Ο πεζογράφος Βαγγέλης Ραπτόπουλος δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις, καθώς είναι και ευρέως γνωστός και πολυγραφότατος αλλά και αναγνωρίσιμος, αφού έχει διαβαστεί από τρεις συνεχόμενες γενιές. Όταν στη δεκαετία του '80 έγραφε τα Κομματάκια τα Διόδια και τα Τζιτζίκια, ήταν φανερή και η πορεία που θα ακολουθούσε και η συγγραφική του καριέρα που θα έκανε αλλά και η ποιότητα που θα διέκρινε τα επόμενα έργα του. Έτσι φτάσαμε στο 2005, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το Χάσαμε τον μπαμπά, βιβλίο που ενώ είχε μια πολύ καλή διαδρομή, από κάποιο σημείο και μετά έμεινε εκτός εμπορίου, μέχρι την πρόσφατη επανέκδοσή του από τις εκδόσεις Κέδρος. Ο Ραπτόπουλος στο συγκεκριμένο βιβλίο αποδεικνύει πως του ταιριάζει στη γραφή του περισσότερο το ρεαλιστικό κομμάτι της ζωής, εκείνο που έχει σταθερή βάση, εκείνο που αρμόζει σε μια φυσιολογική εξέλιξη ενός μύθου πραγματιστικού με όσα φανταστικά στολίδια και αν του βάλει, ακόμη και στην περίπτωση που ένας μπόμπιρας μπορεί να φέρει άνω κάτω μια ολόκληρη πολυκατοικία, μπορεί να αναστατώσει ένα σημαντικό κομμάτι ανθρώπων και οικογενειών που έχουν την ατυχία να ζουν δίπλα του, μπορεί αναλύοντας την προσωπικότητά τους να δημιουργήσει ένα κομφούζιο απ’ το οποίο δεν γλιτώνει κανένας. Ο Ραπτόπουλος έχει την ικανότητα να δείχνει το ρεαλιστικό ως φανταστικό και το φανταστικό ως πραγματικό, απλώς και μόνο γιατί κινείται στα όρια και των δύο τεχνών δόμησης, γιατί στέκεται στο μέσον και γιατί πολύ απλά, όταν αφηγείται, η αξία της παράθεσης του μύθου χτυπά σε δύο καρδιές, πατά σε δύο βάρκες, κατορθώνοντας πάντα να ισορροπήσει – παρά την πρώτη αντίληψη που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας και που δεν είναι άλλη από το χιουμοριστικό περιεχόμενό του, το σκωπτικό του συναίσθημα, την λογική ελευθεριότητα και τέλος την αισθητική του προσαρμογή.
Ας δούμε τώρα τι πραγματεύεται το συγκεκριμένο μυθιστόρημα: ουσιαστικά έχουμε δύο βιβλία σε ένα. Στο πρώτο ο πατέρας του αφηγητή, ο οποίος έχει χωρίσει τη μητέρα του και συζεί με την αδερφή της, περιγράφει την γκαρσονιέρα στην οποία και συνευρίσκεται ερωτικά με την ερωμένη του, τόσο μάλιστα διακριτικά και αναλυτικά που το συγκεκριμένο σπίτι γίνεται οικείο σε όλους μας, λες και το κατοικούμε όλοι μας. Στο δεύτερο βιβλίο ο προέφηβος γιος του περιγράφει τα κατορθώματά του, στα οποία και προβαίνει από αντίδραση στον χωρισμό των γονιών του. Η γκαρσονιέρα γίνεται αρχαίος βωμός ερωτικού πάθους, η ιστορία του μικρού καταντά πρελούδιο αναστάτωσης και πονηριάς. Η γκαρσονιέρα περνά ως ιστορία μέσα από το μάτι της βελόνας –τόσο πειστική είναι η αναπαράστασή της–, τα πεπραγμένα του μικρού κυριολεκτικώς μένουν στην ιστορία ως το απλό ευρηματικό σημείο της συγγραφικής έμπνευσης. Πλην της μητέρας, της γιαγιάς ενός ερωτικού δεσμού του γιου σε ηλικία 31 ετών χωρίς αίσιο τέλος και κάποιων άλλων γυναικών με μικρότερο ρόλο, δεν υπάρχει άλλο πρόσωπο στο μυθιστόρημα, άρα με κατάλληλο δέσιμο το συγκεκριμένο βιβλίο ανεβαίνει και στο θέατρο ή μεταφέρεται με επιτυχία στον κινηματογράφο, κάτι πιστεύω που είναι κάτι παραπάνω από εφικτό. Ο μπαμπάς πεθαίνει από έμφραγμα, η μητέρα θρηνεί το ίδιο και η θεία ως ερωμένη, ο νεαρός που αναπτύσσεται πενθεί και όντως προσπαθεί να ξεφύγει απ' τις δαγκάνες του πατέρα χωρίς να τα καταφέρνει. Καθώς, το αντίθετο, μεταχειρίζεται τις δικές του επιλογές –δηλαδή το γράψιμο– και έτσι το ταξίδι στη Θεσσαλονίκη αποδεικνύεται μάλλον λάθος, αφού θεία και ανιψιός σχεδόν έλκονται ερωτικά – χωρίς φυσικά να συμβαίνει κάτι, το οποίο όμως ο συγγραφέας το αφήνει ανοιχτό για τη δεύτερη ανάβαση στην πόλη. Τέλος, ο μικρός ταραξίας θα ενηλικιωθεί πολύ γρήγορα, θα γίνει ένας άνδρας ο οποίος δεν θα ξεπεράσει ποτέ τον χωρισμό των γονιών του, δεν θα ξεπεράσει ποτέ την παιδική του αδυναμία σε αυτόν, θα συνταχτεί δίπλα στη μάνα του όσο μπορεί χωρίς να κάνει όμως σημαντικές υποχωρήσεις, ενώ η θεία, το ερωτικό αντικείμενο, το σκοτεινό του πόθου, τον κατακλύζει ερωτικά, τόσο που σε κάθε γυναίκα που ερωτεύεται ψάχνει να βρει στοιχεία που να μοιάζουν σε εκείνη.
Έχει την ικανότητα να δείχνει το ρεαλιστικό ως φανταστικό και το φανταστικό ως πραγματικό, απλώς και μόνο γιατί κινείται στα όρια και των δύο τεχνών δόμησης, γιατί στέκεται στο μέσον και γιατί πολύ απλά, όταν αφηγείται, η αξία της παράθεσης του μύθου χτυπά σε δύο καρδιές, πατά σε δύο βάρκες.
Το μυθιστόρημα Χάσαμε τον μπαμπά του Βαγγέλη Ραπτόπουλου είναι τόσο απολαυστικό, που παρά το γεγονός ότι και στην αρχή αλλά και σε ολόκληρο το σώμα έχουμε ως πρωταγωνιστή έναν απόντα, η ζωντάνια του, η χαλαρότητα της ατμόσφαιρας και του ύφους, η σκωπτικότητα που το διακρίνει και η συνεχής φαρσοκωμωδία που παρελαύνει είναι τόσο έντονα, ώστε δικαιολογούν αυτή την αναφορά. Μη σκεφτεί βέβαια κανείς ότι ο συγγραφέας μεταχειρίζεται εύκολα υλικά σε αυτή την προσπάθεια, το αντίθετο – με πολύ προσεγμένες σκηνές, εικόνες ή περιγραφές φέρνει σε αίσιο πέρας τη δημιουργική του ιδέα, σε σημείο μάλιστα που να μιλάμε για ένα απ' τα καλύτερα βιβλία του. Γιατί τόσο η γκαρσονιέρα, τόπος ερωτικός στον οποίο όμως οι ερωτικές φάσεις είναι έως ανύπαρκτες, όσο και πολύ περισσότερο οι φλεγματικές ενέργειες ενός πιτσιρικά, ο οποίος ενώ δεν ξέρει τίποτα από ζωή πετυχαίνει να δρομολογήσει μια τεράστια αναστάτωση σε ανθρώπους που μοιράζονται μαζί του την ίδια στέγη, είναι τόσο προσεγμένες, μετρημένες, διαυγείς και όμορφες, που όχι μόνο δεν μας αφήνουν αδιάφορους αλλά το μας τοποθετούν σε ένα πλαίσιο κοντά στο οποίο βρέθηκαν πολλοί από εμάς βιώνοντας έναν χωρισμό και έναν θάνατο, δηλαδή τα δυο τρίτα των απωλειών που ένας προέφηβος μπορεί να αντιμετωπίσει. Ο μικρός μας ήρωας μόνο ανεργία του πατέρα δεν βίωσε, έτσι ώστε, αν συνέβαινε και αυτό, να είναι στην υπόλοιπη ζωή του ένας παντελώς χαμένος.
Χάσαμε τον μπαμπά
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Κέδρος
320 σελ.
ISBN 978-960-04-4853-5
Τιμή: €14,90
Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Κέδρος
320 σελ.
ISBN 978-960-04-4853-5
Τιμή: €14,90
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου