Ο Γιώργος Καραμπελιάς, με σπουδές οικονομικών στο Παρίσι, αναπτύσσει εδώ και πολλές δεκαετίες μιαν ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητα σχετικά με την πολιτική ιστορία της Ελλάδας στους νεότερους αιώνες και στο παρόν της. Κύριος στόχος του είναι να επισημάνει τις στρεβλώσεις της πραγματικής αλήθειας, ιδιαίτερα όπως αυτές γίνονται από τη Μεταπολίτευση (1974) και εξής. Τα συγγράμματα και τα άρθρα του εστιάζονται στον χρόνο από την ύστερη βυζαντινή περίοδο έως σήμερα. Περιορίζομαι στην παραπομπή σ’ ένα κεντρικό έργο του, που βρίσκεται άλλωστε σε εξέλιξη: Η διαμόρφωση του νεώτερου ελληνισμού, τόμος Α΄, 1204. Η γένεση (2012), 4η έκδοση, τόμος Β΄, 1821. Η παλιγγενεσία (2015). Είναι ένα έργο πολύτιμο, με ακλόνητη τεκμηρίωση.
Κανονικά το τωρινό βιβλίο του, μολονότι αναφέρεται στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, σε φαινόμενο δηλαδή ποιητικής δημιουργίας, αποτελεί εντούτοις μέρος της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας, κατεξοχήν στην περίοδο της Τουρκοκρατίας. Επαναλαμβάνω τον τίτλο του: Το δημοτικό τραγούδι. Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεώτερου ελληνισμού.
Έχει απέναντί του (και εδώ) νεωτεριστές πανεπιστημιακούς ιστορικούς, που θέλουν να διαγράψουν από την ελληνική Ιστορία την αρχαία περίοδο και το Βυζάντιο. Αλλά και το δημοτικό τραγούδι επιχειρείται να τεθεί εκτός της ελληνικής ιστορίας. Είπα δύο λόγια σχετικά στο προηγούμενο σημείωμα γι’ αυτή την «αποδόμηση» της ιστορίας μας.
Πέραν αυτού εξάλλου δεν θεωρούν ότι υπάρχουν στο δημοτικό τραγούδι στοιχεία που να δικαιολογούν την αξιολόγησή του ως ενός ποιητικού κατορθώματος.
Γράφοντας ο Καραμπελιάς για την υποδοχή του δημοτικού τραγουδιού από τους Έλληνες λογίους της Διασποράς τον 19ο αιώνα, επισημαίνει ότι κορυφαίοι, όπως ο Κοραής, ή ο αρχαιολάτρης (και πατριδολάτρης) Νεόφυτος Δούκας, το απεχθάνονταν. Κι ας τα είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο λαός, που γι’ αυτόν ειλικρινά νοιάζονταν. Ακόμα και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, πολύ νωρίτερα (18ος αιώνας), παρ’ όλη την έξοχη λαϊκή ομιλία του, με την οποία γοήτευε το κοινό του, αναθεμάτιζε τα δημοτικά τραγούδια. Αυτός, βέβαια, γιατί θα τα θεωρούσε σκανδαλιστικά, καθώς τραγουδιούνταν στους γάμους και στα πανηγύρια με τους χορούς και τα ξεφαντώματα της χαράς, που τα αγαπά ο «διάβολος», αλλά τα «καταράται» ο Θεός. Δημιουργήθηκε έτσι ένα πρόβλημα, εντασσόμενο βέβαια σ’ ένα πολύ ευρύτερο φαινόμενο, του γλωσσικού διχασμού των λογίων των χρόνων εκείνων. Χωρίστηκαν σε «χυδαίους» (δημοτικιστές) και αρχαϊστές. Ταύτιζαν την πατρίδα και την ελευθερία της με τη γλώσσα. Κάτι τέτοιο είχε πει και ο Σολωμός, πως δεν είχε άλλα στον νου του, «παρά ελευθερία και γλώσσα». Αλλά το ζήτημα είταν, ποια γλώσσα: η σύγχρονή μας ή η άλλη, δική μας βέβαια και αυτή (της κληρονομιάς μας), αλλά τόσο μακρινή!
Όσον αφορά τον Κοραή, μπορούμε να πούμε πως η αντιπάθειά του στο δημοτικό τραγούδι οφειλόταν στο ότι η ομιλούμενη τότε λαϊκή γλώσσα είταν εξ αντικειμένου αντίθετη προς τη μεικτή που πρότεινε εκείνος, θέλοντας να συνδυάσει λαϊκό και λόγιο πολιτισμό (θέμα σοβαρό, που δεν μπορεί τώρα εδώ να συζητηθεί).
Ότι το γλωσσικό ήταν πίσω από την απέχθεια των αρχαϊστών προς το δημοτικό τραγούδι, δηλώνεται από την εξωφρενική ιδέα ορισμένων να το μεταφέρουν στην αρχαία ελληνική: «Του Κίτσου μήτηρ κάθηται επ’ όχθης ποταμίου | ήριζε τοίνυν μετ’ αυτού και το ελιθοβόλει…». Τουλάχιστον γινόταν σεβαστός ο δεκαπεντασύλλαβος…
Παλαιότερα κάποιοι μαρξιστές, που χειρίζονταν μάλλον αδέξια τον μαρξισμό (μνημονεύονται ο Δημήτρης Χατζής και ο Μιχάλης Παπαϊωάννου), είχαν υποστηρίξει ότι το δημοτικό τραγούδι δεν υπήρξε καθαρό ελληνικό προϊόν, γιατί «όχι μόνο ήρθαν και εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Ελλάδα και Σλάβοι και Αρβανίτες και Βλάχοι και πολλοί άλλοι βάρβαροι, που και αφομοιώθηκαν από τους Έλληνες και αφομοίωσαν τους Έλληνες (…). Είναι αλήθεια πως οι ξένοι αφομοιώθηκαν, όμως και αφομοίωσαν τους Έλληνες. Αλληλοαφομοιώθηκαν για την ακρίβεια». Επειδή η γλώσσα είναι εδώ το κυρίαρχο στοιχείο, ορθά απαντά ο Καραμπελιάς: «Βεβαίως η σχέση των ελληνικών πληθυσμών με τις νέες φυλετικές και γλωσσικές ομάδες είναι αμφίδρομη, αλλά είναι τόσο καθοριστική η υπεροχή του ελληνικού πολιτισμικού στοιχείου και τόσο ουσιαστικός ο ρόλος της Εκκλησίας, ώστε η συνέχεια αποτελεί το καθοριστικό στοιχείο σε αυτή τη σχέση». Η Εκκλησία έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο και στη συνέχεια της γλώσσας, κι εγώ συμμερίζομαι την άποψη αυτή.
Στην παρουσίαση των τραγουδιών ακολούθησε ο Καραμπελιάς κατά κύριο λόγο την κατάταξη του Νικολάου Πολίτη και, πάντως, ελεύθερα, ώστε το όλο κείμενο να αποκτά μιαν αφηγηματική συνοχή, που να κατατείνει στην «ιδιοπροσωπία του νεώτερου ελληνισμού», από πολλές πλευρές μιας συλλογικής ζωής: Ιστορικά, Ακριτικά, Κλέφτικα, Ριζίτικα, Τραγούδια της Αγάπης, Νυφιάτικα, Νανουρίσματα, Κάλαντα, Τραγούδια της Ξενιτιάς, Μοιρολόγια, Θρησκευτικά και Λατρευτικά, Γνωμικά, Εργατικά, Βλάχικα (γεωργοκτηνοτροφικά), Περιγελαστικά, Σκωπτικά, Άσεμνα. Ιδιαίτερος λόγος γίνεται και για τη μαντινάδα. Ολόκληρο το (μικρό, αλλά ολοζώντανο, συνυπολογιζομένων και των νεκρών) σύμπαν της παραδοσιακής κοινότητας, που δίνεται με την ανεπανάληπτη (κάθε κλασικό είναι και ανεπανάληπτο) εικονική-συμβολική, λυρική γλώσσα. Για τίτλους των επιμέρους ενοτήτων προτίμησε χαρακτηριστικούς στίχους από τα ίδια τα τραγούδια.
Μια από τις κύριες αναφορές είναι στα τραγούδια της Άλωσης της Πόλης, που διαχύθηκαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, καθώς ακολούθησαν κι άλλες αλώσεις πόλεων και περιπετειών, όπως της Τραπεζούντας. Από τα τραγούδια αυτά συγκινήθηκε και ο Καβάφης, το ελληνικό –με ρίζες που έφταναν ως την αρχαιότητα– αίσθημά του. Κι έγραψε το ποίημά του με τον ποντιακό τίτλο «Πάρθεν» (αλώθηκε, κυριεύτηκε): «Αυτές τες μέρες διάβαζα δημοτικά τραγούδια, / για τ’ άθλα των κλεφτών και τους πολέμους, / πράγματα συμπαθητικά. δικά μας, Γραικικά. / Διάβαζα και τα πένθιμα για τον χαμό της Πόλης / “Πήραν την Πόλη, πήραν την. πήραν την Σαλονίκη” / (…). Όμως απ’ τ’ άλλα πιο πολύ με άγγιξε το άσμα / το Τραπεζούντιον με την παράξενή του γλώσσα /, και με την λύπη των Γραικών των μακρινών εκείνων /(…)». Είναι ένα συγκινητικό δείγμα συνάντησης, δημώδους και λόγιας ποίησης, που την πραγματοποιεί ένας μεγάλος ποιητής.
Συζητήσιμο ακόμα παραμένει για ορισμένους το ερώτημα, αν οι Κλέφτες των δημοτικών τραγουδιών είσαν ή όχι ληστές. Ήδη λόγιοι του 19ου αιώνα, όπως ο Κωνσταντίνος Κούμας (συγγραφέας του πολύτομου έργου Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων, 1882) είδαν τους Κλέφτες και τους αντιμετώπιζαν ως ληστές, «βαρβάρους». Εντούτοις ο Ρήγας στα επαναστατικά άσματά του κάλεσε έναν έναν όλους τους γνωστούς καπεταναίους για τον μεγάλο «σηκωμό». Οι νεωτεριστές ακολουθούν τον ιστορικό Ε. J. Hobsbawm, που μίλησε για μια «πρωτόγονη επανάσταση» στον 19ο και 20ό αιώνα. Η αντίσταση όμως των Κλεφταρματολών δεν είταν αποκλειστικά κοινωνική, είχε και πατριωτικό χαρακτήρα, καθώς έπαιζε ξεκάθαρο ρόλο και η θρησκευτική αντίθεση, ζητήματα που εξαιρεί ο Καραμπελιάς.
Στο βιβλίο του Καραμπελιά τίθενται και κρίνονται επίσης τα στοιχεία εκείνα, που μειώνουν δήθεν την ποιητική αξία των δημοτικών τραγουδιών: περιορισμένος αριθμός, περιορισμένη φαντασία. Εδώ παραγνωρίζεται, όπως νομίζω, ο συλλογικός τρόπος της δημιουργίας τους, ο οποίος, με τις αλλεπάλληλες επεξεργασίες τους από πολλούς μέσα στον χρόνο και τον χώρο, κατέληγε στη σταθεροποίηση ορισμένων εκφραστικών σχημάτων, που δήλωναν έτσι καθολικά αισθήματα και ιδέες. νέες προσθήκες με τη φαντασία είσαν περιττές. Εκτός αυτού εγγύηση για την αισθητικήν εκτίμηση των δημοτικών τραγουδιών αποτέλεσαν όσα είπαν άνθρωποι όπως ο Γκαίτε, ο Σεφέρης και άλλοι.
Δίκην υστερόγραφου σημειώνω, ότι δυσκολεύομαι να τοποθετήσω τον Παντελή Μπουκάλα στη χορεία εκείνων που αποδομούν την ελληνική παράδοση, όπως κάνει ο φίλος μου Καραμπελιάς (που τον ευχαριστώ για την ευγένεια να αφιερώσει το βιβλίο του σ’ εμένα και στον συνάδελφό μου Ερατοσθένη Καψωμένο). Άλλωστε ο ίδιος παραθέτει και κάποιες φράσεις του Μπουκάλα από την ομολογία πίστεως (confession) στο δημοτικό τραγούδι, που δεν συνάδουν προς την «ασυνέχεια» του ελληνικού πολιτισμού: Τα δημοτικά τραγούδια «αποκαθιστούν και την ενότητα πνεύματος του αναγνώστη τους, που του προσφέρουν έναν απίστευτο αποκαλυπτικό πλούτο», ή όταν διαπιστώνει έναν ευρύτερο ποιητικό και ιστορικόν ορίζοντα, απ’ τον οποίον εμπνέεται το δημοτικό τραγούδι: «…τα δημοτικά τραγούδια δεν σώζουν μόνο λέξεις ή φράσεις ή παρομοιώσεις ομηρικές». Ασφαλώς. Αλλά υπάρχουν και αυτές. Και το δέχεται ο Μπουκάλας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου