Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2018

«Νίκος Κούνδουρος: Ημερολόγιο, ζωή και όνειρα» του Φίλιππου Φιλίππου

Ο Νίκος Κούνδουρος πέθανε πριν από έναν χρόνο, στις 22 Φεβρουαρίου 2017. Τον Δεκέμβριο του 2016 είχε κλείσει αισίως τα ενενήντα του χρόνια και εξέδωσε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο, το Μνήμη απειθάρχητη – Ημερολόγιο(εκδόσεις Άγρα), στο οποίο καταγράφει γνωστές και άγνωστες στιγμές της ζωής του. Το ημερολόγιο αυτό άρχισε να γράφεται τον Αύγουστο του 2014 στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης, τον τόπο της γέννησής του (αλλού διαβάσαμε πως γεννήθηκε στην Αθήνα), εκεί όπου έζησαν ο πατέρας του Σήφης, η μητέρα του Πόπη, ο παππούς και τα αδέλφια του. Μερικά χρόνια πριν, το 2009, εξέδωσε ένα επίσης αυτοβιογραφικό βιβλίο, το Ονειρεύτηκα πως πέθανα (εκδόσεις Ίκαρος). Με βάση αυτά τα δύο βιβλία θα επιχειρήσουμε να ανασυνθέσουμε τη ζωή αυτού του σημαντικού Έλληνα, πρωτίστως ενός μεγάλου σκηνοθέτη, που ως νέος αγωνίστηκε για την πατρίδα του και ως ώριμος άνδρας πάλεψε για την τέχνη την οποία υπηρετούσε.
Το πρώτο βιβλίο αρχίζει ως εξής: «2014, Κρήτη, Άγιος Νικόλαος. Είναι άραγε σε κάποιο άγνωστο σημείο ή στο τέλος του ταξιδιού;». Το δεύτερο βιβλίο αρχίζει με μια φανταστική εικόνα που περιγράφει ο ίδιος – πρόκειται για ένα όνειρο: «Ο νεκρός, δηλαδή εγώ, νοικοκυρεμένος όμορφα όμορφα σ’ ένα κρεβάτι, στρωμένο με ολοπόρφυρη κρητικιά κουβέρτα. Αυτήν που μ’ άρεσε πιο πολύ από τ’ άλλα προικιά της γιαγιάς μου». Γύρω από τον νεκρό έφηβο στέκονται η μητέρα του, τα δύο αδέλφια του, τα ξαδέλφια, οι λοιποί συγγενείς κι οι γείτονες. Στον πατέρα του, δικηγόρο το επάγγελμα, άρεσαν οι παλιές εικόνες, ιδίως αγαπούσε το γαλήνιο πρόσωπο της Παναγίας. Πέθανε τον σκληρό χειμώνα του 1942. Η μάνα του, μια «όμορφη Κρητικοπούλα», φάνηκε προς στιγμή να λύγισε από την απώλεια, αλλά στη συνέχεια ανέλαβε να μεγαλώσει μόνη τα τρία αγόρια της: τον Νίκο, τον Γιώργο και τον Ρούσσο. Κι ύστερα ήρθε ο πόλεμος και μετά η Κατοχή, όπου ο Ρούσσος, ο μεγαλύτερος γιος, έγινε αντάρτης πόλης, ενταγμένος στην ΕΠΟΝ και το ΕΑΜ, ενώ ο Νίκος μπήκε στη Σχολή Καλών Τεχνών.
Ο Δεκέμβρης του ’44,γράφει, είχε βρει το σπίτι τους ανάστατο. Ήταν «η αρχή του μεγάλου λάθους». Από το αντάρτικο αρχηγείο του Γκύζη έφτασε η εντολή να μαζευτούν στο Πολυτεχνείο, με όπλα και πυρομαχικά, για να αντιμετωπίσουν τους Άγγλους και τους Έλληνες συνεργάτες τους. Έγινε μάχη, επιτέθηκαν οι Άγγλοι, κι αυτός, δεκαοχτώ χρονών παιδί, παραδόθηκε – η οικογένεια έμενε τότε στην οδό Ηρακλείτου, στο Κολωνάκι. Όσοι πιάστηκαν μεταφέρθηκαν μαζί με άλλους συλληφθέντες των Δεκεμβριανών σε κάτι τολ στις ρίζες του Υμηττού. Μερικοί άλλοι, όπως αυτός, στάλθηκαν εκεί κοντά για να εκτελεστούν σ’ έναν τοίχο. Ανάμεσά τους κι ένα κορίτσι, η Βέρα. Τότε δεν ήξερε πως μόλις είχε αρχίσει το μακελειό που θα χώριζε για πολλά χρόνια τους Έλληνες στα δύο. Τους καλούς και τους κακούς, τους εθνικόφρονες και τους κουκουέδες, τους «πατριώτες» και τους «πράκτορες των Ρώσων»: «Κι εγώ χρεώθηκα με τους κακούς και με τους κακούς θα τελειώσω την υπόλοιπη ζωή που μου μένει να ζήσω».
Έπειτα άρχισαν να ρίχνουν τα όπλα. Οι σφαίρες έκαναν κόσκινο τους συντρόφους του, μα αυτός μόνο τραυματίστηκε. Θαύμα; Κάποιοι τον μετέφεραν σ’ ένα νοσοκομείο, μαζί με τραυματισμένους Άγγλους στρατιώτες. Ειδοποίησε μ’ ένα αγόρι τη μητέρα του, την Πόπη, κι εκείνη κατέφθασε στο νοσοκομείο.
«Αθήνα 23.11.1945. Αφέθη ελεύθερος ο Νικόλαος Κούνδουρος αριστερών φρονημάτων, συλληφθείς ως ύποπτος διά εκτελέσεις εθνικοφρόνων. Ο υιός του δημοκρατικού πολιτευτή Ιωσήφ Κούνδουρου κατηγορηθείς διά τον φόνον εθνικοφρόνων πολιτών και προσαχθείς ενώπιον του ανακριτού αφέθη ελεύθερος μετά από πολύωρον διαδικασίαν λόγω μη επαρκών στοιχείων κατηγορίας προερχομένων από ανωνύμους πληροφοριοδότας κα πράκτορας της ασφαλείας».
Μετά έγινε ο Εμφύλιος και τον στείλανε ως αριστερό στη Μακρόνησο, όπου έκατσε τρία χρόνια. Επέστρεψε στο σπίτι του και ασχολήθηκε με τον κινηματογράφο. Το 1954 προβλήθηκε η πρώτη του ταινία, η Μαγική πόλη, λίγο δραματική και λίγο νουάρ, στο ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού, που γυρίστηκε στο Δουργούτι, τον σημερινό νέο Κόσμο:
«Σε ένα τέτοιο ταξίδι [από τη Μακρόνησο στην Αθήνα] χρεώθηκα να μεταφέρω ένα γράμμα από το πρώτο Τάγμα του νησιού στη μητέρα ενός φαντάρου. Ήτανε η μάνα του Άρη Αλεξάνδρου. Έτσι βρέθηκα στο Δουργούτι, συνοικισμό προσφύγων του ’22, που στέγασε ένα μέρος από το πρώτο κύμα των Ρωμιών της Σμύρνης… Έψαχνα μέρες να βρω τη μάνα του συντρόφου και κάποια στιγμή, από κουβέντα σε κουβέντα, κάποιοι μου έδειξαν μια ξύλινη καλύβα…»
Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν φίλος του Κούνδουρου, έναν χρόνο πιο μεγάλος. Μια μέρα του λέει: «Θέλω να κάνω κι εγώ μια ταινία». «Να κάνεις». Άρχισαν λοιπόν να βάζουν μπροστά τον μηχανισμό για το γύρισμα της ταινίας:
«Αυτός είχε φίλους. Εγώ είχα αυτόν. Βρέθηκαν συνεργάτες, βρέθηκαν τα λίγα χρήματα, στήθηκε σιγά σιγά εκείνο το μαγικό κουτί από ρολά ζελατίνας, από σενάριο, από ηθοποιούς, από τεχνικούς, από ενθουσιασμό. Όλοι όμορφοι, όλοι νέοι κι ο Μάνος χαμογελούσε τρυφερά. Και το έργο τελείωσε και όλοι τα χάσανε και εμείς πρώτοι».
Η ταινία προβλήθηκε επίσημα στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Ξάφνιασε ευχάριστα τους ειδικούς και το κοινό, διότι μέχρι τότε το φεστιβάλ δεν είχε φιλοξενήσει ελληνική ταινία. Στην Ελλάδα οι κριτικές (του Μάριου Πλωρίτη, του Κώστα Σταματίου, του Αντώνη Μοσχοβάκη, του Βίωνα Παπαμιχάλη, του Αχιλλέα Μαμάκη, της Ροζίτας Σώκου), έφεραν τον Κούνδουρο στην πρώτη γραμμή του δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος κι αυτή η πρώτη επιτυχία ήταν η αιτία που ασχολήθηκε επαγγελματικά με τον κινηματογράφο, όπου παρέμεινε ολόκληρη τη ζωή του. Κι ύστερα γύρισε τονΔράκο, το Ποτάμι, τις Μικρές Αφροδίτες, μικρούς καλλιτεχνικούς θριάμβους.
Τα δυο αδέλφια του Κούνδουρου «έφυγαν» πρόωρα, ήταν «όμορφοι, κληρονόμοι της πιο ωραίας κρητικής φυλής», όπως γράφει. Τον Ρούσσο «τον σκότωσε η μοναξιά του κι η περηφάνια του», τον Γιώργο το τσιγάρο κι η βότκα «και το ασικλίκι του το ανυπότακτο».
Ο Νίκος Κούνδουρος άφησε πίσω τη γυναίκα του, τη Σωτηρία Ματζίρη, και την κόρη του τη Διαλεχτή, άφησε επίσης τον γιο του τον Σήφη που τον απέκτησε με την Μπριτ, τη Σουηδέζα.
Βιβλίο & Τέχνες | diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου