρόλος υπήρξε όντως σημαντικός. Αυτός ανέδειξε τον Ξυλούρη στα δίσεχτα εκείνα χρόνια).
Από τη μια μεριά υπήρχε η κορύφωση της λειτουργικότητας της «Ξαστεριάς». Από την άλλη μεριά υπήρχε η (αλλιώς αξιοπαρατήρητη) εμφάνιση των όχι λίγων χρονογραφικών στίχων: ασφαλώς είσαν και αυτοί σημαντικές μαρτυρίες για τα συμβαίνοντα, αλλά υπονόμευαν την ποίησή της:
Πότε θα κάμει ξαστεριά, πότε θα φλεβαρίσει,
να πάρω το τουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στο Σύνταγμα, στη στράτα του Ηρώδη,
για να σκοτώσω αυλικούς και Έλληνες φασίστες.
να πάρω το τουφέκι μου, την όμορφη πατρόνα,
να κατεβώ στο Σύνταγμα, στη στράτα του Ηρώδη,
για να σκοτώσω αυλικούς και Έλληνες φασίστες.
Δίκαιο έχει ο Ανδρειωμένος, όταν παρατηρεί: «…η “Ξαστεριά”, ως τραγούδι με επαναστατικό-αγωνιστικό χαρακτήρα, άρχισε, όπως θα φανεί στη συνέχεια, να χρησιμοποιείται από ετερόκλητους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους στο πλαίσιο των (δυναμικών ή μη) κινητοποιήσεων και δράσεών τους». Είναι καίρια η παρατήρηση αυτή.
Η πλουσιότατη βιβλιογραφία του τόμου περιλαμβάνει, εκτός από τις έντυπες εκδόσεις, και εντυπωσιακή «δικτυογραφία», η οποία «αντικαθρεφτίζει» αμεσότερα τον σύγχρονο κόσμο. Ο Σταντάλ είχε αρκετές φορές χαρακτηρίσει το μυθιστόρημα, ως λογοτεχνικό είδος, «καθρέφτη» της πραγματικότητας. Υπάρχει ακόμα φωτογραφική τεκμηρίωση και το απαραίτητο σε τέτοιες περιπτώσεις Ευρετήριο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου