Το 2012 στην Πάτρα διεξήχθη ένα επιστημονικό συμπόσιο οργανωμένο απο το Δίκτυο Πολιτικών Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΠΑΕ) του Πανεπιστημίου Πατρών με θέμα «Το περιοδικό Αντί από τη δικτατορία στη Μεταπολίτευση: Αντίσταση και εναλλακτική προοπτική», με σκοπό τη διερεύνηση της περίπτωσης του περιοδικού Αντί, το οποίο έβγαινε από το 1972 έως το 2008 ως μια εναλλακτική, κομματικά ανεξάρτητη φωνή στον χώρο της ενημέρωσης, όπως και την αποτίμηση των ιδεών και της συμβολής του στη διαμόρφωση πολιτικής κουλτούρας στην Ελλάδα μετά το 1974.
Ο Χρίστος Παπουτσάκης, ο εκδότης του Αντί που άφησε εποχή στην ιστορία του ελληνικού αδέσμευτου τύπου με τη ριζοσπαστική και ανεξάρτητη φωνή της μαχητικής του δημοσιογραφίας, ήταν και θερμός θιασώτης της ιδέας για τη βαλκανική ενότητα. Πρακτική απόδειξη για την ευαισθησία και τις ανησυχίες του αυτές ήταν η έκδοση από τους Φίλους του περιοδικού Αντί της Ανθολογίας βαλκανικής ποίησης Αίμος. Η πολιτισμική και πολιτιστική συγγένεια των λαών των Βαλκανίων είναι αναμφισβήτητη, παρ’ όλη τη διαφορετικότητα των εθνικών προελεύσεών τους. Είναι γεγονός ότι η προσέγγιση των λαών μέσα από τη λογοτεχνία τους εμποδίστηκε μέχρι σήμερα από τη διαφορετικότητα των γλωσσών της χερσονήσου του Αίμου, αλλά και από τις ιστορικές συγκυρίες στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη και την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, από καταπιεστικά καθεστώτα, από δικτατορίες, βίαιες αντιπαραθέσεις, εμφύλιους σπαραγμούς και έντονες εθνικιστικές διαμάχες. Οι ιστορικές, κοινωνικοπολιτικές, θρησκευτικές και εθνοτικές διαφορές μεταξύ των λαών της περιοχής μας τους έχουν προκαλέσει –σε αρκετές περιστάσεις– αγεφύρωτα χάσματα και αδυναμία επικοινωνίας· ωστόσο, οι πολιτισμικοί δεσμοί, η συνάφεια και η συγγένεια στη σκέψη και την έκφραση ενυπάρχουν σ’ όλους τους βαλκάνιους λαούς. Η ανθολογία Αίμος, την οποία ο εκδότης του περιοδικού Αντί Χρ. Παπουτσάκης εμπνεύστηκε ύστερα από μια γνωριμία με τον Βούλγαρο λογοτέχνη Στ. Γκέτσεβ, και την επιμελήθηκε ομάδα μεταφραστών, φιλολόγων και ποιητών, είναι ένα συλλογικό έργο, το οποίο προσπαθεί να δώσει απάντηση στην ερώτηση πόσο γνωρίζουμε την παραδοσιακή και τη σύγχρονη λογοτεχνία των βαλκανικών χωρών, επιδιώκει να σκιαγραφήσει τη γνώση μας για τους κλασικούς ποιητές των γειτόνων μας. Φιλόδοξη και πρωτοποριακή σε μεγάλο βαθμό, πρόθεση των εκδοτών ήταν η έκδοση αυτή να κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε επτά κύριες-κυρίαρχες βαλκανικές γλώσσες, χωρίς τη μεσολάβηση της αγγλικής, με στόχο την προσέγγιση, την επικοινωνία και την επαφή των γειτονικών –σε γεωγραφικό αλλά και σε πολιτισμικό επίπεδο– βαλκανικών λαών.
Η ιστορία της σύλληψης της Ανθολογίας άρχισε τον Μάρτη του 1993 στους Δελφούς σε μια συνάντηση με θέμα: «Βαλκάνια: Εθνικοί πολιτισμοί και κοινό μέλλον. Οι διανοούμενοι των Βαλκανίων κατά του πολέμου». Εκεί ο Χρ. Παπουτσάκης συναντήθηκε με τον Βούλγαρο ποιητή Στ. Γκέτσεβ, ο οποίος είχε συλλάβει την ιδέα της έκδοσης μιας ανθολογίας για τη βαλκανική ποίηση. Λίγες μέρες μετά, το τεύχος 517 (19.03.93, σελ. 54) του Αντί δημοσίευσε το σύντομο κείμενο του ποιητή με τίτλο «Να γνωρίσουμε πριν μιλήσουμε».
Πρέπει να αναγνωρίσουμε τη μεγάλη αξία του έργου αυτού σε μια εποχή η οποία ενθαρρύνει την καλλιέργεια και την ανάδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας, αλλά στην οποία συντελούνται ταυτόχρονα διεργασίες ενσωμάτωσης σε ευρύτερα σύνολα. Το αίτημα των εκδοτών, όπως διατυπώνεται στον πρόλογο της έκδοσης, είναι «να διατηρηθεί η πολυμορφία, αλλά και να αναπτυχθούν τα ενοποιητικά στοιχεία, ως εγγύηση της ειρήνης αλλά και της διασφάλισης των ιδιαιτεροτήτων». Η επικοινωνία μεταξύ των λαών αυτών εξακολουθεί να είναι δυσχερής, κυρίως εξαιτίας του γλωσσικού φράγματος, το οποίο εμποδίζει να διαπιστωθεί ο κοινός βαλκανικός πολιτισμός που βρίσκεται στις ρίζες όλων των λαών της χερσονήσου του Αίμου. Είναι γεγονός ότι οι λαοί που ζουν γύρω από τη ραχοκοκαλιά του Αίμου έχουν ελάχιστη γνώση των ιδιαιτεροτήτων των γειτόνων τους, του λογοτεχνικού τοπίου τους. Οι οδοί της μεταξύ τους πολιτιστικής επικοινωνίας μέχρι πολύ πρόσφατα συνήθως περνούσαν μέσω μεγάλων ευρωπαϊκών εστιών δημιουργίας, όπως είναι το Παρίσι, το Λονδίνο, η Μόσχα ή το Βερολίνο. Για να μεταφραστεί κάποιο κλασικό, πλέον, για μια από τις λογοτεχνίες αυτές έργο, έπρεπε να φέρει τη σφραγίδα της κριτικής απήχησης ή του αναγνωστικού ενδιαφέροντος των μεγάλων γλωσσών της Ευρώπης. Η έκδοση της Ανθολογίας βαλκανικής ποίησης επιδιώκει τη συμβολική άρση αυτής της δυσχέρειας επικοινωνίας και αποτελεί πρώτης τάξεως πολιτιστικό γεγονός. Απέναντι στη διαμορφούμενη κυριαρχία των μεγάλων γλωσσών, η Ανθολογία λαμβάνει τη διάσταση και μιας έμπρακτης χειρονομίας πιστοποίησης της σημασίας, της αυτοτέλειας, αλλά και της πολιτισμικής ιδιαιτερότητας των «μικρών» ή λιγότερο ομιλούμενων γλωσσών της Ευρώπης που αξίζει να υποστηριχθούν.
Η Ανθολογία αποτελεί ένα πανόραμα των κλασικών ποιητών, των άμεσα επιδραστικών, στο πλαίσιο της εθνικής λογοτεχνίας τους. Συγκέντρωσε δείγματα από τους αναγνωρισμένους κλασικούς και σύγχρονους ποιητές των χωρών της χερσονήσου του Αίμου, ανοίγοντας διαύλους επικοινωνίας μέσω της γνωριμίας των αναγνωστών με δημιουργούς βεληνεκούς, όπως ο Μαυροβούνιος Νέγκος, ο Αλβανός Φίστα, ο Ελληνας Κάλβος, ο Ρουμάνος Εμινέσκου ή η Βουλγάρα Μπαγκριάνα, για να αναφέρουμε μόνο ελάχιστα δείγματα των ανθολογούμενων ποιητών.
Η πολιτιστική ενότητα των χωρών αυτών αποδεικνύεται από τα κοινά αναγνωριστικά στοιχεία στη λαϊκή παράδοση: στην ποίηση, το τραγούδι, τον χορό, τα έθιμα, τις παραδόσεις και τα ενδυματολογικά στοιχεία. Στο εισαγωγικό σημείωμα των εκδοτών αναφέρεται ότι «ποικίλες ιστορικές συγκυρίες συνέδεσαν τους λαούς της χεσονήσου του Αίμου και ανέπτυξαν αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ τους, εξαιτίας και του οθωμανικού ζυγού». Η συγκρότηση των εθνικών κρατών κατά τον 19ο αιώνα και οι μετέπειτα πολιτικές διαφορές μεταξύ τους δημιούργησαν διάσταση μεταξύ των κρατών, χωρίς όμως να κατορθώσουν να καταλύσουν την αίσθηση κοινότητας. Παράλληλα καλλιεργήθηκε σειρά μυθευμάτων για τις δήθεν «σοβαρές» διαφορές των λαών, και ένας από τους στόχους της Ανθολογίας είναι η απομυθοποίησή τους.
Σε μια εποχή που οι πολύπαθες βαλκανικές χώρες βρίσκονται εντός ή προ των θυρών της Ενωμένης Ευρώπης, η οποία σήμερα πλέον λειτουργεί είτε σαν κοινό κτήμα είτε σαν κοινό όνειρο, αλλά προπαντός σαν αντίβαρο στα φαινόμενα του εθνικισμού και αλυτρωτισμού και στις όσες αντιπαραθέσεις τις ταλαιπώρησαν και τις ταλαιπωρούν, τέτοιες προσπάθειες είναι πρωτόγνωρες και ελπιδοφόρες. Η παράδοση και η λογοτεχνία των Βαλκανίων μπορούν πραγματικά να σταθούν σαν ενωτικός κρίκος στα Βαλκάνια για σύγκλιση, συνεργασία και αρμονική συνύπαρξη μεταξύ λαών που έχουν πολύ περισσότερα κοινά από ό,τι τους δίδαξαν σε καιρούς δίσεκτους τα τοπικά πολιτικά καθεστώτα και οι εθνικές τους κουλτούρες. Από τη σκοπιά αυτή, η Ανθολογία αποτελεί προϋπόθεση και ένα βήμα για συνεννόηση, εποικοδομητικό διάλογο, αλληλοκατανόηση μεταξύ των γειτόνων. Τα Βαλκάνια είναι μια μεγάλη δεξαμενή ιδεών, διαφορετικών αντιλήψεων και πολιτισμών. Γνωρίζοντας καλύτερα, μέσα από τέτοιες προσπάθειες, τις διαφορετικές συνιστώσες των λαών που συγκροτούν τον πλούτο της περιοχής αυτής, διαπιστώνουμε τις κοινές ανησυχίες, τις κοινές προοπτικές και την κοινή ανάγκη για συνεργασία στην αντιμετώπιση των προκλήσεων, που ολοένα γίνονται επιτακτικότερες.
Η υλοποίηση της ποιητικής ανθολογίας Αίμος δημιουργεί μια νέα αντίληψη πολυπολιτισμική, που αντιπαρατίθεται στις τάσεις ομογενοποιήσης και προτάσσει μια πνευματική κοινότητα και ερεθίσματα αλληλογνωριμίας. Από τη σκοπιά αυτή η πολύγλωσση διαμόρφωση της Ανθολογίας, η εκτύπωση επτά διαφορετικών τόμων, όπως ήταν η αρχική ιδέα, σε καθεμιά από τις βαλκανικές γλώσσες, με τον κάθε τόμο να περιέχει το σύνολο των κειμένων στη γλώσσα του, αποτελεί μια νέα, εντελώς πρωτότυπη ιδέα.
Οι Φίλοι του περιοδικού Αντί δεν εξέδωσαν μια ανθολογία σκοπιμότητας που να απευθύνεται σε έναν μικρό κύκλο αναγνωστών, αλλά ένα έργο πνοής και διαβαλκανικής εμβέλειας. Με τη σεμνότητα που τον διέκρινε, ο Χρ. Παπουτσάκης έλεγε ότι η Ανθολογία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως κάτι τελειωμένο. Πρωτότυπο εγχείρημα που συμβάλλει στη γνωριμία με την ποιητική παράδοση των γειτονικών χωρών και τις ξεχωριστές ιστορικές στιγμές που η πνευματική δημιουργία συνέδεσε και αποτύπωσε σε σπάνιο και πολύτιμο λόγο, εκλάμβανε την έκδοση αυτή απλώς σαν μια προσπάθεια για ένα έργο που ευχόταν να το συνεχίσουν άλλοι στο μέλλον, στο πνεύμα μιας ουσιαστικής επικοινωνίας μεταξύ των βαλκανικών λαών. Και μόνο επειδή υλοποίησε την ιδέα αυτή, αρχικά εμπνευσμένη από μια σημαίνουσα προσωπικότητα των βουλγαρικών γραμμάτων, τον Στ. Γκέτσεβ, δίνοντας σάρκα και οστά ενός πνευματικού οράματος, στον Χρ. Παπουτσάκη αξίξει ένα πανβαλκανικό «εύγε».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου