12 Ιανουαρίου του 1940. Ο Αμερικανός συγγραφέας του Τροπικού του Καρκίνου, Χένρι Μίλερ, μόλις έχει εγκαταλείψει την Ελλάδα, λίγο προτού ξεσπάσει ο πόλεμος. Στη χώρα επικρατεί αναταραχή και ο Μίλερ νιώθει ότι αναγκάζεται να φύγει για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Εν πλω, γράφει στην αιώνια ερωμένη του, τη συγγραφέα Αναΐς Νιν, ένα γράμμα στο οποίο παλεύει να καταγράψει τις σκέψεις του και την εμπειρία της Ελλάδας, όπου έζησε για περίπου έξι μήνες. Αθήνα, Πελοπόννησος και νησιά. Εκεί θα γνωριστεί με τον Γιώργο Σεφέρη και τον Γιώργο Κατσίμπαλη, αλλά και με άλλους εκπροσώπους της θρυλικής πλέον «γενιάς του τριάντα».
Η Αναΐς Νιν ήταν και θα παραμείνει το καταφύγιό του για πολλά χρόνια. Έχουν περάσει δύο εβδομάδες από την αναχώρησή του και η Ελλάδα ξεθωριάζει, αλλά όχι το φως που παραμένει μέσα του. Δεν το γνωρίζει ακόμη, αλλά αυτή η άγνωστη επιστολή και οι σημειώσεις που κρατούσε όλους αυτούς τους μήνες θα αποτελέσουν τη «μαγιά» για ένα θρυλικό βιβλίο. Ένα χρόνο αργότερα θα γεννηθεί ο Κολοσσός του Αμαρουσίου, βασισμένος στην εμβληματική μορφή του Γιώργου Κατσίμπαλη.
«Αναΐς,
Δύο εβδομάδες στη θάλασσα και είναι λες και μια αυλαία έπεσε πάνω στο πρόσφατο παρελθόν. Η Ελλάδα χάθηκε και πάλι σ’ αυτό το πηγάδι της εμπειρίας. Κάτι μου συνέβη εκεί, αλλά ό,τι και αν ήταν δεν μπορώ να το επεξεργαστώ τώρα.
Δύο εβδομάδες στη θάλασσα και είναι λες και μια αυλαία έπεσε πάνω στο πρόσφατο παρελθόν. Η Ελλάδα χάθηκε και πάλι σ’ αυτό το πηγάδι της εμπειρίας. Κάτι μου συνέβη εκεί, αλλά ό,τι και αν ήταν δεν μπορώ να το επεξεργαστώ τώρα.
Δεν βρίσκομαι μεσοπέλαγα – είμαι ήδη στην Αμερική. Η Αμερική ξεκίνησε στον Πειραιά, από τη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο πλοίο. Η Ελλάδα άρχισε να σβήνει αμέσως, να πεθαίνει μπροστά στα μάτια μου. Το τελευταίο πράγμα που εξαφανίστηκε είναι το φως, το φως πάνω από τους λόφους, ένα φως που δεν ξαναείδα ποτέ πριν, το οποίο ούτε καν θα μπορούσα να είχα φανταστεί εάν δεν το είχα δει με τα μάτια μου. Το απίστευτο φως της Αττικής! Αν μπορέσω να διατηρήσω έστω και την ανάμνησή του, τότε αυτό αρκεί. Εκείνο το φως αντιπροσωπεύει για μένα την ολοκλήρωση των επιθυμιών και των εμπειριών μου.
Μέσα του είδα τη φλόγα της ζωής μου να σπαταλιέται από τη φλόγα του κόσμου. Όλα φαίνονταν να καίγονται και να γίνονται στάχτη και η στάχτη αυτή διυλιζόταν και σκορπιζόταν στον αέρα. Δεν βλέπω τι περισσότερο απ’ αυτή την εμπειρία θα μπορούσε να προσφέρει οποιαδήποτε άλλη χώρα, οποιοδήποτε άλλο τοπίο. Όχι μόνο να νιώθεις μέρος, αρμονικά, αυτής της ζωής, αλλά να μπορείς και να σωπαίνεις. Αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη εμπειρία που γνωρίζω.
Ένας θάνατος, αλλά ένας θάνατος που ντροπιάζει τη ζωή. Και τώρα, στο καράβι, στη μέση του αμερικανικού ορίζοντα, νιώθω λες και ζω με ανθρώπους που ακόμη δεν έχουν γεννηθεί, με τέρατα που ξέφυγαν από τη μήτρα πριν την ώρα τους. Δεν έχω πλέον επαφή με τίποτα. Αμυδρά μόνο θυμάμαι πως πριν από λίγο καιρό ήμουν ζωντανός, ζωντανός μέσα στο λιοπύρι. Τώρα, ένα άλλο φως δυναμώνει μέσα μου. Σαν μια αντανάκλαση από ένα ψυχρό μηχανικό κάτοπτρο. Το σπίτι είναι σκοτεινό. Μόνο η σκηνή φωτίζεται. Η αυλαία ανεβαίνει…
Χένρι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου