Πόλη του Μεξικού. Φεβρουάριος του 1976. Ο μεγάλος κινηματογράφος της πρωτεύουσας είναι γεμάτος με κόσμο που παρακολουθεί την πρεμιέρα της ταινίας για την τραγωδία των Άνδεων. Για το αεροπλάνο που συνετρίβη και οι επιζήσαντες για να επιβιώσουν έφαγαν τους νεκρούς συντρόφους τους, σε μια πράξη κανιβαλισμού που σόκαρε τότε τη διεθνή κοινότητα. Η ατμόσφαιρα είναι ήδη υποβλητική. Μέσα στην αίθουσα, σε διαφορετικές θέσεις, βρίσκονται δύο ήδη διάσημοι συγγραφείς, μετέπειτα νομπελίστες και στενοί φίλοι: ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές και ο Βάργκας Λιόσα.
Τα φώτα ανάβουν. Ο Μαρκές βλέπει τον Λιόσα να έρχεται με γοργά βήματα προς το μέρος του. Χαμογελάει και ανοίγει τα χέρια για να τον αγκαλιάσει. Οι δύο φίλοι έχουν καιρό να ιδωθούν. Ο Λιόσα πλησιάζει αλλά αντί να ανταποδώσει το χαμόγελο και την αγκαλιά τον χτυπά με ένα δυνατό ντιρέκτ και τον ξαπλώνει στο πάτωμα.
Ο Μαρκές σηκώνεται. Αίμα τρέχει από το στόμα του και το ένα του μάτι είναι μαυρισμένο. Όσοι είδαν αυτή την απρόσμενη επίθεση πίστεψαν πως οι δύο φίλοι διαφώνησαν για τα πολιτικά, καθώς πρόσφατα ο Λιόσα είχε στραφεί προς τη Δεξιά (το 1990 μάλιστα θα προσπαθήσει να εκλεγεί και πρόεδρος του Περού) και ο Μαρκές παρέμενε πιστός στην αριστερή του συνείδηση.
Στην πραγματικότητα αιτία του καβγά ήταν μια γυναίκα και συγκεκριμένα η σύζυγος του Λιόσα. Οι Μαρκές την είχαν φιλοξενήσει σπίτι τους όταν εκείνη ήθελε να χωρίσει τον Λιόσα και ο Γκάμπο εκμεταλεύτηκε την ευκαιρία και την αποπλάνησε με τη θέλησή της. Όταν ο Λιόσα το έμαθε έγινε πυρ και μανία και το μόνο που ζητούσε ήταν εκδίκηση.
Δύο ημέρες αργότερα, ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου, ο Μαρκές ποζάρει για τον στενό φίλο του φωτογράφο, Ροντρίγκο Μόγια. Το μάτι του είναι ακόμη μαυρισμένο και έχει ένα περίεργο –πονηρό θα το χαρακτήριζε κανείς– χαμόγελο στα χείλη.
«Τράβηξα αυτές τις φωτογραφίες δύο ημέρες μετά το περιστατικό» θα πει αργότερα ο Μόγια. «Είχε έρθει στο σπίτι μου και διαπίστωσα ότι ήταν δύσκολο να τον φωτογραφίσω και να έχω ένα καλό αποτέλεσμα. Σε μερικές φωτογραφίες, μάλιστα, φαίνεται λες και έχει ξυλοκοπηθεί άγρια, τόσο άγρια που μοιάζει να το έκανε η μεξικανική αστυνομία».
Οι φωτογραφίες δεν δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα και η ιστορία πέρασε στη λήθη, μέχρι τον Μάρτιο του 2007. Ο Μόγια μπορεί να μην εμφάνισε ποτέ τις συγκεκριμένες φωτογραφίες, έδωσε όμως μία σε έναν κοινό φίλο τους, ο οποίος την έβαλε μάλιστα σε κορνίζα στο σαλόνι του. Εκεί, «μετά από 31 χρόνια ησυχίας», όπως σχολιάζουν οι New York Times, την είδε τυχαία ένας δημοσιογράφος της μεξικανικής εφημερίδας La Jornada και τη ζήτησε.
Ο Μόγια, ο οποίος συνεργαζόταν με τη συγκεκριμένη εφημερίδα, δίστασε στην αρχή, αλλά τελικά συμφώνησε, κρίνοντας πως είχαν περάσει πλέον αρκετά χρόνια.
Έτσι, στις 6 Μαρτίου του 2007, η εφημερίδα κυκλοφορεί με τη συγκεκριμένη φωτογραφία πρωτοσέλιδο για να γιορτάσει τα 80 χρόνια του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές.
Η δημοσίευση της ιστορίας βρήκε τους δύο φίλους ακόμη μαλωμένους. Δεν ξαναμίλησαν ποτέ ο ένας στον άλλον μέχρι τον θάνατο του Γκάμπο. Όσο για το λόγο για τον οποίο καταγράφηκε αυτό το ντοκουμέντο, ο Μόγια δίνει μια πειστική εξήγηση:
«Του άρεσε να καταγράφει διάφορες φάσεις της ζωής του. Κάτι σαν ντοκουμέντο. Απλώς τότε σκέφθηκε ότι θα ήθελε αργότερα να είχε και μια φωτογραφία με το μάτι του μαυρισμένο...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου