Ο Ζορζ Σιμενόν υπήρξε ο σημαντικότερος Ευρωπαίος συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων του Μεσοπολέμου. Μολονότι έγραψε στα γαλλικά κι έζησε στη Γαλλία ήταν Βέλγος – γεννήθηκε στη Λιέγη το 1903. Από πολύ μικρός άρχισε να γράφει και, μάλιστα, κατάφερε να δημοσιεύσει στα δεκάξι του χρόνια στις τοπικές εφημερίδες τα πρώτα του κείμενα. Για λόγους βιοπορισμού, παιδί φτωχής οικογένειας, εργάστηκε σ’ ένα βιβλιοπωλείο, απ’ όπου σύντομα απολύθηκε. Τότε επισκέφτηκε τον αρχισυντάκτη της συντηρητικής εφημερίδας Γκαζέτ ντε Λιεζ και του ζήτησε δουλειά.
Χάρη στο επώνυμό του (υπήρχε ένας επίσκοπος στο σόι, καθώς κι ένας αντιπρόεδρος τράπεζας), προσελήφθη ως ρεπόρτερ. Νωρίτερα, είχε διαβάσει το Μυστήριο του κίτρινου δωματίου του Γκαστόν Λερού και είχε εντυπωσιαστεί από τη δράση του νεαρού ήρωα, του δημοσιογράφου Ρουλεταμπίλ, ο οποίος παίζει το ρόλο του ντετέκτιβ. Το 1922 εγκατέλειψε τη δημοσιογραφία για να γίνει μυθιστοριογράφος και μετά τη στρατιωτική του θητεία αποφάσισε να πάει στο Παρίσι, όπου έγινε γραμματέας ενός γνωστού τότε συγγραφέα. Αργότερα άρχισε να γράφει αισθηματικές ιστορίες με ψευδώνυμα, που δημοσιεύονταν σε διάφορα έντυπα (τα υπέγραφε με ψευδώνυμο, διαφορετικό κάθε φορά, κυρίως το Ζορζ Σιμ). Βαθμιαία, οι ιστορίες έγιναν περιπετειώδη μυθιστορήματα για κάθε πιθανό αναγνώστη: αγόρια, μοδίστρες, θυρωρούς. Για να μπορέσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δουλειάς του, αγόραζε βιβλία από κάθε είδος που τον ενδιέφερε και μελετούσε τη δομή τους. Ύστερα, άρχιζε να γράφει τη δική του ιστορία: η συνταγή ήταν επιτυχημένη, όπως είναι σήμερα τα σκανδιναβικά αστυνομικά μυθιστορήματα, τα οποία μιμούνται Άγγλοι, Αμερικανοί και Έλληνες συγγραφείς.
Παρ’ όλα αυτά, για τη δική του αναγνωστική απόλαυση, διάβαζε τα βιβλία των κλασικών της λογοτεχνίας. Να τι λέει σε μια συνέντευξή του στο περιοδικό Διαβάζω (αρ. 202, Νοέμβριος 1988): «Μεγάλωσα μέσα σ’ ένα οικοτροφείο όπου υπήρχαν Ρώσοι σπουδαστές. Άρχισα από τη ρωσική λογοτεχνία πριν γνωρίσω την ίδια τη γαλλική λογοτεχνία. Τον Γκόγκολ, τον Τσέχοφ, τον Πούσκιν, τον Ντοστογιέφσκι, τον Γκόρκι πριν τον Μπαλζάκ και τον Φλομπέρ. Στη συνέχεια, παθιάστηκα με τον Ντίκενς και τον Κόνραντ. Στο τέλος, διάβασα Μπαλζάκ, και τους Γάλλους συγγραφείς του τελευταίου αιώνα. Όμως πριν, είχα μελετήσει σαν καλός μαθητής τους κλασικούς μου».
Από την πρώιμη συγγραφική του δουλειά έβγαλε τόσο πολλά χρήματα, που το 1927 αγόρασε ένα πλοίο 5,5 μέτρα, τοΖινέτ, κάτι σαν γιοτ, και άρχισε τον γύρο της Γαλλίας από τα ποτάμια και τα κανάλια. Μέσα στο πλοίο ήταν η πρώτη του γυναίκα, η Τίγκι, η μαγείρισσά του, κι ένα δανέζικο σκυλί. Λίγο μετά πήρε άλλο πλοίο, πιο δυνατό, τον Οστρογότθο, για ταξίδια εκτός Γαλλίας. Όταν αυτό το πλοίο χρειάστηκε να σταματήσει σ’ ένα λιμάνι, το Ντελφτσίχ, στα σύνορα Ολλανδίας και Γερμανίας, για να καλαφατιστεί, βρήκε ένα παλιό καράβι, μια μαούνα, όπου εγκαταστάθηκε με τη γραφομηχανή του κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Τότε έγραψε την πρώτη περιπέτεια του επιθεωρητή Μαιγκρέ, τοΠιετρ, ο Λετονός. Η απογείωσή του ως συγγραφέα ξεκινούσε.
Στην ουσία, ο μικροαστός Μαιγκρέ είναι ο Σιμενόν, το alter ego του. O συγγραφέας έχει παραδεχτεί πως, μοιραία, χωρίς να το επιδιώκει, του χάρισε τις εμπειρίες του και την ενεργητικότητά του. Είναι το μόνο πρόσωπο που δημιούργησε το οποίο έχει τόσο πολλά κοινά σημεία με τον ίδιο. Θυμίζουμε πως ο Γιάννης Μαρής, ο εισηγητής του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα, δημιούργησε τον αστυνόμο Μπέκα πάνω στον Μαιγκρέ (μικροαστός κι αυτός, με γυναίκα και μια κόρη), ωστόσο δεν του μοιάζει – ως alter ego του διάλεξε τον δημοσιογράφο Μακρή.
Στα βιβλία του, είτε αυτά με ήρωα τον Μαιγκρέ είτε εκείνα χωρίς αυτόν, ο Σιμενόν επιχειρεί να εξηγήσει γιατί εγκληματούν οι άνθρωποι, κυρίως μικροαστοί και νοικοκυρές, πρόσωπα της διπλανής πόρτας, χωρίς προηγούμενο εγκληματικό παρελθόν. Στη συνέντευξη που έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Διαβάζω, ο Σιμενόν υποστηρίζει πως δεν υπάρχουν ένοχοι, πως υπάρχουν άνθρωποι που η κοινωνία σπρώχνει στο έγκλημα. «Δεν είναι τυχαίο» λέει «που η μαφία στην Αμερική γεννήθηκε μέσα στον πιο φτωχό τομέα της Νέας Υόρκης, στο Μπρούκλιν. Μέσα στον δρόμο. Με τα αλητάκια που άρχιζαν να σπάνε τα μούτρα μεταξύ τους. Όταν στα εννιά ή έντεκα χρόνια κάποιος δέχεται μαχαιριές, τι θέλετε να γίνει αργότερα; ένας ληστής˙ είναι πολύ φυσικό».
Όπως μας πληροφορεί η Αργυρώ Μακάρωφ που μεταφράζει τα βιβλία του στις εκδόσεις Άγρα (στο επίμετρο του βιβλίου 45ο υπό σκιάν και αλλού), μέχρι το 1931 ο Σιμενόν είχε γράψει πολλά μυθιστορήματα με τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, ενώ ο εκδότης του του ζητούσε λαϊκά αναγνώσματα. Το 1933 εγκατέλειψε τον οίκο Φαγιάρ και ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις υπέγραψε συμβόλαιο με τον Γκαλιμάρ – ήταν ο πιο παραγωγικός συγγραφέας όλων των εποχών κι ίσως ο πιο καλοπληρωμένος. Τότε, επί μία ολόκληρη δεκαπενταετία, κάθε χρόνο εκδίδονταν τουλάχιστον τέσσερα με έξι μυθιστορήματά του. Την ίδια εποχή, προσθέτει, τον ανακάλυψε ο Αντρέ Ζιντ, οποίος ενθουσιάστηκε με τον νεαρό συγγραφέα. Άρχισε να μελετά τον Σιμενόν και να τον αναλύει σαν να επρόκειτο για κάποιο «φαινόμενο» που έπρεπε να εξιχνιαστεί και να αποκαλυφθεί το μυστήριο που κρύβει μέσα του. Σε μια επιστολή προς αυτόν έγραψε: «Σας θεωρούν λαϊκό συγγραφέα, αλλά δεν απευθύνεστε διόλου στο μεγάλο κοινό. Τα ίδια τα θέματα των βιβλίων σας, τα ψυχολογικά προβλήματα στα οποία αναφέρεστε, απευθύνονται όλα σε αναγνώστες εκλεπτυσμένους…».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’30 άρχισε τα ταξίδια με το πλοίο του: Αίγυπτο, Αφρική, μετά Ευρώπη. Αρθρογραφούσε για πολιτικά ζητήματα, μα οι αναλύσεις του για το ναζιστικό καθεστώς ήταν αμφιλεγόμενες. Πήγε και στην Τουρκία, όπου πήρε συνέντευξη από τον Τρότσκι, εξόριστο τότε στην Πρίγκιπο.
Το 1939 ήταν η χρονιά ορόσημο γι’ αυτόν, αφού παγιώθηκε η γνώμη του κοινού για το πρόσωπό του. Τότε, στο περιοδικό Cahiers du Nord, o Ζιντ έγραψε: «Θεωρώ τον Σιμενόν μεγάλο μυθιστοριογράφο: ίσως τον μεγαλύτερο και τον πιο αληθινό μυθιστοριογράφο που είχαμε ποτέ στα γαλλικά γράμματα».
Ο Ζορζ Σιμενόν έγινε πλούσιος και διάσημος, ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε ότι η ζωή του ήταν πάντα ευτυχισμένη. Είχε γάμους, χωρισμούς και διαζύγια, παιδιά από διαφορετικές γυναίκες και στις αρχές της δεκαετίας του ’50 αντιμετώπισε πρόβλημα αλκοολισμού. Μετακόμισε στην Ελβετία, στις όχθες της λίμνης Λεμάν, μα η γυναίκα του Ντενίζ μπαινόβγαινε σε ψυχιατρικές κλινικές. Το 1978 αυτοκτόνησε η κόρη του Μαρί Ζο και η Ντενίζ τού επέρριψε την ευθύνη. Το 1984 χειρουργήθηκε στον εγκέφαλο και τρία χρόνια μετά άρχισε η παράλυση των άκρων του. Πέθανε στη Λωζάννη τον Σεπτέμβριο του 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου