Η ιδιαίτερη περίπτωση του Κώστα Λογαρά ως συγγραφέα (ζητώ συγνώμη εκ των προτέρων για τον διθυραμβικό τόνο που θα ακολουθήσει, καθώς δεν βρήκα διαβάζοντας τίποτα το αρνητικό στο βιβλίο), και όχι μόνο στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα αλλά στο σύνολο του έργου του, είναι τόσο καταλυτική, που σίγουρα μπορούμε να μιλάμε για έναν από τους καλύτερους δημιουργούς της περιφέρειας, για έναν άοκνο εργάτη του λόγου, που έχει ασχοληθεί κατά καιρούς με όλα του τα είδη.
Η Πάτρα: το λιμάνι όπου συνωστίζονται μετανάστες που μπουκάρουν στα φορτηγά-ψυγεία με κίνδυνο της ζωής τους προκειμένου να φθάσουν στην Ιταλία και από κει στην υπόλοιπη Ευρώπη, το κέντρο της πόλης, οι νέοι δρόμοι-στέκια της νεολαίας με τις καφετέριες και τα μπαράκια, η εξοχή κλπ. και ο Μαρίνος, ομοφυλόφιλος, νταής (όπως λέει ο Λογαράς), γκιουλέκας, που ερωτεύεται παράφορα έναν δεκαεξάχρονο, τον Στρατή, τον οποίο και σκοτώνει από πάθος σκοτεινό για να ξεπλύνει τις προσβολές που ο μικρός εκτόξευσε προς το μέρος του. Παράλληλα ο Μαρκήσιος και ο Λεό, ερωμένοι του Μαρίνου, που ο πρώτος θα καταλήξει στη Χρυσή Αυγή, όπου θα γίνει και πυρηνάρχης, και ο δεύτερος μέγας ζωγράφος σπουδαγμένος στο Παρίσι, το Βερολίνο και τη Ρώμη (αυτοί είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος και, το κυριότερο, πλην της μητέρας του Μαρίνου που ούτως ή άλλως έχει περιορισμένο χώρο και χρόνο στην εξέλιξη της υπόθεσης και της μητέρας του Λεό, η οποία ουδέποτε εμφανίζεται στο προσκήνιο, δεν υπάρχει άλλη γυναίκα στο έργο, ούτε καν αναφορά γυναικείου ονόματος).
Ο έρωτας του Μαρίνου για τον Στρατή ασφαλώς και έχει και αρχαιοελληνική καταγωγή, είναι αυτό το κρυμμένο πάθος μεταξύ ανδρών που αναζητούν την ομορφιά μεταξύ τους, που ψάχνουν την ηδονή σε ό,τι ωραιότερο η φύση έχει φτιάξει. Μετά τον θάνατο του Στρατή ο Μαρίνος καταδικάζεται σε τριάντα χρόνια φυλακή και, όταν το 2012 θα αποφυλακιστεί, όλα έχουν αλλάξει, είναι αδύνατον να ενταχθεί στην κοινωνία, δεν βρίσκει δουλειά, κυκλοφορεί με έναν σκύλο ο οποίος και είναι ο μοναδικός του φίλος. Βλέπει τον Μαρκήσιο στην TV, συναντάται μαζί του και εκείνος τον μπάζει στα άδυτα της Χρυσής Αυγής, χωρίς όμως απ’ ό,τι φαίνεται να τον ικανοποιεί μια τέτοιας μορφής διέξοδος. Συναντάται και με τον Λεό (ο Λογαράς συνεχώς περνάει αποσπάσματα της δίκης μέσα στο κεφάλαιο όπου ο ζωγράφος αποσύρεται στο εξοχικό του προκειμένου να ετοιμαστεί για την επετειακή αναδρομική του έκθεση αλλά και τη βράβευσή του στην πόλη που γεννήθηκε), και πάλι, όμως, συνομιλώντας μαζί του δεν βρίσκει αυτό που θέλει. Η κατάληξη, ψυχρή, παγερή, απερίγραπτη που επιφυλάσσει στον εαυτό του, δεν είναι σε καμιά περίπτωση τίποτα περισσότερο από την έξοδο αρχαίας τραγωδίας, από φυγή στο πεπρωμένο. Συνάμα κινούμαστε σε δύο χρονικές περιόδους: 1981, πτώση της Δεξιάς, άνοδος του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου –προσδοκίες, ελπίδες, προβληματισμοί, ανατροπές– και 2012, όταν ο Μαρίνος αποφυλακίζεται – πλατείες γεμάτες με Αγανακτισμένους, άνοδος Χρυσής Αυγής, κρίση, λιτότητα, μνημόνια.
Τινάζουμε από πάνω μας κάθε συντηρητισμό, κάθε οπισθοδρόμηση, κάθε κοσμική ιδιότητα που περιορίζει την ελευθερία της σκέψης μας, και συμπάσχουμε με έναν ήρωα –πραγματικό; φανταστικό;– που έσβησε τη ζωή του απ’ τα κατάστιχα.
Έχουμε, δηλαδή, ένα χρονικό κενό περίπου μιας τριακονταετίας, όσα χρόνια ο καταραμένος ήρωας στερείται ελευθερίας. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο συγγραφέας επί τούτου εργαζόμενος αποφεύγει να κάνει ιστορική αναδρομή σε πράγματα που οι ηλικίες που τον παρακολουθούν περισσότερο γνωρίζουν καλά αφού τα έζησαν και τα βίωσαν, και αυτή του η επιλογή ασφαλώς και μας βρίσκει σύμφωνους, καθώς μας δημιουργείται η αίσθηση ενός πάνδημου κενού τουλάχιστον τριών δεκαετιών, που δεν έχουν την παραμικρή σημασία, αξία ή οντότητα, αφού εκείνο που υπερσκελίστηκε δεν ήταν τίποτα παραπάνω από οικονομικά σκάνδαλα –όλων των ειδών–, από ανθρώπους μάλιστα υπεράνω πάσης υποψίας. Επανερχόμαστε για λίγο στο κεφάλαιο που ο Μαρκήσιος μπάζει τον Μαρίνο στο κτίριο της Χρυσής Αυγής, όπου βλέπουμε πράγματα ακατανόητα, όπου πρώην ομοφυλόφιλοι έχουν μετατραπεί σε ντουλάπες από τα αναβολικά, όπου φαίνεται η μεγάλη έρευνα που ο Λογαράς πραγματοποίησε προκειμένου να περιγράψει με αυτή τη σαφήνεια το εσωτερικό αυτού του νεοναζιστικού μορφώματος. Όπως επίσης όταν ο Λεό ανεβαίνει προς το εξοχικό του και θυμάται τι είχε καταθέσει τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι μάρτυρες στη δίκη, παίρνουμε μια γενναία δόση από αίθουσες δικαστηρίων, που δεν δικάζουν κάθε μέρα τέτοια περιστατικά ή δυστυχήματα, όταν ένας μεταέφηβος σκοτώνει έναν έφηβο για λόγους ερωτικής αντιζηλίας, πόθου και άλλων παραμέτρων που έχουν σχέση με μια παράλογη, παράδοξη και καταστροφική αγάπη.
Καταλήγουμε επισημαίνοντας την τεράστια διακριτικότητα με την οποία έχει φιλοτεχνηθεί το έργο, καθώς λίγο να ξέφευγε από έναν τρόπο γραφής άκρως συναισθηματικό θα κατέληγε σε φαρσοκωμωδία, σε πορνό, σε παραλογοτεχνία – έχοντας ένα τέτοιο θέμα, τόσο ιδιαίτερο, τόσο ιδιάζον, τόσο σκληρό. Τις ερωτικές σκηνές περισσότερο τις διαισθανόμαστε παρά τις βλέπουμε περιγραφόμενες στο χαρτί, οι διάλογοι μεταξύ των δύο ανδρών –παρουσία και τρίτων– είναι απότομοι και πνιγηροί, τέλος το ερωτικό μένος –και παρά την αρχική αντίδραση του Μαρίνου να τυλίξει το πτώμα σε ένα τσουβάλι και να το πετάξει στα σκουπίδια– είναι άφαντο και φαντασιακό, τίποτα δηλαδή που να έχει σχέση με βία, όπως τη συναντάμε σε πολλά άλλα διαβάσματά μας.
Διαβάζουμε, λοιπόν, το μυθιστόρημα του Κώστα Λογαρά Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο και τινάζουμε από πάνω μας κάθε συντηρητισμό, κάθε οπισθοδρόμηση, κάθε κοσμική ιδιότητα που περιορίζει την ελευθερία της σκέψης μας, και συμπάσχουμε με έναν ήρωα –πραγματικό; φανταστικό;– που έσβησε τη ζωή του απ’ τα κατάστιχα, δεν δημιούργησε, δεν έκανε κάτι το θετικό, ένας αρνητικός πρωταγωνιστής, καταστροφέας των πάντων.
Τα πουλιά με το μαύρο κολάρο
Κώστας Λογαράς
Καστανιώτης
224 σελ.
ISBN 978-960-03-6258-9
Τιμή: €14,84
Κώστας Λογαράς
Καστανιώτης
224 σελ.
ISBN 978-960-03-6258-9
Τιμή: €14,84
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου