Το μόνο που αποζητούσε σε όλη του τη ζωή ήταν λίγη ησυχία. Λίγη ηρεμία για να μπορέσει να διαβάσει και να γράψει. Και είναι αλήθεια πως ένα από τα Νόμπελ λογοτεχνίας των Αμερικανών, ο Ουίλιαμ Φόκνερ, έκανε τα πάντα για να το επιτύχει.
Μια από τις τελευταίες του εργασίες προτού αρχίσει να ζει από τα βιβλία του ήταν υπάλληλος σε ταχυδρομείο. Απολύθηκε γιατί αγανακτούσε με τους πελάτες που χαλούσαν τη θερινή ραστώνη του –εν προκειμένω το διάβασμα– κάθε φορά που του ζητούσαν να σηκωθεί για να τους δώσει τα απαραίτητα γραμματόσημα. Και όχι μόνο αυτό, δεν τους ενημέρωνε για τις επιστολές τους και βέβαια δεν τις έδινε ποτέ, με αποτέλεσμα να καταλήγουν στους κάδους απορριμμάτων. Εργάστηκε επίσης σε ένα βιβλιοπωλείο στη Νέα Υόρκη, αλλά και σε μια μικρή εφημερίδα στη Νέα Ορλεάνη. O Φόκνερ έγραψε το αριστούργημά του, Καθώς ψυχορραγώ, την εποχή που εργαζόταν σε ηλεκτρική εταιρεία στη γενέτειρά του στο Μισισίπι, μέσα σε έξι καλοκαιρινές εβδομάδες. Είχε νυχτερινή βάρδια στα ορυχεία από τα μεσάνυχτα έως τις τέσσερις τα ξημερώματα. Δουλειά του ήταν να επιτηρεί και να γεμίζει τον λέβητα του σταθμού ηλεκτρικής ενέργειας με κάρβουνο όταν χρειαζόταν. Ο ήχος του τον ηρεμούσε αρκετά για να γράφει, όπως λέγεται, πάνω στο αναποδογυρισμένο καροτσάκι που χρησιμοποιούσε.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Φόκνερ, αναγνωρισμένος συγγραφέας πια, συνήθιζε να λέει πως το καλύτερο μέρος για να ζήσει και να δημιουργήσει ήταν ένα πορνείο. Το πρωί απόλυτη ησυχία για να γράφει, το μεσημέρι ένα πιάτο φαΐ από τα κορίτσια και μπουγάδα για τα ρούχα του και το βράδυ ποτά και γυναίκες.
Μπορεί να έγινε γνωστός, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι κέρδιζε αρκετά, γι’ αυτό και στράφηκε και στη συγγραφή σεναρίων, διασκευάζοντας για τον κινηματογράφο βιβλία όπως ο Μεγάλος ύπνος του Τσάντλερ, Να έχεις και να μην έχεις του Χέμινγγουεϊ, αλλά και ένα δικό του διήγημα.
Αντιπαθούσε τις συνεντεύξεις και έδωσε ελάχιστες μέχρι τον θάνατό του τον Ιούλιο του 1962, σε ηλικία 64 ετών. Αντίθετα με άλλους συγγραφείς απέφευγε να γράφει επιστολές, και όσες έγραφε ήταν εμπορικές και όχι προσωπικές. Δεν άνοιγε ούτε αυτές που του έστελναν οι θαυμαστές του. Κοιτούσε μόνο εάν είχαν μέσα κάποια επιταγή –είχε πάντοτε ανάγκη τα χρήματα– και μετά τις πετούσε. Ξόδευε διαρκώς σε άλογα, καπνό, ουίσκι και ρούχα, και γι’ αυτό συχνά ζούσε με πιστώσεις περιμένοντας την επόμενη επιταγή από τις πωλήσεις των βιβλίων του.
Ο ίδιος άλλωστε δεν έκρυβε πως έγραψε το Άδυτο, το πιο εμπορικό του μυθιστόρημα, για τα χρήματα.
Το μόνο όμως που τελικά αποζητούσε ήταν λίγη ησυχία για να δημιουργήσει. Σε μια απ’ αυτές τις προσπάθειες να την αποκτήσει έγραψε πάνω στον τοίχο του γραφείου του –όπου ήταν απομονωμένος– με μολύβι την περιγραφή τούΈνας μύθος.
Η σύζυγός του αγανάκτησε τόσο πολύ όταν το είδε που έβαλε να βάψουν τον τοίχο. Ο Φόκνερ όμως δεν έκανε πίσω. Ξανάγραψε το κείμενο και το πέρασε με βερνίκι ώστε το αποτέλεσμα να είναι μόνιμο…
Πέτρος Γκάτζιας, δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Πέτρος Γκάτζιας Δημοσιεύτηκε 27 Αυγούστου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου