Μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, όχι όμορφη αλλά ερωτική και με μια ιδιαίτερη προσωπικότητα, αφήνει την πόρτα του μπάνιου μισάνοιχτη. Γνωρίζει πολύ καλά ότι την κοιτάζουν και της αρέσει. Μαζεύει τα μαλλιά της σε έναν ψηλό κότσο και κοιτάζεται στον καθρέφτη, λίγο προτού πάρει το μπάνιο της. Είναι ολόγυμνη. Ο άνδρας συνεχίζει να την κοιτάζει και εκείνη αργοπορεί επίτηδες. Ένα ερωτικό τελετουργικό, το οποίο δεν χαλάει ούτε το κλικ της Leica και το φλας που αστράφτει στο ημίφως.
Η γυναίκα γυρίζει αργά προς τη μεριά της πόρτας και βλέπει τον νεαρό, ο οποίος προσπαθεί να απομακρυνθεί άκομψα. Δεν δείχνει να ενοχλείται, μόνο του λέει ναζιάρικα: «Είσαι άτακτο αγόρι!». Και συνεχίζει να περιποιείται τον εαυτό της, για να αφεθεί στο λυτρωτικό χάδι του νερού και στα αρώματα που της έλειψαν.
Σικάγο, Ηνωμένες Πολιτείες. Δεκαετία του πενήντα. Η Σιμόν ντε Μποβουάρ βρίσκεται στην πόλη έχοντας μια σύντομη ερωτική σχέση –εν γνώσει, βέβαια, του Σαρτρ– με τον Αμερικανό συγγραφέα Νέλσον Άλγκρεν.
Η φιλόσοφος, συγγραφέας και ακτιβίστρια θέλει απλώς να κάνει ένα μπάνιο, αλλά ο νεαρός εραστής μένει σε ένα φτωχικό διαμέρισμα με ενοίκιο μόλις δέκα δολάρια τον μήνα, το οποίο, όσο και αν ακούγεται παράξενο, δεν διαθέτει καμία άνεση, πόσο μάλλον μια μπανιέρα ή έστω μια ντουζιέρα.
Η Σιμόν, όμως, γίνεται πιεστική καθώς ζητά το αυτονόητο. Είναι κατακαλόκαιρο, έχει ιδρώσει από τον καύσωνα και θέλει να ρίξει λίγο νερό στο κορμί της. Ο Νέλσον καταφεύγει στον φίλο του Αρτ Σέι, τότε βοηθό φωτογράφου στα περιοδικά Life και Time και εκείνος με τη σειρά του σε μια φίλη του, η οποία διαθέτει δωμάτιο με μπάνιο.
Παίρνουν τα κλειδιά και η Γαλλίδα συγγραφέας του Δεύτερου φύλου μπαίνει στο διαμέρισμα θεωρώντας ότι θα είναι μόνη. Καταλαβαίνει όμως σύντομα ότι ο τριαντάχρονος φωτογράφος παραμένει και γι’ αυτό αφήνει την πόρτα του μπάνιου μισάνοιχτη.
«Ετοιμαζόμουν να φύγω όταν είδα την Μποβουάρ όρθια μπροστά στον καθρέφτη να παίζει με τα μαλλιά της. Ήταν ολόγυμνη. Τράβηξα δύο με τρεις πόζες και εκείνη άκουσε το κλικ. Δεν αντέδρασε. Δεν έκλεισε την πόρτα και ούτε μου είπε να σταματήσω να τραβάω φωτογραφίες» θα διηγηθεί ο Σέι, διάσημος φωτογράφος πια γι’ αυτές τις αυθόρμητες πόζες.
Πολλά χρόνια αργότερα, το 2008, όταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ θα έκλεινε τα εκατό, αν ζούσε (πέθανε τον Απρίλιο του 1986 στο Παρίσι, όπου γεννήθηκε, από πνευμονία), το Γαλλικό έγκριτο περιοδικό Le Nouvel Observateur,κυκλοφορεί έχοντας στο εξώφυλλο μία απ’ αυτές τις φωτογραφίες υπό τον τίτλο: «Σιμόν ντε Μποβουάρ, η σκανταλιάρα» και με ένα άρθρο αφιέρωμα στην ίδια και την πολυτάραχη ζωή της για να την τιμήσει.
Όπως ήταν φυσικό το αφιέρωμα προκάλεσε αντιδράσεις, ειδικά στο διαδίκτυο, καθώς οι φωτογραφίες αυτές, όπως και η ιστορία τους, ήταν λίγο πολύ άγνωστες. Δύο χρόνια αργότερα, ο ίδιος ο Αρτ Σέι αναγκάζεται να δώσει τέλος σ’ αυτή την παραφιλογία, με μια συνέντευξη στο αμερικανικό περιοδικό The New Yorker. Τότε έγινε επιτέλους γνωστή και η πραγματική ιστορία πίσω απ’ αυτές τις πόζες.
«Το μόνο που ενδιέφερε τους δημοσιογράφους» διηγείται ο φωτογράφος «ήταν εάν η Σιμόν με ξελόγιασε και με αποπλάνησε. Βλέπετε, υπήρξε μια από τις εξυπνότερες γυναίκες στον κόσμο, σε μια μόνιμη ερωτική σχέση με τον άνθρωπο-σύμβολο για τη Γαλλία, τον φιλόσοφο και συγγραφέα Ζαν Πολ Σαρτρ. Άλλωστε, δίπλα του θάφτηκε όταν πέθανε. Η μεταξύ τους συμφωνία ήταν να πηγαίνουν με άλλους, αρκεί να έλεγαν ο ένας στον άλλον τι έκαναν. Γι’ αυτό και η σχέση με τον Άλγκρεν δεν ήταν κάτι το σημαντικό».
Η «σκανταλιάρα» Σιμόν δεν μίλησε ποτέ γι’ αυτό όσο ζούσε. Είναι σίγουρο πάντως ότι θα χαμογελούσε αυτάρεσκα εάν διάβαζε την ιστορία και έβλεπε τις ερωτικές φωτογραφίες της νιότης της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου