Με χρονική απόσταση εβδομήντα ετών, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με το διήγημα «Πατέρα στο σπίτι!» (1895) και ο Μπομπ Ντίλαν με το τραγούδι «Ballad of Hollis Brown» (1964) ασχολήθηκαν με το θέμα της απέραντης φτώχειας και απομόνωσης σκηνογραφώντας δύο σύντομες ιστορίες για τη μοίρα δύο επταμελών οικογενειών – μιας που ζει σε κάποια αθηναϊκή φτωχογειτονιά και μιας σε κάποια απομακρυσμένη φάρμα της Νότιας Ντακότας. Και οι δύο οικογένειες βιώνουν την υπέρτατη εξαθλίωση, έχουν απομείνει παντελώς αβοήθητες, και συναντούν και οι δύο το φρικτό τους πεπρωμένο από μια καταληκτική πατρική απόφαση.
Στην ιστορία του Σκιαθίτη ο πατέρας, Μανώλης Φλοεράκης, εγκατέλειψε τη γυναίκα του Γιαννούλα Πολυκάρπου και τα τέσσερα παιδιά τους (καθώς ένα τέκνο ανεκλήθη ενωρίς εις τον κήπον τον ανθηρόν) στο πεπρωμένο τους, που δεν είχε να εγγυηθεί τίποτα διαφορετικό από την επαιτεία ή από έναν αργό θάνατο από ασιτία. Στην ιστορία του Αμερικανού τραγουδοποιού, ο Χόλις Μπράουν πήρε την απόφαση να θανατώσει τα έξι μέλη της οικογένειάς του πριν και τη δική του αυτοκτονία, θέλοντας να προλάβει την επαιτεία ή το τέλος του θανάτου από ασιτία.
Και στις δύο ιστορίες οι δύο λογοτέχνες επιλέγουν την ωμή και ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας, που ενισχύει τον σκοπό της κοινωνικής διαμαρτυρίας και των δύο έργων. Κι ενώ για τον Ντίλαν των χιλίων προσώπων ο ωμός ρεαλισμός δεν θα μπορούσε να μοιάζει αλλόκοτα βαλμένος ή αταίριαστα καινοτόμος, για τον Παπαδιαμάντη είναι ένας τρόπος όχι συνηθισμένος.
Το ασυνήθιστο για τον Ντίλαν είναι ότι στον blues ρυθμό της «Μπαλάντας του Χόλις Μπράουν» δεν εμπεριέχεται –ή δεν έχει γίνει γνωστό ότι εμπεριέχεται– κανένα αυτοβιογραφικό στοιχείο, και μοιάζει με μια έμπνευση του Ντίλαν απευθείας βγαλμένη από το δημοσιογραφικό κείμενο μιας εφημερίδας (όπως συνέβη με το τραγούδι «The Lonesome Death of Hattie Carroll»). Αντίθετα, το διήγημα «Πατέρα στο σπίτι!» περιέχει πολλές στιγμές αυτο-αναφοράς, ακόμα και αυτο-σαρκασμού, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Ένα κύριο στοιχείο της γραφής του Παπαδιαμάντη, η συμμετοχή –συνήθως– της φύσης, αλλά στην ιστορία αυτή και των αντικειμένων, όχι ως ατμοσφαιρικού φόντου αλλά ως δρώντων στοιχείων της πλοκής, συναντάται απρόσμενα και σε αυτό το τραγούδι του Ντίλαν.
Στην ιστορία του Παπαδιαμάντη η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίας γωνίας, ετέθη εις αχρηστίαν. [...] Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά. [...] Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε σπάσει προ τριών ημερών [...] Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε τρυπώσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη.
Στην ιστορία του Ντίλαν η καλύβα καταρρέει, τα χόρτα γίνονται μαύρα, το πηγάδι έχει στερέψει από νερό, στον τοίχο κρέμεται ένα τουφέκι, και όπως σε άλλα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που συμμετέχουν δραστικά στην πλοκή τα ζώα –με κύριο παράδειγμα φυσικά το «Μοιρολόι της φώκιας»– στην «Μπαλάντα του Χόλις Μπράουν» οι αρουραίοι τρώνε το αλεύρι, η φοράδα δυστροπεί, ένα τσακάλι ουρλιάζει έξω μακριά στην ερημιά, και φυσικά συμμετέχει και η φύση, καθώς πνέουν επτά ριπές αέρα και οι πυροβολισμοί ακούγονται σαν τον λυσσαλέο παφλασμό του ωκεανού.
«Τα ίδια πενιχρά αντικείμενα από μόνα τους καθορίζουν και περιγράφουν το σκηνικό φτώχειας, τώρα που η στέρηση τα έχει αχρηστέψει αναδεικνύονται σε φθεγγόμενες οντότητες: μιλούν μέσα από τη σιωπή και την πλήρη αχρηστία» γράφει ο εκλιπών Νικήτας Παρίσης στο βιβλίο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Τρία Διηγήματα: Αναζήτηση της αφηγηματικής λογικής (εκδόσεις Μεταίχμιο).
Και τα δυο κείμενα απεικονίζουν τη φθορά που προκαλεί στον άνθρωπο η ανέχεια, την αλλοίωση των ηθών του. Μας φτάνουν στο συμπέρασμα ότι οι αποτρόπαιες επιπτώσεις της φτώχειας εξαρτώνται από το ήθος του ανθρώπου που καλείται να την αντιμετωπίσει. Ο Παπαδιαμάντης δημιουργεί μια πατρική φιγούρα δόλια, σε αντίθεση με τον Ντίλαν: ο Μανώλης Φλοεράκης είναι ένας φυγόπονος μέθυσος που με κάθε είδους δικαιολογία υπεκφεύγει από τη δουλειά του ξυλουργείου του, ενώ ο Χόλις Μπράουν αναζητά, μάταια, μια δουλειά. Ο πρώτος αφήνει τη γυναίκα και τα παιδιά του να βρουν τον θάνατο, αδιάφορος, ενώ ο δεύτερος τους παίρνει τη ζωή ακριβώς επειδή δεν μπορεί να βαστήξει το θέαμα της αργής, αναπόφευκτης πορείας προς τον θάνατο. Ο Χόλις Μπράουν παραδίδεται, εντελώς απελπισμένος, και αποδέχεται και για τον εαυτό του την ίδια μοίρα με την οικογένειά του, ενώ ο Μανώλης Φλοεράκης εγκαταλείπει την οικογένεια για να περισώσει τον εαυτό του.
Ένα άλλο κοινό στοιχείο των δύο έργων είναι η άγρια κριτική προς την τυφλή εξάρτηση της κοινωνίας από τον πλούτο: ο Ντίλαν εμμέσως πλημμυρίζει όλο το τραγούδι με την αδιαφορία του περίγυρου προς το δράμα του Χόλις Μπράουν, ώσπου την εκφράζει και άμεσα με την ποιητική φράση οι άδειες σου τσέπες σου λένε πως δεν έχεις κανέναν φίλο. Ο Παπαδιαμάντης το πετυχαίνει με την εισαγωγή στην ιστορία του Κουμπάρου, που έχει πολλά στοιχεία (κομματική ιδιότητα, εισόδημα δίχως μόχθο, παρουσιαστικό) που διαχρονικά συνθέτουν μια διεφθαρμένη προσωπικότητα, και φέρνει όλο και συχνότερα τρόφιμα στην οικογένεια – την οποία και εγκαταλείπει όταν διαπιστώνει ότι ο ιδιοτελής του σκοπός οδηγείται προς την αποτυχία, λόγω της ηθικής της Γιαννούλας. Η ηθική και υπερηφάνεια της Γιαννούλας μοιάζει να καθρεφτίζει και το ευρύτερο παπαδιαμαντικό ήθος.
Ο Παπαδιαμάντης και ο Ντίλαν ξεδιπλώνουν, με τα δύο αυτά, όχι διάσημα έργα τους, τη δεξιότητά τους σε ένα λογοτεχνικά πολύ δύσκολο θέμα: της βαθιάς φτώχειας των πιο χαμηλών στρωμάτων. Σ’ ένα θέμα όπου κινδυνεύει διαρκώς να παρασυρθεί κανείς σε υπερβολές, περιττούς συναισθηματισμούς ή και λαϊκισμούς, ίσως παίζουν και οι δύο με τη «φωτιά», παραθέτοντας βαριές εικόνες εξαθλίωσης των παιδιών για να εντείνουν τα συναισθήματα. Αν κάποιος σήμερα έγραφε ότι τα παιδιά σου είναι τόσο πεινασμένα που δεν ξέρουν πώς να χαμογελάσουν (Ντίλαν) ήμε σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μειδίαμα (Παπαδιαμάντης), είναι σίγουρο ότι θα έμπαινε σε μπελάδες.
Η γραφή, συμπληρώνει σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου ο Νικήτας Παρίσης, πολύ εύκολα «γλιστράει σε κοινοτοπίες ή καταφεύγει σε ένα είδος “κοινωνικής” ρητορικής. Πολλές φορές, όταν το τριμμένο θέμα δημιουργεί συγγραφική δυστοκία, η λογοτεχνική γραφή φαίνεται πενιχρή και αποφορτισμένη από ποιοτικές εντάσεις· ή, πάλι, καλύπτει τη θεματική πενία με ηχηρές μεγαλοστομίες».
Τεχνικά, ο Παπαδιαμάντης χτίζει την ιστορία πάνω στην απορία που γεννά ο εναρκτήριος διάλογος του διηγήματος: πώς έφτασε ένα από τα τέκνα της οικογένειας να ζητιανεύει, πώς περιήλθε τέτοιος ξεπεσμός; Με κύκλιο τρόπο, αφού μεσολαβεί ένας δεύτερος αφηγητής για να διηγηθεί τη βασική ιστορία, τον τρόπο του ξεπεσμού της οικογένειας στην ένδεια, η αφήγηση στο τέλος επιστρέφει στο ίδιο μικρο-περιστατικό, του παιδιού που ζητιανεύει λίγο λάδι στο μπακάλικο.
Ο Ντίλαν προ-οικονομεί το φρικτό τέλος στο μέσον του τραγουδιού, εισάγοντας μέσα στη ροή της αφήγησης τη φευγαλέα ματιά του Χόλις Μπράουν προς το τουφέκι που είναι κρεμασμένο στον τοίχο –παραπέμποντας στον Αντόν Τσέχοφ, σαφή επιρροή τόσο του Ντίλαν όσο και του Παπαδιαμάντη– πριν προχωρήσει στη σταδιακή αύξηση της έντασης προς το άγριο φονικό.
Στον Μανώλη Φλοεράκη και τον Χόλις Μπράουν, ο Παπαδιαμάντης και ο Ντίλαν δίνουν δύο εκδοχές του γονατίσματος κάτω από το βάρος της εξαθλίωσης. Μία ανήθικη, και μία με ευθύτητα. Και αφηγούνται ότι στα πολύ δύσκολα η επιβίωση, και η επιβίωση με αξιοπρέπεια, μπορεί να μη μοιάζει με τέτοια, αλλά είναι η πιο μεγάλη επιτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου