Στον Μ. Γ. Μερακλή
Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας πώς πάει και λιγοστεύει…
Μέσα στα βάθη του καιρού πώς η καρδιά στενεύει»
Γ. Σεφέρης (Στροφή)
Μέσα στα βάθη του καιρού πώς η καρδιά στενεύει»
Γ. Σεφέρης (Στροφή)
Από μικρός, ήμουν νάρκισσος. Ιδιότητα που δικαιολογείται για την εφηβική ηλικία.
Το κακό με μένα είναι πως αφυπνίστηκε πάλι τώρα, «στα τελευταία της νιότης μου», όπως θα το ’λεγε ο ποιητής, εκείνο το παλιό κουσούρι.
Και στέκομαι ώρα μπροστά στον καθρέφτη, και ακκίζομαι και βρίσκω το πρόσωπό μου πιο όμορφο ακόμα κι από την εποχή της πρώτης νιότης μου.
Σηκώνω το ένα φρύδι πιο ψηλά από το άλλο, σουφρώνω τα χείλη, τα τσιτώνω θαυμάζοντας τα δόντια μου, πεταρίζω κάμποσο τα βλέφαρα χωρίς καμιά ντροπή, χτενίζω μ’ επιμέλεια μεγάλη τα περίφημα, παρόλο γκρίζα πλέον, μακριά μαλλιά μου, χαμογελώ μετά πλατιά στον εαυτό μου, ανοίγω ορμητικά την πόρτα της τουαλέτας και πετάγομαι έξω από το σπίτι.
Μπαίνω ολόκληρος στην καινούρια μέρα μου. Και το ξέρω καλά. Ο πρώτος που θα με συναντήσει θα ζαλιστεί, άντρας ή γυναίκα.
Ο πρώτος που με βλέπει είναι η σκυλίτσα μου η Μπόνι, στην αυλή. Μαζεύεται φοβισμένη χώνοντας την ουρά ανάμεσα στα πόδια της. «Ω, Μπόνι, δειλό κορίτσι», τη χαϊδεύω με συγκατάβαση.
Η χαρά μου, ωστόσο, αυτή κρατάει λίγο, εξατμίζεται αδόκητα, και αλήθεια είναι πως πανικοβάλλομαι ακόμα και να το σκεφτώ το τι συνέβη και μου γλίστρησε έτσι, σαν νόμισμα μέσα από την τσέπη τρύπιου παντελονιού, αλλά δεν το σκαλίζω περισσότερο μιας κι έχω ήδη προλάβει, χάρη σ’ αυτή τη μικρή πνοή χαράς, να μπω κι εγώ στο χορό.
Όμως, το ίδιο βιολί κάθε μέρα, είναι πράγμα επικίνδυνο.
Καθώς, δηλαδή, καθρεφτιζόμουνα, πανευτυχής, για μια απειροελάχιστη στιγμή, ο νους μου πήγε κι έκρουσε πάνω της.
Σκοτείνιασα, έκανα μια γκριμάτσα οδύνης –αφού πονάει πάντα η απώλεια– αλλά ώριμος άντρας, συνήλθα.
Η «τάδε», αναφώνησα ξαφνιασμένος –δε θέλω να αναφέρω το όνομά της– και χαμογέλασα.
Και αμέσως πάγωσα.
Και αμέσως πάγωσα.
Γιατί χαμογέλασα ακριβώς όπως εκείνη. Δεν ήμουν εγώ. Ήμουν εκείνη που χαμογελούσε. Ήταν το δικό της χαμόγελο πάνω στο πρόσωπό μου. Έντρομος επιχείρησα να το επαναφέρω για να επιβεβαιώσω ό,τι έβλεπα.
Αγωνίστηκα πολλή ώρα μπροστά στον καθρέφτη. Δεν τα κατάφερα.
«Ευτυχώς» μονολόγησα στο τέλος μ’ ανακούφιση.
Την υπόλοιπη μέρα πάντως, αυτό σκεφτόμουνα. Πώς το πέτυχα εκείνο, το απολύτως δικό της, χαμόγελο. Και το επόμενο πρωινό επιχείρησα πολλές φορές να το μιμηθώ, χωρίς αποτέλεσμα πάλι.
Ήταν μια αλλόκοτη στιγμή, κατέληξα μετά από πολλή σκέψη. Και κόλλησα τότε σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με τη μνήμη και με το νόστο. Και όλη την ώρα ετούτο προσπαθούσα να εξηγήσω. Τι έγινε, τι μου είχε συμβεί, και αποτυπώθηκε, εντελώς αναίτια μάλιστα, πάνω στο πρόσωπό μου, ένα ξένο χαμόγελο. Και μόνο αυτό έκανα κάθε πρωί μπροστά στον καθρέφτη, γκριμάτσες αμέτρητες, πασχίζοντας να το πετύχω ξανά, να ανακαλέσω εκείνο το χαμόγελό της. Ούτε ανασηκώματα φρυδιού, ούτε σούφρωμα χειλιών, τους ανόητους ακκισμούς μου, αποπειράθηκα άλλη φορά.
Το χαμόγελό της δεν ξαναφάνηκε στο πρόσωπό μου. Κανένα σήμα, νύξη ή μήνυμα, διαισθητικό έστω, από αυτή. Τίποτε απολύτως.
Μου συνέβη, όμως, σε χρόνο σύντομο, ένα μεγάλο κακό. Μια ανήκεστος βλάβη στην υγεία μου. Γιατί απόκτησα ένα γνώρισμα που με παραμόρφωνε.
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα κι άρχισα να ψευδίζω. Εγώ που μιλούσα και μάγευα, εγώ, ο μελίρυτος.
Δεν τραύλιζα, ψεύδιζα.
Η βαριά φωνή μου λέπτυνε, έγινε σχεδόν γυναικεία. Και ψεύδιζα, όχι τρώγοντας το ρο ή κάποιο άλλο γράμμα της αλφαβήτου, πράγμα που το συνηθίζουν πολλοί άνθρωποι, αλλά μιλούσα κι έβαζα στο τέλος της κάθε λέξης, ένα έντονο και μακρόσυρτο «ζήτα». Σαν θυμωμένη μέλισσα. Όπως ακριβώς έκανε εκείνη. Έσερνα τη φωνή, όπως μόνο εκείνη ήξερε να το κάνει. Κανένας άλλος δεν θα μπορούσε να το καταφέρει αυτό, ποτέ.
Έτρεξα αμέσως, καθώς ήταν φυσικό, σε γιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων. Κατέφυγα σε νευρολόγους, σε ψυχιάτρους. Έκανα αξονικές τομογραφίες και εγκεφαλογραφήματα. Έλεγξα ακόμη και τη λειτουργία των ορμονών μου. Εις μάτην. Δεν μπορούσαν να βρουν τίποτε, να κάνουν κάτι οι γιατροί.
Τους εξηγούσα πως είχα να ακούσω τη φωνή της πολλά χρόνια, ότι εμφανίστηκε πέρυσι χωρίς την παραμικρή αφορμή, ενώ καθρεφτιζόμουνα, πρώτα το χαμόγελό της πάνω στο πρόσωπό μου ως προπομπός και λίγο καιρό αργότερα ήρθε και το φρικτό ψεύδισμα.
«Ποιο μπορεί να είναι τώρα το επόμενο σύμπτωμα;» απαιτούσα να μάθω από αυτούς, και απάντηση δεν έπαιρνα. Κατατρόμαξα. Έπρεπε να αντισταθώ. Έπρεπε να σωθώ από το μαρτύριο. Χρειαζόμουν ένα προστατευτικό δίχτυ, σαν τον ιστό της αράχνης, να πιάσει, να αιχμαλωτίσει μέσα το κακό έντομο, το «ζήτα» της, και εκεί αυτό να αποξηρανθεί.
Έκατσα κάτω κι έγραψα. Δεν ήξερα να κάνω και τίποτε άλλο. Έπλεξα μια νουβέλα στην οποία ο πρωταγωνιστής πάθαινε τα ίδια ακριβώς που συνέβαιναν σε μένα.
Για να την υφάνω αυτή τη νουβέλα, ένα χρόνο παιδευόμουν. Ένα χρόνο έγραφα. Αλλά ξέμπλεξα. Ησύχασα και αποθεραπεύθηκα.
Οι παρηγορητικές ιδιότητες της τέχνης, είχαν κάνει το θαύμα τους. Είχαν φέρει αποτελέσματα.
Ξέχασα το χαμόγελό της και τον τρόπο που μιλούσε και ήρθα στα συγκαλά μου.
Όλα αυτά μέχρι χθες, που το δίχτυ αποδείχθηκε τρύπιο και άρχισα πάλι να ψευδίζω.
Αποφάσισα να ξεκαθαρίσω τα πράγματα, να ψάξω και να τη βρω. Να την συναντήσω. Κι ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει.
Φτάνει κάποτε η στιγμή που πρέπει να προχωρήσεις παρακάτω. Να περπατήσεις στα σκοτεινά, κι ας πέσεις, όπως πέφτει από το παραφορτωμένο δέντρο το σάπιο πορτοκάλι στο χώμα. Με γδούπο κούφιο και αμετάκλητο. Έτσι κι αλλιώς, δεν κάνει τη διαφορά το να μαραζώνεις ψηλά στο δέντρο, από το να σαπίζεις στο χώμα.
Αυτή τη στιγμή πάντως, τη στιγμή της συνάντησης, την κανονίζει η τύχη. Και το αναλαμβάνει από μόνη της. Χωρίς κανείς να της το έχει ζητήσει μπαίνει σε ξένα χωράφια. Έτσι διασκεδάζει.
Γι’ αυτό έπεσα χτες, αργά το απόγευμα, πάνω της, πάνω σ’ εκείνη. Στο μετρό, στη στάση Σύνταγμα, μετά από έξι χρόνια που ’χα να τη δω.
Ήταν κρεμασμένη από τη χειρολαβή και μου χαμογέλασε. Όπως καθόμουνα, πετάχτηκα ορθός, έφτασα κοντά της.
«Πάω στο Φάληρο» είπε. «Στην ξαδέλφη μου. Να περιμένουμε μαζί το Β2 λεωφορείο στη Συγγρού;»
Την άκουγα κατάπληκτος. Δεν μπορούσα να πιστέψω στ’ αυτιά μου.
Κατεβήκαμε δυο στάσεις παρακάτω. Συγγρού-Φιξ.
Περιμέναμε.
Το λεωφορείο άργησε πολύ να φτάσει. Πίσω μου η Ακρόπολη με βάραινε αφόρητα. Μπροστά ο Λυκαβηττός σαν να γελούσε σε βάρος μου.
Κι εκείνη μιλούσε ακατάπαυτα.
Βρήκαμε δυο άδειες θέσεις στο πίσω μέρος του λεωφορείου. Στην τελευταία θέση κάθισε αυτή, στην μπροστινή εγώ, μισογυρισμένος προς το μέρος της.
Μου φιλούσε σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής τα χείλη και τα μάτια και με χάϊδευε συμπονετικά στο πρόσωπο, αδιάφορη για τον κόσμο που μας κοίταζε περίεργος.
Μια πανέμορφη νέα γυναίκα να χαϊδεύει σαν παιδί έναν άντρα ηλικιωμένο.
Κατεβήκαμε στην παραλιακή, στο Φάληρο.
«Πάμε σε μια καφετέρια;» ψέλλισα. «Να σε δω, λιγάκι».
«Με περιμένει η ξαδέλφη μου» αντέτεινε με ανεξήγητη έξαψη. «Άργησα ήδη».
Είχε λεπτύνει πολύ, είχε ομορφύνει ακόμα περισσότερο, και δεν ψεύδιζε καθόλου. Ούτε κατά διάνοια. Σαν μια άλλη έμοιαζε. Σαν κάποια άλλη γυναίκα.
Χαιρετηθήκαμε κάτω από τη στάση, ψιλόβρεχε. Περπάτησε ως το κοντινό φανάρι της λεωφόρου Ποσειδώνος, όπου και σταμάτησε. Το φανάρι άναψε κόκκινο. Απροσδόκητα έτρεξε τότε προς το μέρος μου, εγώ είχα καρφωθεί έξω από το στέγαστρο της στάσης, είκοσι μέτρα απόσταση από εκείνη.
Με αγκάλιασε σφιχτά, με φίλησε βιαστικά, αλλά με πάθος, και έφυγε. Πήγε και στάθηκε πάλι στο φανάρι, χωρίς να με κοιτάζει πια. Το φανάρι έκανε αρκετή ώρα ν’ ανάψει. Άναψε εντέλει το πράσινο. Πέρασε ορμητικά το μεγάλο δρόμο, ξεχνώντας με εντελώς. Απέναντι με θυμήθηκε ξανά, κοντοστάθηκε και με κοίταζε από μακριά.
Ωσάν αναποφάσιστη, ωσάν συγκινημένη. Κάπως έτσι μου φάνηκε.
Στεκόταν για πέντε ολόκληρα λεπτά και με παρατηρούσε, περίεργη πλέον. Όπως κοιτάς μιαν αφίσα, μια γιγαντοαφίσα ή κάποιο άγαλμα, ένα άγαλμα δυσανάλογα ψηλό, ενώ η βροχή δυνάμωνε. Αδιάφορη για τη βροχή, συνέχισε να με παρατηρεί προσεχτικά. Και κάποτε αποφάσισε να αποχωρήσει.
Έγειρε το ωραίο κορμί, τίναξε το αλογίσιο κεφάλι με δύναμη, πέταξε μπροστά το αριστερό της χέρι, σαν πηδάλιο, και ξεκίνησε να βαδίζει, σχεδόν τρέχοντας, κατά το συνήθειό της. Και ούτε γύρισε άλλη φορά να κοιτάξει πίσω της.
«Αντίο, καμάρι μου, στο καλό, μάτια μου. Στο καλό» ψιθύρισα, καθώς ξεμάκραινε, με φωνή βραχνή, χωρίς να ψευδίζω καθόλου. Χωρίς ν’ ακουστεί στο ελάχιστο από το στόμα μου το θυμωμένο ζήτα της.
Ένιωσα κι ένα δάκρυ να κυλά πολύ αργά στο μάγουλό μου. Ένα δάκρυ πηχτό και δύσοσμο.
Έκλαψα. Για τούτο το λόγο μόνο.
Επειδή δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το παλιό ψέυδισμά της. Γιατί μου γλίστρησε σαν νόμισμα. Και χάθηκε.
Είχε πέσει ήδη το σκοτάδι, πήγα και στήθηκα πλάι στη θάλασσα. Από εκεί έψαχνα επίμονα το βάθος του ορίζοντα. Η βροχή σταμάτησε, ήμουνα μουσκεμένος, αλλά δεν έφευγα.
Ώρες αργότερα, έσκυβα, γέμιζα με βότσαλα το στόμα μου, την πλήγωνα τη γλώσσα μου, και σαν τον τραυλό Δημοσθένη, τον μετέπειτα μεγάλο ρήτορα, προσπαθούσα κι εγώ, απεγνωσμένα, στην ίδια πάλι παραλία, στο Φάληρο, να επιτύχω το αντίθετο ακριβώς από ό,τι στόχευε εκείνος. Να ψευδίσω ξανά.
Ο Ανδρέας Μήτσου σπούδασε Αγγλική Λογοτεχνία και Ελληνική Φιλολογία. Είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας και έχει εργαστεί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, πέντε μυθιστορήματα και δύο νουβέλες. Το έργο του έχει λάβει ποικίλες διακρίσεις, ενώ το 2016 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τη συλλογή του Η εξαίσια γυναίκα και τα ψάρια (εκδόσεις Καστανιώτη, 2014).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου