Ο Αντώνης Φωστιέρης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1953. Σπούδασε Νομικά στην Αθήνα και Ιστορία Δικαίου στο Παρίσι. Από το 1971 μέχρι σήμερα δημοσίευσε τα ποιητικά βιβλία: Το Μεγάλο Ταξίδι, Εσωτερικοί χώροι ή Τα είκοσι, Σκοτεινός Έρωτας, Ποίηση μες στην Ποίηση, Ο διάβολος τραγούδησε σωστά, Το θα και το να του θανάτου, Η σκέψη ανήκει στο πένθος, Πολύτιμη Λήθη, Ποίηση 1975-2010, Τοπία του Τίποτα. Δεκαοκτώ μεταφράσεις βιβλίων του έχουν κυκλοφορήσει από έγκυρους εκδοτικούς οίκους στο εξωτερικό (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Δανία, Ισπανία, Ιταλία, Αλβανία, Σερβία, Η.Π.Α., Αργεντινή). Εκδότης και διευθυντής του περιοδικού Η Νέα Ποίηση (1974-1976), συνδιευθυντής της ετήσιας έκδοσης Ποίηση (1975-1981), συνεκδότης και διευθυντής του λογοτεχνικού περιοδικού Η Λέξη (1981-2010). Του έχουν απονεμηθεί το Διεθνές Βραβείο Καβάφη (1993), το Βραβείο Βρεττάκου του Δήμου Αθηναίων (1998), το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2004), το Βραβείο Ποίησης του περιοδικού Διαβάζω (2004) και, για το σύνολο του έργου του, το Βραβείο Ποίησης της Ακαδημίας Αθηνών (2010).
Ποια ήταν τα πρώτα σας διαβάσματα;
Τα πρώτα βιβλία που κράτησα στα χέρια μου ήταν βέβαια τα παιδικά της εποχής. Παραμύθια εικονογραφημένα, ποιηματάκια αφηγηματικά και ηθικοπλαστικά, ιστορίες από τη Βίβλο. Και μια παμπάλαιη συλλογή των μύθων του Αισώπου, κειμήλιο από τα παιδικά χρόνια της μάνας μου, με σμπαραλιασμένη ράχη απ’ την πολυχρησία. Λίγο αργότερα ο Γεροστάθης του Λέοντος Μελά, ο Τομ Σόγερ, ο Χοκ Φιν και ο Ρομπέν των Δασών. Αλλά πάνω απ’ όλα το υπέροχο Χωρίς οικογένεια του Έκτορα Μαλό: Θα πρέπει να το είχα διαβάσει περισσότερες από πενήντα φορές, με μάτια διαρκώς βουρκωμένα, που κάθε φορά, μόλις η μαμά Μπαρμπερίνα υποδεχόταν τον μικρό Ρεμί και πήγαινε να δανειστεί από τη γειτονιά βούτυρο και αυγά για να του φτιάξει τηγανίτες, ήταν αδύνατον πια να συγκρατήσουν το ποτάμι τα δάκρυα. (Και αυτή τη στιγμή που το διηγούμαι, σαν να μου ανεβαίνει ένας κόμπος στον λαιμό.) Ώσπου, μαθητής τετάρτης Δημοτικού στο Μαράσλειο, αναλαμβάνω χρέη βιβλιοθηκαρίου. Έχω το κλειδί της πλούσιας βιβλιοθήκης στην τσέπη και σχεδόν κάθε μέρα δανείζομαι από ένα βιβλίο, που το διαβάζω απνευστί το βράδυ, μόλις τελειώνω τα μαθήματα. Κρατάω τη θέση του βιβλιοθηκαρίου και στις επόμενες τάξεις, οπότε, μέχρι ν’ αποφοιτήσω από το Δημοτικό ξεκοκαλίζω, με τον ίδιο πάντα αναγνωστικό οίστρο και βουτηγμένος στην ίδια αναγνωστική μαγεία, τουλάχιστον τρακόσια βιβλία – από ολόκληρο τον Ιούλιο Βερν, τον Βίκτορα Ουγκό, τον Αλέξανδρο Δουμά και τον Τζακ Λόντον ως τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον Καρκαβίτσα, τον Νιρβάνα και την Πηνελόπη Δέλτα, για να μην προσθέσω τα διαβάσματα από τη βιβλιοθήκη του πατέρα μου, που είχε όλη τη λογοτεχνική σειρά του Ελευθερουδάκη και του Ζηκάκη. Ποτέ άλλοτε στη ζωή μου δεν διάβασα τόσο πολλά βιβλία σε τόσο λίγο χρόνο και με τέτοιο ιλιγγιώδη ρυθμό.
Και η πρώτη σας επαφή με την ποίηση;
Ποιητικές συλλογές δεν διέθετε η μαθητική βιβλιοθήκη. Έτσι, τα πρώτα ποιήματα που διάβασα ήταν εκείνα τα απλοϊκά των σχολικών αναγνωστικών και κάποια από τις συλλογές που βρήκα στα ράφια του πατέρα μου, Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό. Η μεγάλη όμως ανακάλυψη ήταν όταν συνάντησα τυχαία, στο σπίτι μιας θείας μου, την τρίτομη ποιητική Ανθολογία του Περάνθη, που ξεκινούσε από τη μεταβυζαντινή περίοδο κι έφτανε ως τις μέρες μας. Τότε ανοίχτηκε μπροστά μου η θέα μιας καινούριας επικράτειας, που θέλησα διακαώς να την επισκεφτώ, και ενδεχομένως να την κατοικήσω. Ήμουν άλλωστε πολύ μεγάλος πλέον. Είχα μπει στο Γυμνάσιο.
Πότε ξεκίνησε το ταξίδι σας στη συγγραφή;
Οι περισσότεροι πεζογράφοι λένε ότι ξεκίνησαν γράφοντας ποίηση. Όμως εγώ, αφού ξεκίνησα διαβάζοντας πεζογραφία, φυσικό ήταν να επιχειρήσω αρχικά να γράψω πεζό – το πρώτο βήμα στην τέχνη είναι η μίμηση, συχνά και το τελευταίο. Μιλάμε για κάτι αναιμικά διηγηματάκια, κάτι κοινότοπες ιστοριούλες, μια φιλόδοξη απόπειρα ναυτικού μυθιστορήματος, που μετά βίας έφτασε στο δεύτερο κεφάλαιο. Απελπισία. Το πρώτο ποίημα το έγραψα έντεκα χρονών, μαθητής της πέμπτης τάξης. Ήτανε Μάιος και το ποίημα μιλούσε, αφελώς βεβαίως, για την άνοιξη («Ο Μάης κέντησε ένα χαλί / Και πάλι σκέπασε όλη τη γη»…). Η αλήθεια είναι πως η ποίηση ευθύς εξαρχής μού άσκησε μια ακατανίκητη γοητεία, ίσως γιατί ήταν αδύνατον να εξηγήσω πώς κατάφερνε να συμπυκνώνει σκέψη και συγκίνηση μέσα σε τόσο λίγες λέξεις, λέξεις κοινόχρηστες, θαμπές, που ήξερε να τους δίνει καινούρια γυαλάδα, αλλά και σημασίες πέρα από αυτές του λεξικού. Μια γλώσσα μες στη γλώσσα, που έκανα επίμονες προσπάθειες να τη συλλαβίσω.
Και οι πρώτες δημοσιεύσεις;
Ώς το τέλος εκείνης της χρονιάς είχα γράψει αρκετά ποιήματα, τα οποία πίστευα πως είχαν πλέον αγγίξει την τελειότητα κι έπρεπε με κάποιον τρόπο να τα κοινοποιήσω. Ήμουν τώρα μαθητής της έκτης και είχα για δάσκαλο τον διευθυντή του σχολείου. Του υπέβαλα λοιπόν την ιδέα για την έκδοση μιας μαθητικής εφημερίδας, εκείνος μου την ανέθεσε, και τον Γενάρη κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο του Σχολικού Πνεύματος, με ένα ποίημά μου για τα Χριστούγεννα. Η εφημερίδα έβγαλε πέντε ή έξι φύλλα, και με την αποφοίτησή μας εξέπνευσε οριστικά. Από την επόμενη χρονιά ξεκίνησε η συνεργασία μου με την υπέροχη Διάπλαση των Παίδων και σιγά σιγά με άλλα έντυπα της εποχής – και με άλλα έντυπα των εποχών που ακολούθησαν.
Ποια ήταν η αφορμή για να εκδοθεί η συλλογή σας Τοπία του Τίποτα;
Ο κύριος λόγος ήταν το γεγονός πως είχε γραφτεί ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ποιημάτων που ολοκλήρωναν έναν κύκλο, σχημάτιζαν ευκρινές σύνολο και μπορούσαν να συνυπάρξουν κάτω από την ίδια στέγη ενός βιβλίου. Είχαν άλλωστε περάσει ακριβώς δέκα χρόνια από την προηγούμενη συλλογή (η Πολύτιμη Λήθη κυκλοφόρησε το 2003, ταΤοπία του Τίποτα το 2013) και ήταν μόλις το ένατο βιβλίο σε διάστημα σαράντα δύο χρόνων, ξεκινώντας από Το Μεγάλο Ταξίδι που εκδόθηκε το 1971, ή σαράντα οκτώ αφότου άρχισα να δημοσιεύω. Η ποίηση είναι περισσότερο μια τέχνη της σιωπής παρά τέχνη του λόγου, και έχω πάντα προ οφθαλμών το παράδειγμα των 154 ποιημάτων του Καβάφη, που δείχνουν πως σε αυτό το πεδίο το λίγο είναι συχνά περισσότερο από το πολύ. Για να απαντήσω όμως στην ουσία της ερώτησής σας, που υποθέτω πως αναφέρεται πρωτίστως στα ίδια τα ποιήματα και όχι στην έκδοση της συλλογής, θα πω ότι το κύριο έναυσμα για τα περισσότερα απ’ αυτά, αλλά και για τον τίτλο του βιβλίου, υπήρξε το ερέθισμα από τον –φαινομενικά μακρινό και ασύμβατο προς την ποίηση– χώρο της σύγχρονης φυσικής, η οποία διαπίστωσε ότι σε υποατομικό επίπεδο το μέγιστο μέρος της ύλης είναι κατ’ ουσίαν άυλο, αφού αποτελείται από κενό, κάτι που για τα δικά μας αισθητήρια ισοδυναμεί με το Μηδέν και το Τίποτα. Και που σημαίνει ότι αυτή η τόσο στέρεη πραγματικότητα που μέσα της ζούμε είναι μια πραγματικότητα σχεδόν εικονική, ο κόσμος που μας περιβάλλει μια σειρά από τοπία του Τίποτα, η ενσάρκωση, εντέλει, μιας ποιητικής φαντασίωσης.
Οι περισσότεροι πεζογράφοι λένε ότι ξεκίνησαν γράφοντας ποίηση. Όμως εγώ, αφού ξεκίνησα διαβάζοντας πεζογραφία, φυσικό ήταν να επιχειρήσω αρχικά να γράψω πεζό – το πρώτο βήμα στην τέχνη είναι η μίμηση, συχνά και το τελευταίο.
Γράφετε: «Σαν τους ποιητές. Που με χαρτί για σάβανο / Κηδεύουνε / Σε κάθε λέξη έναν απόμακρο εαυτό. Έναν ξένο». Μήπως η ποίηση είναι μια μορφή έκφρασης του εσωτερικού συναισθηματικού κόσμου;
Φυσικά, αυτό είναι. Όμως η έμφαση των συγκεκριμένων στίχων εντοπίζεται στην ιδιότητα του εαυτού ως απόμακρου, ως ξένου. Γιατί, πριν από την «έκφραση του εσωτερικού κόσμου», είναι αναγκαία η αποκρυπτογράφηση της παράξενης ύπαρξης που κατοικεί σ’ αυτόν τον εσωτερικό κόσμο, οικειοποιείται το όνομά μας και πεισματικά υποστηρίζει πως εκείνη είμαστε εμείς. Η σχέση μας μαζί της είναι σχέση ταυτότητας αλλά και ετερότητας, αφού τα χαρακτηριστικά και η ιδιοσυγκρασία της αυτοδικαίως γίνονται δικά μας, είτε το θέλουμε είτε όχι. Η ατέλειωτη αλυσίδα των κληρονομούμενων ιδιοτήτων, από τη γενεαλογία μας και από τις λοιπές ιδιοτροπίες της φύσης, καθορίζουν αποφασιστικά την εσωτερική και την εξωτερική μας φυσιογνωμία, έτσι ώστε ο εαυτός μας να είναι το Εγώ και ταυτόχρονα ένας ξένος, ένας Άλλος. Πού όμως εμπλέκεται σε όλα αυτά η ποίηση; Πιστεύω ότι εκείνη ακριβώς είναι που μπορεί κατεξοχήν να λειτουργήσει σαν βυθοκόρος για να ανασκάψει τον ενδότερο, ψυχικό και πνευματικό χώρο, να εξορύξει στοιχεία που κρύβονται μέσα του και παραμένουν άγνωστα ή ασυνειδητοποίητα από εμάς τους ίδιους, σκέψεις κι αισθήματα που συγκεκριμενοποιούνται μόνο μέσα από τη διαδικασία της γραφής. Έτσι ώστε, με μιαν άλλη οπτική, να είμαστε εμείς που καλούμαστε να εκφράσουμε στην πράξη την ποίηση που βγαίνει από τα σπλάχνα μας, και όχι εκείνη να εκφράσει εμάς.
Λέτε: «Μετά το ποίημα / Οι ποιητές / Νιώθουν θλιμμένοι». Μπορεί το έργο των ποιητών να είναι παρεμβατικό για την κοινωνία;
Όχι, δεν πιστεύω ότι είναι, ούτε ότι μπορεί να είναι, ούτε καν ότι πρέπει να είναι. Οι άνθρωποι που γράφουν ποιήματα δεν είναι πολιτικοί ηγέτες για να δίνουν ιδεολογικές ή πρακτικές κατευθύνσεις, ούτε δημοσιογράφοι ή αρθρογράφοι για να παρεμβαίνουν σχολιάζοντας τα τρέχοντα γεγονότα του κοινωνικού γίγνεσθαι. Έχουν περάσει αρκετοί αιώνες από τότε που ο Αριστοτέλης το όρισε με σαφήνεια στην Ποιητική του: «Η γαρ ποίησις τα καθ’ όλου λέγει». Δεν προσπαθεί να πείσει, να χειραγωγήσει, να παρέμβει στο εκάστοτε «καθ’ έκαστον» του καθημερινού βίου, όσο σημαντικό και αν είναι αυτό. Γιατί το «καθ’ έκαστον» αποτελεί τμήμα μικρό τού «καθ’ όλου», που απλώς εμφανίζεται με άλλη μορφή κάθε φορά, με χιλιάδες άλλες μορφές, διαρκώς ανανεούμενες στο διηνεκές.
Διαβάζουν σήμερα οι Έλληνες ποίηση;
Και βέβαια διαβάζουν. Ως απόλυτος αριθμός ή ακόμη και ως ποσοστό του γενικού πληθυσμού μπορεί να φαίνεται ομάδα αμελητέα, ωστόσο το σημερινό αναγνωστικό κοινό της ποίησης είναι σαφώς διευρυμένο σε σχέση με το κοινό του «παλιού καλού καιρού», όταν ο Σεφέρης, λογουχάρη, μπορεί να είχε γίνει γνωστός ήδη με την πρώτη του εμφάνιση, αλλά οι συλλογές του κυκλοφορούσαν σε εκατόν πενήντα ή διακόσια αντίτυπα. Αν μάλιστα συγκρίνουμε τον μικρό ελληνόφωνο πληθυσμό (εντός και εκτός των συνόρων μας) με τον πληθυσμό μεγάλων χωρών και γλωσσών, εύκολα διαπιστώνουμε ότι η ποίησή μας έχει αναλογικά το μεγαλύτερο ακροατήριο, σε αρκετές μάλιστα περιπτώσεις πολλαπλασίως μεγαλύτερο. Όπως επίσης βλέπουμε ότι, ακόμα και στη συνείδηση ανθρώπων που δεν έχουν ανοίξει ποτέ τους ποιητικό βιβλίο (και είναι φυσικά οι περισσότεροι), η ποίηση εξακολουθεί να διατηρεί το κύρος της και να εμπνέει, έστω ως αφηρημένη ιδέα, έναν μικρό ή μεγάλο σεβασμό.
Πολλοί νέοι γράφουν ποίηση. Το όνειρό τους είναι να εκδοθούν οι στίχοι τους. Παλαιότερα περίμεναν με αγωνία να αποκτήσει οντότητα η πρώτη τους ποιητική συλλογή. Σήμερα ανεβάζουν τα ποιήματά τους στο διαδίκτυο. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να βοηθήσει την ποίηση;
Φοβάμαι ότι αυτή η τεράστια ευκολία που παρέχει το διαδίκτυο στην άμεση, αδιαμεσολάβητη (και δωρεάν) διακίνηση των ποιημάτων που γράφονται μπορεί να εξελιχθεί σε πολύ μεγάλη δυσκολία. Διότι, απ’ αυτή την πληθώρα των κειμένων που διαχέονται από όλους προς όλους, και με δεδομένη την απουσία οποιασδήποτε έγκυρης κριτικής αποτίμησής τους, δημιουργείται τελικά η εικόνα ενός λογοτεχνικού πολτού, όπου τα πάντα ομογενοποιούνται, και δυσκολεύεται κανείς να ξεχωρίσει την ήρα από το στάρι. Τα αυστηρά και –κατά το δυνατόν– αντικειμενικά κριτήρια αξιολόγησης έχουν υποκατασταθεί από την ανταλλαγή ενθουσιωδών σχολίων, καθώς ο ένας επιδαψιλεύει ουρανομήκεις επαίνους στον άλλον, περιμένοντας να του επιστραφούν εντός ολίγου – με αποτέλεσμα ο ανύποπτος αναγνώστης να πελαγοδρομεί αβοήθητος από ιστοσελίδα σε ιστοσελίδα και από ανάρτηση σε ανάρτηση.
Άρα η έκδοση ενός βιβλίου εξακολουθεί να είναι η ασφαλέστερη οδός;
Δυστυχώς όχι. Και στον παραδοσιακό χώρο του βιβλίου το τοπίο έχει μεταβληθεί σημαντικά, επί τα χείρω βεβαίως. Παλαιότερα, μια ποιητική συλλογή που κυκλοφορούσε από εκδοτικό οίκο είχε, αν μη τι άλλο, το εχέγγυο της επιλογής της από κάποια επιτροπή ή από τον ίδιο τον εκδότη, ο οποίος εντάσσοντάς τη στο πρόγραμμά του διακινδύνευε όχι μόνο το κύρος του αλλά και το κόστος παραγωγής του βιβλίου. Αν ήθελες να βγάλεις βιβλίο και δεν έβρισκες εκδότη, πήγαινες σε ένα τυπογραφείο, έδινες τα χειρόγραφα και το εξέδιδες ιδίοις αναλώμασι, ως ιδιωτική έκδοση. Έτσι έβγαλα κι εγώ τις πρώτες μου συλλογές, έτσι και πολλοί άλλοι ομότεχνοι εκείνη την εποχή. Σήμερα, είναι παγκοίνως γνωστό ότι αρκετοί εκδοτικοί οίκοι είναι πρόθυμοι να εκδώσουν οποιοδήποτε βιβλίο με κλειστά μάτια, χωρίς καμιά διαδικασία επιλογής, αρκεί να εισπράξουν ένα ποσόν, καθόλου ευκαταφρόνητο συνήθως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η κατ’ ουσίαν ιδιωτική έκδοση εμφανίζεται ψευδώς ως επιλογή του εκδοτικού οίκου και ο ανύποπτος αναγνώστης πελαγοδρομεί πάλι, στη θάλασσα των βιβλίων αυτή τη φορά. Γι’ αυτό και κανένας αναγνώστης δεν είναι ανύποπτος πλέον.
Η ποίηση είναι περισσότερο μια τέχνη της σιωπής παρά τέχνη του λόγου, και έχω πάντα προ οφθαλμών το παράδειγμα των 154 ποιημάτων του Καβάφη, που δείχνουν πως σε αυτό το πεδίο το λίγο είναι συχνά περισσότερο από το πολύ.
Για δεκαετίες ήσασταν συνεκδότης και διευθυντής του περιοδικού Η Λέξη. Πώς συνδυάζατε την ιδιότητα του ποιητή με τις άλλες δύο ιδιότητες;
Η εργασία του διευθυντή και εκδότη ενός λογοτεχνικού περιοδικού (διότι περί εργασίας πρόκειται, τακτικής, χρονοβόρας και υπεύθυνης) είναι, νομίζω, από τις πιο συμβατές με την ιδιότητα ενός ανθρώπου που γράφει ο ίδιος ποίηση, καθώς συνίσταται περισσότερο στην κριτική αξιολόγηση και σε μια «σκηνοθετική» ή «ενορχηστρωτική» οργάνωση παρά στην πρωτότυπη παραγωγή λόγου, που θα μπορούσε να φθείρει και να αλλοιώσει τη βαθύτερη σχέση με τον πυρήνα της γλώσσας, την πρώτη ύλη της λογοτεχνικής γραφής. Η ενασχόλησή μου με την έκδοση τηςΛέξης επί τριάντα χρόνια και για 205 τεύχη –αλλά και παλαιότερα, στα φοιτητικά μου χρόνια, με την έκδοση του περιοδικού Η Νέα Ποίηση και στη συνέχεια κάποιων ποιητικών ανθολογιών– δεν ένιωσα ποτέ να μου δημιουργούν κάποιο εμπόδιο ή διχοστασία. Αντίθετα, η αγάπη μου για τη λογοτεχνία και για τους ανθρώπους της βρήκε το καλύτερο περιβάλλον για να συντηρηθεί, με τρόπο παραγωγικό. Και είμαι ευγνώμων στην τύχη, γιατί χάρη στη λογοτεχνία συναναστράφηκα ανθρώπους ταλαντούχους, καλλιεργημένους, συγκροτημένους ως προσωπικότητες, αλλά και πνευματώδεις, ευρηματικούς, χαριτωμένους στην προσωπική επαφή. Η γνωριμία και η σχέση με τους περισσότερους, άλλωστε, δεν έγινε μόνο κατά την «εκδοτική» μου διαδρομή˙ είχε ξεκινήσει πολύ πριν, καθώς από πολύ μικρός δημοσίευα σε λογοτεχνικά έντυπα και ήδη στα δεκάξι μου έβγαλα την πρώτη συλλογή, στα δεκαοκτώ τη δεύτερη, στα είκοσι την τρίτη.
Τι ήταν αυτό που έκανε τη Λέξη να διακριθεί και να αντέξει στον χρόνο;
Κυρίως, νομίζω, η ποιότητα των κειμένων των συνεργατών της, αλλά και η διακριτή φυσιογνωμία του περιοδικού, που έμεινε σταθερή σε όλη της τη διαδρομή, ακριβώς τριάντα χρόνια, από τις αρχές του 1981 ως τα τέλη του 2010. Και επειδή ένα περιοδικό δεν είναι μια προσωπική αλλά μια κατεξοχήν συλλογική κατάθεση, μπορώ με μεγαλύτερη άνεση και χωρίς αναστολές να πω ότι ναι, πράγματι, πιστεύω πως η Λέξη υπήρξε μια ιδιαίτερα σημαντική παρουσία στον λογοτεχνικό χώρο, δίνοντας βήμα σε πολύ ενδιαφέροντες –και σε σπουδαίους– ποιητές, συγγραφείς, μελετητές, μεταφραστές, κριτικούς, που συνολικά πρέπει να ξεπερνούν τους χίλιους πεντακόσιους. Και η αισθητική εμφάνιση τηςΛέξης έπαιξε άλλωστε ρόλο καθοριστικό, αφού το κάθε τεύχος, από το πρώτο ως το τελευταίο, το εικονογραφούσε εξ ολοκλήρου ένας εξέχων εικαστικός καλλιτέχνης, διαφορετικός κάθε φορά, με πρωτότυπα σχέδια και ζωγραφική.
Μέσα από το περιοδικό Η Λέξη μεγάλωσαν γενιές. Πώς νιώθετε όταν ένας από τους παλιούς σας αναγνώστες, που τώρα εργάζεται σε έντυπο ή ηλεκτρονικό μέσο, σας ζητά να του δώσετε συνέντευξη;
Με συγκινεί το γεγονός ότι υπάρχει μια διάρκεια στη ζωή αυτής της λογοτεχνικής συντεχνίας και μια ανανεούμενη κινητικότητα χάρη στις νεότερες γενιές, είτε με δημοσιεύσεις και εκδόσεις είτε με κριτικές, μελέτες, συνεντεύξεις ή δημόσιες εκδηλώσεις, που αποτελούν τις πιο σίγουρες ένδείξεις πως δεν «απέσβετο το λάλον ύδωρ», αλλά θα συνεχίσει να κελαρύζει και στο μέλλον. Ούτως ή άλλως, μόνο το μέλλον και η προοπτική του μέλλοντος μπορούν να αξιοποιήσουν το κάθε εγχείρημα: να νοηματοδοτήσουν το παρόν, αλλά και να σώσουν το παρελθόν από τα νύχια της λήθης.
Τοπία του Τίποτα
Αντώνης Φωστιέρης
Καστανιώτης
96 σελ.
ISBN 978-960-03-5634-2
Τιμή € 12,72
Αντώνης Φωστιέρης
Καστανιώτης
96 σελ.
ISBN 978-960-03-5634-2
Τιμή € 12,72
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου