Ο Ά σ ω τ ο ς
Ποίημα Αρχιεπισκόπου Καναδά Σωτηρίου
Ήταν πατέρας πλούσιος και µε µεγάλη θέση.
Όλος ο κόσµος σέβονταν την οικογένεια του.
Μεγάλωνε και δύο γυιούς, κι’ήταν χαριτωµένοι.
Ο σατανάς εζήλεψε την τόση ευτυχία.
Σηκώθηκ’ο µικρός ο γυιος και είπε στον πατέρα:
«Πατέρα δεν αντέχω πια, στενός κορσές µου είσθε.
Βαρέθηκα να σας ακώ, να παίρνω εντολές σας.
Ελεύθερος γεννήθηκα, λεύθερος θε να ζήσω.
Για δος µου σε παρακαλώ αυτό που µου ανήκει,
να παω να ζήσω µόνος µου, νάµαι ευτυχισµένος».
Με πονεµένη την καρδιά ο γέροντας πατέρας
άκουσε το µικρό του γυιο και χώρισε το βιος του.
Τα άρπαξε ο ασεβής, κι’εδώ οι άλλοι πάνε.
Πήγε σε χώρα µακρινή και έζησε ασώτως.
Εσκόρπισε τα πλούτη του µε πόρνες και αλήτες.
Δοκίµασε ναρκωτικά και κάθε αµαρτία.
Και όταν ετελείωσε την πατρική ουσία,
ηθέλησε να στηριχθεί στων άλλων τη φιλία.
Πόρτες εχτύπησε πολλές, µα ήτανε κλεισµένες.
Η τσέπη του σαν άδειασε, εσκόρπισαν οι φίλοι.
Και πείνα τότε έπεσε στη χώρα όπου ζούσε.
Έψαχνε για να βρει δουλειά. Τίποτε δεν υπήρχε.
Και υπηρέτης έγινε αυτός που τόσα είχε.
Και τελικά κατάντησε να βόσκει τα γουρούνια.
Και έτρεχε µέσ’στους αγρούς, κοντά από τους χοίρους.
Κι’η πείνα τον εθέριζε, κι’αυτός επιθυµούσε
έστω και ξυλοκέρατα να βάλει στο στοµάχι,
από αυτά που είχανε µόνο για τα γουρούνια.
Κρυφά-κρυφά τα έτρωγε, γιατί τ’αφεντικό του
τους χοίρους πάντα έβλεπε καλύτερους εκείνου.
Κι’από την πείνα την πολλή, τις τόσες ασωτίες,
αρρώστησε ο δυστυχής και πήγε να πεθάνει.
Και στην κατάσταση αυτή ήλθε στον εαυτό του.
Κάποια αχτίδα θεϊκή φώτισε την ψυχή του.
Θυµήθηκε το παρελθόν, την τόση ευτυχία,
πατέρα µάννα κι’αδελφό, τα τόσα τους τα πλούτη.
Με δάκρυα στα µάτια του, µε πόνο στην καρδιά του
κάθεται και µονολογεί, και κλαίει και φωνάζει:
«Στο σπίτι µου το πατρικό, σαν πόσοι υπηρέτες
τρώνε και πίνουν και γλεντούν! Πού έφθασα ο δόλιος!
Εγώ το αρχοντόπουλο, της πείνας να πεθαίνω!
Θα σηκωθώ, και γρήγορα στο σπίτι µου θα τρέξω.
Στου γέροντα πατέρα µου τα πόδια του θα πέσω,
µε τα καφτά µου δάκρυα χέρια και γη θα βρέξω.
Πατέρα µου, σ’αδίκησα, και δεν µπορώ υιός σου
να λέγοµαι ο άσωτος. Κάνε µε ένα δούλο».
Τα είπε και σηκώθηκε, µα δύναµη δεν είχε.
Τα βήµατά του έσερνε, και µέρες περπατούσε.
Στο δρόµο όπου πήγαινε τρόφιµα δεν υπήρχαν.
Από την πείνα έπεφτε, και πάλι σηκωνόταν.
Πολλές φορές απέκαµε, και τέρµα στη ζωή του,
πηδώντας σε γκρεµό τρανό, σκέφτηκε για να δώσει.
Από το γλυκοχάραµα ως το βαθύ σκοτάδι,
Απ’το µπαλκόνι του σπιτιού ο γέρο – ασπροµάλλης,
το χέρι του στο µέτωπο, τον δρόµο αγναντεύει.
Τον γυιο του τον νεότερο µ’ελπίδα περιµένει.
Στον δρόµο κάποιος έρχεται. Σαν νάναι διακονιάρης.
Μα η καρδιά του γέροντα χτυπάει άλλο χτύπο.
Ο ξένος στην αυλόπορτα εξαντληµένος πέφτει,
και της καρδιάς του γέροντα οι χτύποι της πληθαίνουν.
| |||
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου