Ο Γουσταύος Φλομπέρ δεν χρειάστηκε να βιώσει την εμπειρία των μαζικών κινημάτων και της δημοκρατίας του 20ού αιώνα, ούτε ασφαλώς του διαδικτύου, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και της τηλεόρασης, προκειμένου να αντιληφθεί το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα των σημερινών δυτικών κοινωνιών: την δημιουργία ενός νέου τύπου «ηλιθίου», εξαιτίας του μαζικού χαρακτήρα της ζωής και της ασυναρτησίας των αποσπασματικών γνώσεων. Ο Μπουβάρ και ο Πεκυσέ, οι ήρωες του ομώνυμου ανολοκλήρωτου μυθιστόρηματος Bouvard et Pécuchet, αντιγραφείς αμφότεροι, γνωρίζονται μια ημέρα τυχαία στο παρισινό boulevard Bourdon, συνδέονται στενά και, δοθείσης της ευκαιρίας, χάρη σε μια κληρονομιά, εγκαθίστανται στην Νορμανδία, όπου επιχειρούν με μεγάλο ενθουσιασμό να γνωρίσουν τις διάφορες επιστήμες και δραστηριότητες, θεωρητικές και πρακτικές, του ανθρώπου. Η αντίληψή τους όμως είναι περιορισμένη και οι γνώσεις τους ελλιπείς, σκόρπιες κι επιφανειακές. Αποτυγχάνουν τόσο στις όποιες πρακτικές εφαρμογές αποπειρώνται, όσο και στην κατανόηση ή την εμβάθυνση των προβλημάτων. Αποκαρδιωμένοι από τόσες αποτυχίες, σύμφωνα με το σχέδιο του Φλομπέρ για το τέλος του βιβλίου, αποφασίζουν να επιστρέψουν στην παλιά τους τέχνη, την αντιγραφή. Πιθανότατα ένα από τα βιβλία που θα αντέγραφαν θα ήταν καιΤο λεξικό των προκατασκευασμένων αντιλήψεων (Le dictionnaire des idées reçues), το οποίο, απ’ ό,τι φαίνεται, ο συγγραφέας θα παρέθετε ως επίμετρο στο τέλος του τόμου. Το όλο πνεύμα του βιβλίου φωτίζεται μάλιστα ακόμη περισσότερο από τον υπότιτλο που σκεφτόταν πιθανότατα να δώσει στο έργο του ο Νορμανδός μυθιστοριογράφος:Εγκυκλοπαίδεια της ανθρώπινης βλακείας (Encyclopédie de la bêtise humaine).
Ορισμένες λέξεις-κλειδιά, όπως αντιγραφή/αντιγραφείς και προκατασκευασμένος, αρκούν ίσως για να μας αποκαλύψουν το βαθύτερο χαρακτηριστικό του κάθε Bouvard και Pécuchet της ζωής, που δεν είναι καθυστερημένοι ή αγράμματοι –κάθε άλλο–, ανήκουν εντούτοις στον διαβασμένο όχλο. Επιγραμματικά: την παντελή απουσία δημιουργικής σκέψης (που θα έδινε μορφή και συνοχή σ’ έναν κυκεώνα ασύνδετων γνώσεων) και την παθητική πρόσληψη ετοιμοπαράδοτων ιδεών και αντιλήψεων.
Ορισμένες λέξεις-κλειδιά, όπως αντιγραφή/αντιγραφείς και προκατασκευασμένος, αρκούν ίσως για να μας αποκαλύψουν το βαθύτερο χαρακτηριστικό του κάθε Bouvard και Pécuchet της ζωής, που δεν είναι καθυστερημένοι ή αγράμματοι –κάθε άλλο–, ανήκουν εντούτοις στον διαβασμένο όχλο. Επιγραμματικά: την παντελή απουσία δημιουργικής σκέψης (που θα έδινε μορφή και συνοχή σ’ έναν κυκεώνα ασύνδετων γνώσεων) και την παθητική πρόσληψη ετοιμοπαράδοτων ιδεών και αντιλήψεων.
Υπάρχει ωστόσο και η ελληνική –πιο παραδοσιακή αλλά και επιφανειακότερη– εκδοχή της βλακοκρατίας. Το ζήτημα απασχόλησε έναν Έλληνα κοινωνιολόγο, τον Ευάγγελο Λεμπέση, του οποίου το σύντομο σύγγραμμα εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία τα τελευταία χρόνια, σε επανέκδοση: Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών. Εδώ, επίσης, βλάκας είναι ο «κοινωνικός βλάκας», η μετριότητα –και όχι, φυσικά, ο νοητικά καθυστερημένος–, η οποία στερείται κάθε πνευματικής πρωτοτυπίας και κάθε δημιουργικής ιδέας. Το ενδιαφέρον είναι πως εκτός των βλακών των οποίων η ανικανότητα τούς τοποθετεί στις υποδεέστερες θέσεις της κοινωνίας, ο Λεμπέσης αντιλαμβάνεται σωστά ότι υπάρχει και μια άλλη κατηγορία, πολυπληθής, η οποία καταλαμβάνει, αντιθέτως, σημαντικά πόστα. Και αυτό διότι ο ξύπνιος, ο πονηρός, ο επιτήδειος αποτελούν ουσιαστικά υποδιαιρέσεις του βλακός. Ένα άλλο στοιχείο που διευκολύνει την κοινωνική τους άνοδο, κατά τον συγγραφέα, είναι το γεγονός ότι «η λεγεών των βλακών ωθείται ακατανικήτως προς την αγέλην και προς τις πάσης φύσεως οργανώσεις», ενώ την ίδια στιγμή παρατηρείται μια αγαστή σύμπνοια μεταξύ τους.
Ο Λεμπέσης φτάνει βέβαια στο σημείο να υποστηρίξει πως κι ο απατεώνας αποτελεί υποκατηγορία του βλακός και ότι η ανηθικότητα είναι αποκλειστικό προνόμιο των ηλιθίων, πράγμα που δεν μπορεί κανείς να το αποδεχτεί εύκολα. Ωστόσο, αν μου επιτραπεί να συγκρίνω τα δύο βιβλία, του Φλομπέρ και του Λεμπέση –το πρώτο, κλασικό έργο ενός γίγαντα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και το δεύτερο, ενδιαφέρον πόνημα ενός ευφυούς κοινωνιολόγου– το Μπουβάρ και Πεκυσέ αποπνέει την απειλή της μαζικής δημοκρατίας και της μετριοκρατίας, ενώ το βιβλιαράκι του Έλληνα επιστήμονα, όπως άλλωστε υπαινίσσεται και ο τίτλος του, θεωρεί την ύπαρξη και τις δραστηριότητες των ηλιθίων απολύτως χρήσιμες, διότι υπηρετούν τον κοινωνικό διαφορισμό (δηλαδή συμβάλλουν στη διαμόρφωση της κοινωνικής ανισότητας), άνευ του οποίου, καθώς ισχυρίζεται, δεν υπάρχει κοινωνία. Δεν αντιλαμβάνεται, δηλαδή, ο Λεμπέσης το εκρηκτικό μείγμα που σχηματίζεται, όταν αυτό το ενδεχομένως διαχρονικό φαινόμενο της βλακείας/μετριοκρατίας συμμειγνύεται για πρώτη φορά με τις αντιλήψεις περί ισότητας, περί δικαιωμάτων του ανθρώπου και τις αξίες της δημοκρατίας.
Πρόσφατα, επειδή φαίνεται πως η βλακεία είναι βαθιά ριζωμένη στην ανθρώπινη φύση, εμφανίστηκε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων και ένα άλλο μικρό βιβλίο, το Εγχειρίδιο βλακείας, στις εκδόσεις Τόπος. Ο συγγραφέας του, Διονύσης Χαριτόπουλος, δεν έχει ασφαλώς τις επιστημονικές αξιώσεις του Λεμπέση ούτε ουσιαστικά επιχειρεί μια εμβάθυνση του φαινομένου. Όμως παρουσιάζει τα πράγματα με πολύ χιούμορ, διαθέτει δε και μια ιδιαίτερη αίσθηση των λέξεων (η παράθεση, για παράδειγμα, ενός μεγάλου αριθμού συνωνύμων για τον ηλίθιο είναι απολαυστική). Ουσιαστικά δεν αποκλίνει από τα συμπεράσματα του Λεμπέση πάνω στο θέμα, απλώς τα παρουσιάζει μ’ ένα διαφορετικό ύφος, σε μια πολύ πιο σύγχρονη και αρκετά κομψή γλώσσα.
Αλλά η κριτική των δύο αυτών ελληνικών βιβλίων για την ανθρώπινη βλακεία δεν είναι το θέμα μου. Αυτό που με απασχολεί είναι η σωρεία περιπτώσεων που δύσκολα θα τις κατέτασσες στην μία ή στην άλλη κατηγορία, των ευφυών ή των ηλιθίων, οι οποίες, κατά τους δύο συγγραφείς, χωρίζουν την ανθρωπότητα σε δύο σαφώς διακριτά μέρη (παρ’ όλες τις αποχρώσεις). Και δεν εννοώ, φυσικά, όσους κινούνται στον ενδιάμεσο χώρο, τους ανήκοντες δηλαδή στο limbo της ανθρώπινης νόησης, αλλά όσους επιδεικνύουν σε ορισμένους τομείς μια εντυπωσιακή ευφυΐα και σε άλλους μια απερίγραπτη ηλιθιότητα.
Κανείς δεν θα αμφισβητούσε, νομίζω, το απόφθεγμα του Ντιντερό πως η δυσπιστία είναι συχνά το κουσούρι του ηλιθίου, ενώ η ευπιστία το ελάττωμα του έξυπνου ανθρώπου (Pensées philosophiques). Αλλά μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ευπιστία και η αφέλεια μιας ευφυούς προσωπικότητας; Άκουσα χρόνια πριν μια περίφημη συνέντευξη (της δεκαετίας του ’70, αν θυμάμαι καλά) της Χάνα Άρεντ προς την γερμανική τηλεόραση. Ρωτήθηκε μια ορισμένη στιγμή από τον λόγιο δημοσιογράφο τι συνέβη και ένας άνθρωπος σαν τον Μάρτιν Χάιντεγκερ μπόρεσε να παρασυρθεί, αρχικά τουλάχιστον, από τον ναζισμό. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: «Μα ο Χάιντεγκερ» απάντησε η Άρεντ «ήταν εύπιστος και αφελής σαν ένα μικρό παιδί».
Φαίνεται τελικά πως όποιος δεν έχει την ψυχή του μικρού παιδιού όχι μόνο δεν εισέρχεται στην βασιλεία των ουρανών (Ματθαίος ΙΗ΄,3) μα ούτε καν στο Πάνθεον των μεγαλοφυών.
Αλλά και ο Ποιητής του Μποντλέρ, που προσομοιάζει με τα θαλασσοπούλια, τα Άλμπατρος, και όταν πετάει φτερουγίζει μεγαλοπρεπής μα σαν κάνει να βηματίσει πάνω στο κατάστρωμα γίνεται γελοία αδέξιος, δεν θα μπορούσε να συσχετισθεί και με την ευφυΐα;
Φυσικά, ουδέποτε όλα τούτα με έκαναν να αμφισβητήσω την βαθύνοια του Χάιντεγκερ ή το διεισδυτικό βλέμμα του εμπνευσμένου Ποιητή. Θέλω απλώς να τονίσω το πόσο άνισοι συχνά είμαστε. Ακόμη και οι σημαντικότεροι ανάμεσά μας. Υπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις λιγότερο σαφείς. Δεν ξέρω πράγματι πώς να χαρακτηρίσω τον Κινέζο μαθηματικό, διάνοια στον τομέα του, που τον συναντούσα, πριν από δεκαετίες, στο κυλικείο του ξένου πανεπιστημίου. Απέναντι στα περισσότερα ζητήματα της ζωής έδειχνε εντελώς ηλίθιος. Και τι να πεις για ταλαντούχους καλλιτέχνες, συγγραφείς, μουσικούς, ζωγράφους, κινηματογραφιστές, ηθοποιούς, που όχι απλώς διαθέτουν ένα χάρισμα αλλά έχουν μια πολύ δημιουργική παρουσία στον χώρο τους, μα την ίδια στιγμή στερούνται παντελώς κρίσεως και διακρίσεως σε πολλά άλλα σοβαρά ζητήματα; Για σειρά διακεκριμένων επιστημόνων γιατρών, φιλολόγων, οικονομολόγων ή άλλων, οι οποίοι σε σημαντικά θέματα σπάνια καταφέρνουν να εκφράσουν έναν σωστό συλλογισμό και καταλήγουν συνήθως σε λάθος συμπεράσματα; Άφησε δε που υπάρχει και ο τύπος του ευφυούς μεν αλλά ανόητου. Μήπως λοιπόν είναι ορθότερο να μιλάμε για πολλαπλή νοημοσύνη, για διαφόρων ειδών δηλαδή ευφυΐες, καταπώς φαίνεται να προτείνουν ορισμένες σχολές της ψυχολογίας;
Τα πράγματα πάντως περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν υπεισέρχονται κι άλλοι παράγοντες όπως τα πάθη (που ως γνωστόν θολώνουν τον νου), ο συναισθηματισμός (που αμβλύνει την οξυδέρκεια, σε αντίθεση με το αίσθημα που βαθαίνει την αντίληψη), οι τραυματικές εμπειρίες ή δεν ξέρω τι άλλο. Και δεν υπάρχει ίσως πιο πρόσφορο έδαφος προκειμένου να διαδραματίσουν όλα τούτα τα στοιχεία έναν ακόμη πιο βαρύνοντα ρόλο από τον χώρο της πολιτικής. Γι’ αυτό και συχνά συναντάς αρκετά έξυπνους κατά τα λοιπά ανθρώπους να υποστηρίζουν τις πλέον βλακώδεις πολιτικές απόψεις.
Θυμάμαι πως όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση ένα παλιρροϊκό κύμα πρωτοφανούς βλακείας και ανοησίας σάρωσε τα πάντα. Ήταν σχεδόν σπάνιο να συναντήσεις έναν άνθρωπο με καθαρή σκέψη. Οι λαοί, άλλωστε, στην προσπάθειά τους να αποσείσουν τις δικές τους ευθύνες, αναζητούν λυσσαλέα τον αποδιοπομπαίο τράγο: τους εβραίους, τους κομμουνιστές, την δεξιά, τους Αμερικανούς, τους Γερμανούς, τις τράπεζες, τον γείτονα. Μπορούμε εντούτοις να κατατάξουμε, ελαφρά τη καρδία, όλα αυτά τα πλήθη στο «πνευματικό προλεταριάτο»; Δύσκολο να το δεχτείς. Εγώ πάντως προσωπικά, ως ένδειξη καλής θελήσεως, το αρνούμαι.
Οι περισσότεροι είμαστε εν τέλει άνισοι, το επαναλαμβάνω – ακόμη και ως προς την ευφυΐα. Μας το διδάσκει η ίδια εμπειρία της ζωής. Εξάλλου περιστασιακά είμαστε όλοι βλάκες, σημειώνει ο Μούζιλ στον Περί βλακείας λόγο του. Αυτά και άλλα πολλά συλλογιζόμουν τις προάλλες, κατευθυνόμενος από την Μητροπόλεως προς την πλατεία Συντάγματος, όταν κάποιος περαστικός στο απέναντι πεζοδρόμιο με φώναξε με το όνομά μου. Στάθηκα ξαφνιασμένος και αντίκρισα έναν παλιό μου γνώριμο, που είχα να τον συναντήσω τουλάχιστον δέκα χρόνια. Ήταν ένας διακεκριμένος δικηγόρος, συνετός και μετρημένος άνθρωπος, ικανός να επιλύσει και τα πλέον περίπλοκα νομικά θέματα. Θα τον είχα συστήσει ανεπιφύλακτα σε κάποιον που είχε ανάγκη από συμβουλές σε αυτόν τον τομέα. Ήξερα πάντως, από κάποιον κοινό μας φίλο, ότι τον είχε πρόσφατα εγκαταλείψει η γυναίκα του και πως το έφερε βαρέως.
Χαιρετηθήκαμε εγκάρδια και μια ορισμένη στιγμή με ρώτησε: «Μένεις εδώ κοντά;» «Εδώ δίπλα» απάντησα. «Άλλωστε, το ξέρεις, Απόστολε, εγώ είμαι άνθρωπος του κέντρου». «Είναι πρακτικό το κέντρο» έκανε «αλλά το γνωρίζεις, φαντάζομαι, πως εδώ ψεκάζουν συνεχώς». «Τι εννοείς;» ψέλλισα, προσπαθώντας να καταλάβω. «Μα, απλώς, ότι ψεκάζουν περισσότερο στις πυκνοκατοικημένες περιοχές, για να μας αποβλακώσουν όλους. Ψάξε στο διαδίκτυο και θα τα βρεις όλα. Μέχρι και ντοκιμαντέρ υπάρχουν».
«Μάλλον έχεις δίκαιο» είπα, μετά από κάποιον δισταγμό. «Και τα έχουν σίγουρα καταφέρει, το βλέπω κι εγώ. Εις το επανιδείν». Και συνέχισα την πορεία μου προς το Σύνταγμα, παρατηρώντας μελαγχολικά τα βαριά κι απειλητικά σύννεφα που συσσωρεύονταν πάνω από τον Υμηττό.
«Μάλλον έχεις δίκαιο» είπα, μετά από κάποιον δισταγμό. «Και τα έχουν σίγουρα καταφέρει, το βλέπω κι εγώ. Εις το επανιδείν». Και συνέχισα την πορεία μου προς το Σύνταγμα, παρατηρώντας μελαγχολικά τα βαριά κι απειλητικά σύννεφα που συσσωρεύονταν πάνω από τον Υμηττό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου