O Νίκος Εγγονόπουλος (21-10-1907/31-10-1985) εμφανίστηκε στα γράμματα το 1938 με την έκδοση της ποιητικής συλλογής Μη ομιλείτε εις τον οδηγόν. Μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο θεωρούνται οι κυριότεροι υπερρεαλιστές ποιητές της Ελλάδας. Ο ίδιος έχει πει: «Στον υπερρεαλισμό δεν προσεχώρησα ποτέ. Τον υπερρεαλισμό τον είχα μέσα μου, όπως είχα μέσα μου το πάθος της ζωγραφικής, από τον καιρό που γεννήθηκα». Και πρόσθεσε: «Αλλά για να βρω τον δρόμο μου τον αληθινό, τον υπερρεαλιστικό […] αυτό το χρωστώ σε δύο κορυφαίους, στις δύο μεγαλύτερες μορφές που παρουσίασε ποτέ, ίσαμε τώρα εξ όσων γνωρίζω, το παγκόσμιο υπερρεαλιστικό κίνημα. Ευτύχησα […] να γνωρίσω τον μεγάλο ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο και τον μεγάλο ζωγράφο, τον μεγάλο Βολιώτη Γεώργιο ντε Κήρυκο».
Αυτό το εξαίσιο ποιητικό δίδυμο έγινε στόχος κάποιων ομοτέχνων τους και ορισμένων δημοσιογράφων, οι οποίοι έχοντας άγνοια για τα καινούρια λογοτεχνικά ρεύματα που είχαν γεννηθεί στη Γαλλία, αλλά κυρίως πάσχοντας από έλλειψη ποιητικής ευαισθησίας, χλεύαζαν τους στίχους τους, ειρωνεύονταν τον υπερρεαλισμό και μιμούνταν το ύφος τους, για να δείξουν ότι οι στίχοι τους δεν ήταν παρά ασυναρτησίες. Έγραψε ο Εγγονόπουλος: «Το δημιουργηθέν σκάνδαλο κι η επακολουθήσασα κατακραυγή εναντίον μου δεν μπορώ να πω πως δεν με έθιξαν, βαθύτατα. Η βίαιη κακομεταχείρισις σαν υποδοχή μιας γνήσιας προσφοράς είναι, το λιγώτερο, σκληρά άδικη. Περιοδικά, εφημερίδες, παρωδούσαν και αναδημοσίευσαν, κοροϊδευτικά, τα ποιήματά μου».
Οι σημαντικότεροι σταθμοί στης ζωή του έχουν καταγραφεί από τον Ιάκωβο M. Βούρτση (υπάρχουν στο περιοδικόΧάρτης, 25/26, Νοέμβριος, 1988, και στο επίσημο σάιτ του καλλιτέχνη) ως εξής: 1907, 21 Οκτωβρίου. Γέννηση του Νίκου Εγγονόπουλου στην Αθήνα, δεύτερος γιος του Παναγιώτη και της Ερριέττης. 1923-1927, γράφεται εσωτερικός σε λύκειο στο Παρίσι. Τις αργίες μένει στο σπίτι του θείου του ιατρού Λιάμπεη. 1927, υπηρετεί τη θητεία του ως στρατιώτη ακροβολιστή στο 1ο Σύνταγμα Πεζικού. 1928-1930, εργάζεται ως μεταφραστής σε τράπεζα και ως γραφέας στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα πηγαίνει στο νυχτερινό γυμνάσιο του Ψυρρή για να αποκτήσει και ελληνικό απολυτήριο. 1930, εργάζεται ως ημερομίσθιος σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων. 1932, γράφεται στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και γίνεται μαθητής του Κωνσταντίνου Παρθένη. Παράλληλα φοιτά στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου, όπου έναν χρόνο πριν είχε ξεκινήσει ο Γιάννης Τσαρούχης. Οι δύο μαθητές θα βοηθήσουν τον Κόντογλου στις τοιχογραφίες του σπιτιού του. 1934, διορίζεται στην Τοπογραφική Υπηρεσία του Υπουργείου Δημοσίων Έργων ως ημερομίσθιος υπάλληλος.
1937, πεθαίνει ο πατέρας του στην Κωνσταντινούπολη. 1938, παρουσιάζει για πρώτη φορά έργα του, τέμπερες σε χαρτί που εικονίζουν παλιά σπίτια πόλεων της Δ. Μακεδονίας, στην Έκθεση «Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως». Τον Ιούνιο τυπώνεται η πρώτη ποιητική του συλλογή: Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, εκδόσεις Κύκλος.
1939, Σεπτέμβριος, τυπώνεται η συλλογή ποιημάτων του: Τα κλειδοκύμβαλα της σιωπής. Νοέμβριος, πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη (Κριεζώτου και Πανεπιστημίου). 1941, Ιανουάριος, επιστρατεύεται για το Αλβανικό Μέτωπο. 1942, γράφει το Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα, το οποίο κυκλοφόρησε σε χειρόγραφη μορφή και τυπώθηκε σε βιβλίο το 1944 από τον Ίκαρο. 1945, αποσπάται από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων στο Ε. Μ. Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου του Δ. Πικιώνη. 1946, τυπώνεται η ποιητική του συλλογή: Η επιστροφή των πουλιών / Ίκαρος. 1949, δουλεύει στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως με την ομάδα αρχιτεκτόνων του Δ. Πικιώνη για τον σχεδιασμό νέων κτιρίων στις καταστραμμένες περιοχές (Πειραιάς κ.α.). 1950, γάμος με τη Νέλη Ανδρικοπούλου. 1951, γέννηση του γιου του Πάνου.
1956. Εκλέγεται μόνιμος επιμελητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου (Εισηγητές είναι ο Δ. Πικιώνης και Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας). Διορίζεται στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου. Παραιτείται οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. 1957, τυπώνεται η νέα ποιητική συλλογή: Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω / Ίκαρος. 1958, παίρνει το Πρώτο Βραβείο Ποιήσεως του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την τελευταία του συλλογή. 1960, δεύτερος γάμος του Νίκου Εγγονόπουλου με την Ελένη Τσιόκου. 1961, γέννηση της κόρης του Ερριέττης. 1963, πεθαίνει η μητέρα του στην Αθήνα. 1964, παραιτείται από το Ε. Μ. Πολυτεχνείο. 1966, τιμάται για το ζωγραφικό του έργο με το παράσημο Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου του Α'. 1967, εκλέγεται έκτακτος μόνιμος καθηγητής του Ε. Μ. Πολυτεχνείου στην έδρα του Ελευθέρου Σχεδίου. 1968, κυκλοφορεί ο δίσκος Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποίημα. Μια σύνθεση του Νίκου Μαμαγκάκη σε φόρμα λαϊκής καντάτας. Τραγούδι Γιώργος Ζωγράφος (εταιρεία «Λύρα», 1969). Εκλέγεται τακτικός καθηγητής στην έδρα του Ελευθέρου Σχεδίου και εντεταλμένος στην έδρα Γενικής Ιστορίας και Τέχνης. 1978, τυπώνεται από τον Ίκαρο η ποιητική του συλλογή Στην κοιλάδα με τους ροδώνες, με είκοσι έγχρωμους πίνακες και ένα σχέδιο. 1979, του απονέμεται για δεύτερη φορά το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως. 1984, ατομική έκθεση με ακουαρέλες, σχέδια και τέμπερες στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. 1985, 31 Οκτωβρίου: πεθαίνει από ανακοπή της καρδιάς. Κηδεύεται στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας με δημόσια δαπάνη.
Όπως κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο οποίος κατά δήλωσή του στα χρόνια της νεότητάς του υπήρξε οπαδός του Μαρξ, έτσι και ο Νίκος Εγγονόπουλος είχε αριστερή ιδεολογία, την οποία εξέφραζε κάθε φορά που του δινόταν η ευκαιρία, χωρίς όμως να εκτίθεται και να κινδυνεύει να τιμωρηθεί (όπως αρκετοί αριστεροί πολίτες), από το εκδικητικό μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος. Έχει γράψει: «Στρατεύθηκα και με έστειλαν στην πρώτη γραμμή, στην “γραμμή πυρός”, όπου με βαστήξανε πεισματάρικα, μέχρι το τέλος των επιχειρήσεων. Δίχως καμιάν ανάπαυλα, αν εξαιρέσω ένα αρκετά βασανιστικό “ιντερμέδιο” στη “Διλοχία Πειραιώς”, απλούν “πειθαρχικόν λόχον”. Γιατί κανείς δεν αγνοεί ότι, ιδιαίτερα στην περίοδο της όντως αλησμονήτου “4ης Αυγούστου”, ο όρος “διανοούμενος” συνεπήγετο και την έννοια του “υπόπτου”. Ύστερα από φονικότατη μάχη, στις 13 Απριλίου 1941, συνελήφθην αιχμάλωτος, κρατήθηκα με τους συναδέλφους μου παρανόμως, από τους Γερμανούς, σε στρατόπεδο “εργασίας αιχμαλώτων”, δραπέτευσα, αλώνισα, με τα πόδια, πάνω από την μισήν Ελλάδα, και τέλος επέστρεψα εις τα ίδια».
Επίσης, έγραψε σχετικά με το ποίημά του «Μπολιβάρ»: «Στα μέσα του 1944, ο συγγενής μου Άγγελος Έβερτ μου σύστησε ιδιαίτερα να λείψω για κάμποσο από τη μέση, καθώς οι Γερμανοί που άλλωστε σε λίγο θα γκρεμοτσακίζονταν, φαίνεται πως είχαν αρχίσει να δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για το τι έλεγα στον Μπολιβάρ. Έπρεπε να κρυφτώ, και φυσικά βρήκα καταφύγιο στο σπίτι του γενναιόψυχου φίλου μου Ανδρέα Εμπειρίκου, στην οδό Γ. Αινιάνος. (Όλος ο κόσμος ξέρει τώρα πως ο Εμπειρίκος άφοβα έδωσε σε πολλούς κατατρεγμένους άσυλο τα φοβερά χρόνια της Κατοχής)».
Σχετικά με τον «Μπολιβάρ» η Λένα Εγγονοπούλου έχει γράψει (Χάρτης, αρ.25/26) ότι το ποίημα είναι «καρπός των τρομαχτικών βιωμάτων της εποχής και ο ύμνος προς τον ήρωα-άνδρα και ελευθερωτή», προσθέτοντας πως «τα θέματα που είχαν σχέση με τον πόλεμο τον συγκινούσαν ιδιαίτερα και σαν καλλιτέχνη και σαν άτομο». Η ίδια έγραψε πως ο Εγγονόπουλος «δεν πήγε στο στρατό. Κρύφτηκε. Αυτό είναι ιδιαίτερα δηλωτικό γεγονός για τη στάση του στον Εμφύλιο. Παρεμπιπτόντως, θέλω να θυμίσω ότι τη λέξη “Εμφύλιος” στη λογοτεχνία την εισήγαγε ο Εγγονόπουλος. Ήξερε να ακριβολογεί. Νέος ήταν κομμουνιστής. Σιγά σιγά όμως έπαψε να ασχολείται με την πολιτική». To σχετικό ποίημα για τον Εμφύλιο είναι το «Ποίηση 1948»: «τούτη η εποχή/ του εμφυλίου σπαραγμού/δεν είναι εποχή/για ποίηση/ κι άλλα παρόμοια…».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου