Το βιβλίο με τον τίτλο Ερυθρόλευκη τρέλα του Κώστα Κρεμμύδα (ηρωικού εκδότη χρόνια τώρα του Μανδραγόρα, που φιλοξενεί κάθε ειλικρινή ποιητική και πιο ανοιχτά λογοτεχνική, καλλιτεχνική και πνευματική έκφραση) άρεσε σε πολυπληθές αναγνωστικό κοινό. Πολλοί, οι Ολυμπιακοί, θα το χάρηκαν κιόλας από τον τίτλο του. Είναι μεν εκ βαθέων ομολογία πίστεως και λατρείας προς τη θρυλική, πράγματι, ομάδα του.
Θεώρησε ωστόσο σκόπιμο να πλαισιώσει την αγάπη του αυτή με μια πολύπλευρη εξιστόρηση προσωπικών βιωμάτων των παιδικών και εφηβικών χρόνων του, αλλά και εμπειριών της ώς τώρα ζωής του. Μιλώ για τα χρόνια μετά το τέλος του δεύτερου μεγάλου πολέμου, που προεκτάθηκε στην Ελλάδα με τον τραγικό Εμφύλιο και την αγωνία ενός κυριολεκτικά πετσοκομμένου λαού για επιβίωση. Παραθέτει στιγμές τής τότε ελληνικής καθημερινότητας, άξιες να περάσουν σε βιβλία που θα γράφονταν για τον λαϊκό πολιτισμό των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, στιγμές που κατά κανόνα τις απαξιώνει η επίσημη Ιστορία.
Ο Κρεμμύδας γράφει θέλοντας να δώσει μιαν εξήγηση για τις πολλές και διάφορες παρεκβάσεις του από το κύριο, κεντρικό θέμα του, τη λατρεμένη του ομάδα: «Κι αν τα γράφω όλα τούτα τα άσχετα με το ποδόσφαιρο, είναι γιατί στους φτωχούς, στους παρακατιανούς και τους ξεριζωμένους είναι η μπάλα που έδωσε χαρά, υπόσταση και κουράγιο έστω και για ένα δίωρο στη διάρκεια του ματς˙ στους λιμενεργάτες και στους ξοφλημένους μεροκαματιάρηδες στα Ταμπούρια, τη Δραπετσώνα, τα Καμίνια, την Κοκκινιά, τον Ρέντη».
Ο Κρεμμύδας ορθά ορίζει χωροταξικά τη γέννηση του Ολυμπιακού στον Πειραιά. Ωστόσο και οι άλλες μεγάλες ομάδες είχαν αρχικά ένα τέτοιο υπόβαθρο. Μπορεί κανείς να επικαλεσθεί την τεράστια φόρτιση του τελευταίου γράμματος της ΑΕΚ και του ΠΑΟΚ, χωρίς να παραγνωρίσει για τους ίδιους λόγους τον Πανιώνιο της Νέας Σμύρνης. Και βέβαια να επικαλεσθεί τις αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις προσφύγων, ανέστιων ανθρώπων, καταδιωγμένων και άλλων που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα κι έρχονταν στην Αθήνα, πρωτίστως, μήπως λάβουν σάρκα τα όνειρά τους. Από όλα αυτά γεννήθηκε ο Παναθηναϊκός.
Ένα βίο παράλληλο είχαν οι ομάδες αυτές με τα ρεμπέτικα τραγούδια και το μπουζούκι. Πλάστηκαν στα «παρακατιανά» στρώματα της κοινωνίας, που τα αγάπησαν σαν πραγματικά παιδιά τους που είσαν, ώσπου οι αστοί και λοιποί νεόπλουτοι εισέβαλαν στα στέκια εκείνων και τα ιδιοποιήθηκαν, επιχειρώντας κιόλας να τα μεταλλάξουν («αρχοντορεμπέτικα» τα είπαν σε παραλλαγή, ηχηρά λόγια των διανοουμένων). Παραδόξως συνέβη, όμως, και εδώ αυτό που είπε ο Οράτιος: οι κατακτημένοι κατέκτησαν τους κατακτητές τους. Τα ρεμπέτικα όμως τα τραγουδούν και τα χορεύουν πάντα οι λαϊκοί άνθρωποι ωραιότερα από τους άλλους.
Το βιβλίο του Κρεμμύδα με πήρε και με πήγε και στο δικό μου παρελθόν (με χρονική αφετηρία πιο πίσω από τη δική του). Είχα κι εγώ την ίδια «τρέλα» για το ποδόσφαιρο της επαρχιακής πόλης όπου γεννήθηκα και μεγάλωσα. Αγαπημένη μου ομάδα είταν η μία από τις δύο καλύτερες, τα Πράσινα Πουλιά. Η άλλη και αντίπαλή της είταν ο Απόλλωνας, που επιτύγχανε σχεδόν σε κάθε αναμέτρησή τους να είναι ο νικητής. Και αυτό μου προξενούσε μιαν απερίγραπτη λύπη, αρρωστημένη θα έλεγα σήμερα. Είχε ωστόσο και η ομάδα μου τον δικό της Αριστείδη Παπάζογλου, τον δικό της Γιώργο Σιδέρη, καθώς και άλλους άξιους. Όταν έβλεπα, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, τον Κώστα Μπογέα να παίζει, απορούσα, πόσο καλύτερος μπορούσε επιτέλους να είναι και ο πιο καλός Αθηναίος ποδοσφαιριστής!
Πρέπει να πω ότι σ’ εκείνα τα δίσεχτα χρόνια τα Πράσινα Πουλιά είταν η ομάδα που αγαπούσαν οι κρυφοί (οι συγκριτικά περισσότεροι) και οι στιγματισμένοι, ποικιλότροπα δοκιμαζόμενοι, οπαδοί των εθνοκτόνων κομμουνιστών. Οι οπαδοί του Απόλλωνα είσαν από την άλλη μεριά.
Η θλίψη μου για τις ήττες των Πράσινων Πουλιών γινόταν κατάθλιψη, όταν μάθαινα πως κάποιον αντάρτη που κρυβόταν κάπου σε μια πρόχειρη κρύπτη στα «Περιβόλια» τον ανακάλυπταν και τον σκότωναν σαν το σκυλί στον δρόμο, ή όταν πιάστηκαν κάπου τριάντα πολίτες, άντρες και γυναίκες, νεαρής ηλικίας οι περισσότεροι, και δικάστηκαν και καταδικάστηκαν στο στρατοδικείο της Τρίπολης οι πιο πολλοί σε θάνατο, και εκτελέστηκαν, γιατί είχαν αγοράσει ένα κουπόνι για την ενίσχυση του ρημαγμένου κινήματος. Ούτε τότε έπαψα να πηγαίνω στο γήπεδο του Μεσσηνιακού, με την ελπίδα πως θα νικούσαν τα Πράσινα Πουλιά και θα μου ερχόταν από εκεί μια πικρή έστω χαρά. Ο Απόλλων είταν και παρέμενε αήττητος.
Το 1950 ανέβηκα στην Αθήνα. Τα Πράσινα Πουλιά ολοένα παρήκμαζαν, κάποια στιγμή έπαψαν να υπάρχουν. Αγαπώντας πάντα το ποδόσφαιρο, αυθόρμητα έκανα ομάδα μου την ΑΕΚ, καθώς ο πατέρας μου είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην Κωνσταντινούπολη. Ο Κρεμμύδας μιλάει κάπου για την «αιωνίως χαμένη ΑΕΚ», από τον Ολυμπιακό εννοεί. Όπως γινόταν με τα Πράσινα Πουλιά και τον Απόλλωνα. Ότι η Ιστορία επαναλαμβάνεται, τεκμηριώνεται και με ελάσσονα παραδείγματα.
Σκέπτομαι κάποιες φορές πως κάποιοι –να τους πω άτυχους;– είναι σαν να γεννήθηκαν για να αγαπούν, και να πονούν, ανθρώπους, ποδοσφαιρικές ομάδες, κοινωνικά συστήματα, που «έπαιξαν» και έχασαν.
Ο φίλος μου Κρεμμύδας, που για την πολυμέρεια του βιβλίου του ο Αλέξης Ζήρας το χαρακτηρίζει «κάπως χαοτικό», δίνει εντούτοις δίπλα στην ολυμπιακή «τρέλα» και μιαν άλλη «σταθερά», την εξακολουθητική απόφασή του να ευτελίσει την κάθε προελεύσεως πολιτική μας ζωή. Δεν έχω σοβαρό λόγο να αντιτείνω σ’ αυτό. Έτσι, όπως επισημαίνει και ο Ζήρας, «το ποδόσφαιρο και ο Ολυμπιακός αποτελούν τη μόνη αξία». Γι’ αυτόν τον ίδιο.
Κατανοώ και δικαιολογώ όσους βρήκαν μοναδικό καταφύγιο στο ποδόσφαιρο, απογοητευμένοι κατεξοχήν από την πολιτική. Μιλώ προπάντων για τους «παρακατιανούς», οι αστοί βρίσκουν τρόπο να είναι και με τον Ολυμπιακό ή όποιαν άλλη ομάδα και με την πολιτική.
Όσον αφορά τον εαυτό μου, παρά την πάντα (και στα γεράματά μου) έγνοια μου για την ΑΕΚ, δεν μπορώ να αποκηρύξω (λέξη φοβερή για όσες θυμούνται) τους χαμένους. Μένω στη μελαγχολία μου. Κοντά στον Ρίτσο (που εννοώντας τον εαυτό του χρησιμοποιούσε συχνά τριτοπρόσωπο ενικό):
Όταν θα φύγει
(γιατί όλοι φεύγουνε μια μέρα) θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.
(γιατί όλοι φεύγουνε μια μέρα) θα μείνει
ένα γλυκύτατο χαμόγελο στον κόσμο ετούτον
που αδιάκοπα θα λέει «ναι» και πάλι «ναι»
σ’ όλες τις προαιώνιες διαψευσμένες ελπίδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου