Ο Νόννος ο Παναπολίτης, επικός ποιητής του 5ου μ.Χ. αι., γεννήθηκε στην Πανόπολη (το σημερινό Αχμίμ της Άνω Αιγύπτου) και αναφέρεται πως έζησε στην Αλεξάνδρεια. Μολονότι ειδωλολάτρης, στο τέλος της ζωής του εκχριστιανίσθηκε και έκανε μάλιστα την παράφραση του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου. Από τα «Διονυσιακά» του, που θεωρείται το μεγαλύτερο έπος της αρχαιότητας (48 ραψωδίες σε 21.000 δακτυλικούς στίχους,) και έχει θέμα την εκστρατεία του θεού Διονύσου στις Ινδίες, ξεχωρίζω μερικά σημαντικά μυθολογικά επεισόδια, εμβόλιμα στο έπος, που το διανθίζουν και το λαμπρύνουν. Σε αυτά τα επεισόδια θα χρησιμοποιήσω για το καθένα δικό μου υπότιτλο. Θα δημοσιευθούν σε συνέχειες.
Ο θρήνος της Γης
Κατά τη μυθολογία [1], ο Τυφών ήταν ένα ον μεταξύ ανθρώπου και άγριου ζώου. Ήταν ο σπουδαιότερος από τα παιδιά της Γης στην δύναμη και στο μέγεθος. Το κεφάλι του ξεπερνούσε τα όρη και συχνά χτυπούσε στα αστέρια. Αντί για δάχτυλα είχε εκατό κεφάλια φιδιών και από την μέση και κάτω τον έζωναν οχιές. Είχε φτερά στο σώμα και φωτιές στα μάτια. Βλέποντας οι θεοί αυτό το τέρας, κατέφυγαν φοβισμένοι στην έρημο της Αιγύπτου λαβαίνοντας μορφές ζώων. Κατά τον Νόννο [2], από όπου περνούσε ο Τυφών καταστρέφονταν τα πάντα: βούλιαζαν τα θεμέλια της Γης, έτρεχαν αλαφιασμένα τα ζώα, ξεραίνονταν οι ποταμοί, έσπαγαν από ψηλά τα βράχια σχηματίζοντας νέα νησιά, έκλαιγε η Δήμητρα για το στάχυ που χανόταν προτού μεστώσει, και οι Δρυάδες νύμφες οδύρονταν για τα σκιερά συνομήλικα δένδρα τους. Η Ηχώ εμιμείτο όλες τις φωνές του, γιατί εκείνος είχε ποικίλες, όπως το ουρλιαχτό των λύκων, τον βρυχηθμό των λεόντων, τον μυκηθμό των βοδιών, το σύριγμα των ερπετών, το ορμητικό άνοιγμα στο στόμα των πανθήρων, το τρίξιμο από τα σαγόνια της άρκτου και την λυσσώδη υλακή των κυνών. Και με την ανθρώπινη μορφή που βρισκόταν στην μέση των κεφαλιών, απειλούσε άγρια τον Δία. Ο Νόννος περιγράφει με δυνατούς και εξαίσιους στίχους αυτήν την κοσμογονική μάχη μεταξύ Διός και Τυφώνος με την νίκη του πρώτου. Ο γίγαντας Τυφών, χτυπημένος από τον κεραυνό, ξάπλωσε πάνω στην μάνα γη, και τυλίγοντας τα φιδίσια μέλη του ξερνούσε φωτιά. Ο Ζευς τον ειρωνευόταν λέγοντας: «ας δεχθεί η Σικελία που το σχήμα της μοιάζει με τρικέφαλο θηρίο (Τρικάρηνος) το τεράστιο σώμα του Τυφώνος με τα εκατό πολτοποιημένα του κεφάλια. Και μολονότι ήσουν φαντασμένος θέλοντας να επιτεθείς στον Όλυμπο, εγώ θα επιτρέψω να μπεις σε κενοτάφιο και θα χαράξω πάνω στον κενό τάφο σου το επίγραμμα [3]: “Αυτό είναι το μνήμα του γιου της Γης, που κάποτε, ενώ χτυπούσε με βράχους τον ουρανό, αυτός με κεραυνό τον κατέκαψε”».
Τότε η Γη ξέσχισε τον πέτρινο χιτώνα της και θρηνούσε με σκυμμένο κεφάλι, η θεά Γη, την οποία ο ορφικός μύστης υμνούσε καίγοντας θυμίαμα με κάθε σπέρμα, εκτός κυάμων και αρωμάτων.
«Θεά Γη, των μακαρίων μητέρα και των θνητών ανθρώπων / πανθρέπτειρα, πανδότρια, τελεσφόρα, πανκαταλύτρια, αυξητική, καρποφόρα, που σε καλές εποχές αφθονείς, / έδρα του αθάνατου κόσμου, πολυποίκιλη κόρη, / που κυοφορείς με επιτόκιες ωδίνες τον πολυειδή καρπό, / αιωνία, πολύσεπτη, βαθύκολπη, καλότυχη, / που χαίρεσαι μ’ ευωδιαστές πρασινάδες, ω συ σε ανθοστολίσματα θεότης, / η ομβροχαρής, που γύρω της ο πολυποίκιλτος κόσμος των άστρων / περιστρέφεται με την αέναη φύση και τα άγρια ρεύματα. / αλλά, θεά μακαρία, αύξησε τους πολυχαρείς καρπούς / έχοντας διάθεση ευμενή μαζί με ευφορίες στις εποχές» [4].
Ο Νόννος, όμως, παρουσιάζει μια άλλη εικόνα, με την Γη θλιμμένη και οδυρόμενη. Η ποιητική του ευαισθησία συλλαμβάνει την ιδιότητα της μητέρας Γης, που θρηνεί για τα νεκρά τέκνα της, είτε είναι άνθρωποι είτε τέρατα. Κι έκλαιγε για τον Τυφώνα, που όλοι τον μισούσαν αλλά εκείνη τον αγαπούσε γιατί ήταν γιος της, σχίζοντας τον πέτρινο χιτώνα της, και κάνοντας νυχιές στα πέτρινά της μάγουλα, από όπου άνοιγαν χαράδρες με ύδατα, μέχρι που γίνονταν ποτάμια τα δάκρυα της θρηνωδού. «Καθετί που ζει, είναι ιερό» έγραφε ο Ουίλιαμ Μπλέικ, και είναι αλήθεια. Η Γη αγαπούσε όλα της τα γεννήματα. Στον θρήνο για τον γιγάντιο γιο της έβαλε τους ανέμους να κουρέψουν εντελώς την δένδρινη κόμη της, κι έτσι έγινε τοπίο φθινοπώρου όπου τα δένδρα φυλλορροούσαν. Κι έστελνε άγρια κύματα στην θάλασσα, και θυελλώδη σκόνη για να κατακλύσει τα καρπισμένα χωράφια. Όμως η Φύσις, η ταμίη του κόσμου και η παλιγγενής, όπως την ονομάζει ο Νόννος, η πολυμήχανη, άφθαρτη, πολύπειρη και αυτογέννητη κατά τον ορφικό ύμνο [5], επουλώνει τα ρήγματα της Γης που στέκουν σαν χάσκουσες πληγές και τα βραχώδη νησιά που έσπασαν από την στεριά σαν κομμένοι τένοντες και τα ξανάδεσε με τον δυνατό δεσμό της άλυτης Αρμονίας. Έτσι έπαυσαν να κλυδωνίζονται και να λοξοδρομούν τα κοσμικά στοιχεία, όπως τα άστρα, ο ήλιος και ο ζωδιακός κύκλος. Όλα έβαιναν αρμονικώς.
(22 Οκτωβρίου 2017)
Σημειώσεις
1. Pierre Grimal. Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας. Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Βασ. Ατσαλός, εκδόσεις University studio press, Θεσσαλονίκη 1991.
2. Nόννος Πανοπολίτης, Διονυσιακά, ραψωδία Β, μτφρ. Ευγενία Δαρβίρη, εκδόσεις Γεωργιάδης, Αθήνα 2002
3.Αυτόθι.
4.Ορφικός ύμνος της Γης, (26), μτφρ. Δ. Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά
5. Ορφικός ύμνος της Φύσεως, μτφρ. Δ. Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά
1. Pierre Grimal. Λεξικό της ελληνικής και ρωμαϊκής μυθολογίας. Επιμέλεια ελληνικής έκδοσης Βασ. Ατσαλός, εκδόσεις University studio press, Θεσσαλονίκη 1991.
2. Nόννος Πανοπολίτης, Διονυσιακά, ραψωδία Β, μτφρ. Ευγενία Δαρβίρη, εκδόσεις Γεωργιάδης, Αθήνα 2002
3.Αυτόθι.
4.Ορφικός ύμνος της Γης, (26), μτφρ. Δ. Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά
5. Ορφικός ύμνος της Φύσεως, μτφρ. Δ. Π. Παπαδίτσας – Ελένη Λαδιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου