Πέμπτη 13 Απριλίου 2023

«Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία» του Απόστολου Σπυράκη

 
 Απόστολος Σπυράκης

Ήταν το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου κι εμείς νιώθαμε παράξενα, ο Χριστός πλανιόταν στο άπειρο πάνω και κάτω απ’ τη γη, το σώμα του τριγυρνούσε, αιωρούνταν στο Σύμπαν κι όλα έμοιαζαν να ρέουν σε μια πραγματικότητα διαφορετική, η Μεγάλη Εβδομάδα μάς είχε επηρεάσει κι είχαμε εισέλθει σε μια κατάσταση πολύ πνευματική, περιμένοντας τη Μαρία τη Μαγδαληνή και τις άλλες γυναίκες να τον δουν πρώτες και να πανηγυρίσουν, καθώς ο λευκοντυμένος άγγελος τους λέει «Μη φοβάστε!», αυτή είναι πάντα μια στιγμή εξαίσια.

Ήμασταν στο Άγιο Όρος από το Σάββατο του Λαζάρου εγώ κι ο Καραγιάννης, ένας ηλικιωμένος αλλά σε πολύ καλή κατάσταση πρώην πωλητής με μια καταπληκτική φωνή, σπεσιαλίστας στον δεύτερο ήχο, ειδικά στο «Χαίρετε λαοί και αγαλλιάσθε, άγγελος εκάθισεν εις τον λίθον του μνήματος», όπου τόνιζε με έμφαση το «Χαίρετε» ν’ ακουστεί δυνατά. Το ίδιο ωραία έλεγε και το άλλο από τους αίνους του δευτέρου, το «Έρραναν μύρα μετά δακρύων επί το μνήμα σου αι γυναίκες, και επλήσθη χαράς το στόμα αυτών εν τω λέγειν· Ανέστη ο Κύριος», αριστούργημα! Είχαμε έρθει στο Όρος έχοντας στ’ αυτιά εκείνο το «…και ευρήσετε άνθρωπον κεράμιον ύδατος βαστάζοντα, ακολουθήσατε αυτώ, και τω οικοδεσπότη είπατε, ο διδάσκαλος λέγει, προς σε ποιώ το Πάσχα μετά των μαθητών μου», πολύ το αγαπούσα εκείνο το κομμάτι και πάντα έλεγα στον Καραγιάννη να μου το πει καθώς περπατούσαμε στα κακοτράχαλα μονοπάτια του αθωνικού βράχου, ο πλάγιος του δευτέρου αντηχούσε στα βάραθρα και στους γκρεμούς.

Την πρώτη μέρα είχαμε κοιμηθεί στον πύργο ενός καλόγερου γνωστού μας, μια ομάδα από εργάτες που δούλευαν εκεί μας έλεγαν ότι τον χειμώνα, όταν αποκλείονταν απ’ την κακοκαιρία, ήταν μεθυσμένοι όλη την ώρα, περνούσαν τον καιρό τους πάνω απ’ τη στάχτη ενός μεγάλου τζακιού όπου έριχναν πατάτες και κρεμμύδια τυλιγμένα σ’ αλουμινόχαρτο. Καλά περνούσαν οι άνθρωποι, αλλά σιγά μην μπορούσες να μείνεις σ’ εκείνη την ερημιά για μεγάλο διάστημα, ειδικά τον χειμώνα, όμως τώρα την άνοιξη όλα ήταν διαφορετικά, πευκοβελόνες καινούργιες, καταπράσινες φύονταν στα πεύκα, γκορτσιές κι αχλαδιές άγριες άνθιζαν παντού, στους μπαξέδες των μοναστηριών ροδακινιές, κερασιές, ίριδες, βιόλες, μενεξέδες κι άλλα πολλά, κισσοί με φύλλα στιλπνά πλαισίωναν ρεματιές όπου έτρεχε νερό πάνω από φυτά υδρόβια, η φύση γύρω βρισκόταν σ’ οργασμό κι έβλεπες παντού οικοδομές και κτίσματα καινούργια, ακουγόταν ότι ο καλόγερος έπαιρνε λεφτά από κάτι Ρώσους πλούσιους, το παλιό ελαιοτριβείο με τις τεράστιες μαυρισμένες πέτρες είχε φτιαχτεί, ο αρσανάς είχε επισκευαστεί, κατεβαίναμε να δούμε τα νερά που έμπαιναν από έναν υπόγειο χώρο κι έκαναν μια βαρκούλα να παλαντζάρει στο κύμα, καθισμένοι στην ακροθαλασσιά βλέπαμε ψηλά τον πύργο να λάμπει στο φως σαν καρτ ποστάλ…

Πάντα το Πάσχα σηματοδοτούσε για μένα την άνοιξη, εκείνο το ενδιάμεσο μεταξύ χειμώνα και καλοκαιριού προτού ο ήλιος αρχίσει να καίει και να τσουρουφλίζει, κι από μια ηλικία κι έπειτα προσπαθούσα να βρω τη γιορτή των παιδικών μου χρόνων, προτού αρχίσω να σκέφτομαι ανιχνεύοντας τις επιδράσεις του περιβάλλοντος που μ’ έκαναν άνω-κάτω κάθε φορά καθώς οι εποχές άλλαζαν αέναα. Μια χρονιά, όταν ήμουν στον στρατό, είχαμε πάει μ’ έναν παπά να κάνουμε Ανάσταση με κάτι φαντάρους σ’ ένα φυλάκιο σκοτεινό, ψηλά στα βουνά κάπου στα σύνορα, είχα δηλώσει ψάλτης για να παίρνω καμιά άδεια κι αυτό με είχε σώσει απ’ την κόλαση του τάγματος. Το φυλάκιο βρισκόταν σε μια κορυφή ανεμοδαρμένη, όπου όλη τη νύχτα οι φαντάροι έβλεπαν τηλεόραση με τη γεννήτρια του ρεύματος ν’ αγκομαχά, όλη τη μέρα κοιμόντουσαν, καλά, αυτό το φυλάκιο βρισκόταν στο πιο απίθανο σημείο κι όταν έριξε δυο μέτρα χιόνι δεν μπορούσε να πάει εκεί πάνω ούτε πουλί, μόνο ένας τρελός λοχαγός μ’ ένα τεθωρακισμένο ανέβηκε μια φορά παίρνοντας σβάρνα λαγκάδια και πουρνάρια, μα στον γυρισμό γκρεμίστηκε σ’ ένα χαντάκι και τρέχαμε να τον βγάλουμε. Ήταν περίεργο εκείνο το Πάσχα, ήμουν φρέσκος τότε στον Έβρο και καθώς το τρακτέρ του παπά τρανταζόταν περνώντας πάνω από πέτρες και στουρνάρια, μου έλεγε: «Μην μπερδεύεσαι με πολλές γυναίκες, παντρέψου μία και βγάλε τα μάτια σου!». Μου μιλούσε ακόμα για τον καιρό που υπηρετούσε κι αυτός στον Εμφύλιο, ακούγοντας τα αυτόματα να κροταλίζουν τη νύχτα, τάκα-τάκα-τάκα-τάκα, ενώ ένας φίλος του πατούσε μια νάρκη, έχανε το πόδι του κι αντί να νοιαστεί γι’ αυτό έψαχνε απεγνωσμένα το όπλο του. Τελικά είχαμε φτάσει στο φυλάκιο, όπου μας περίμεναν τα παιδιά μαζί μ’ έναν αξιωματικό και τους είπαμε το «Χριστός Ανέστη» με τα κεριά να ρίχνουν το λιγοστό τους φως, ύστερα τσουγκρίσαμε τ’ αυγά και κόψαμε κάτι τσουρέκια, είχα δει κι έναν στρατιώτη να δακρύζει εκείνη τη νύχτα…

Ο Καραγιάννης που είχα μαζί μου στο προσκύνημα ήταν θύμα του Εμφυλίου κι αυτός, έχοντας μεγαλώσει στις παιδικές κατασκηνώσεις της Φρειδερίκης, φοβερός σκοπευτής στα νιάτα του, την είχε βγάλει ζάχαρη στο στρατό, κι επειδή έψελνε στην εκκλησιά ενός νησιού όπου τον είχαν στείλει, έπαιρνε άπειρες άδειες. Αυτός δεν είχε πρόβλημα με καμιά περίοδο του χρόνου, πάντα κατάφερνε και περνούσε καλά κι ούτε που νοιαζόταν για πολλά φιλοσοφικά και υπαρξιακά, γελούσε μόνο και διασκέδαζε βλέποντας τον διάκοσμο στο ανώγειο του πύργου, όπου ο καλόγερος μας σέρβιρε λουκούμι μ’ ένα ποτήρι νερό. Όλες εκείνες οι ζωγραφιές που έντυναν τους τοίχους του ανωγείου σε ξεκούραζαν, όπως μας είπαν ήταν αρχαίες και τις είχαν πρόσφατα συντηρήσει, πρέπει να ήταν δουλειά κάποιου τεχνίτη σπουδαίου κι ο συντηρητής είχε φρεσκάρει τη δουλειά του αναδεικνύοντας έξοχα τα χρώματα, μπλε του κοβαλτίου και πράσινο του μαλαχίτη, μαύρο του χρωμίου κι αχνό πορφυρό, κυανό του χαλκού και κίτρινο θαμπό, στα φωτοστέφανα των αγίων μια λάμψη ξεχυνόταν γεμίζοντας τον τόπο με μια αύρα υπερβατική, ήταν πραγματικά θαυμάσιες.

Τη Μεγάλη Τρίτη βρεθήκαμε σε μια σκήτη απομακρυσμένη, η εκκλησία της ήταν παλιά αλλά μεγαλόπρεπη, λέγανε ότι ήταν η πιο μεγάλη σ’ όλο το Όρος, οι κολόνες της είχαν ραγίσει, δεν έδειχναν να κρατούν πολύ γερά, χρειαζόταν συντήρηση επειγόντως, στο προαύλιο ένας πανύψηλος λιγνός μοναχός μάς έλεγε ότι εκεί μέσα επί τουρκοκρατίας είχαν κλείσει μια ομάδα επαναστατών για να πεθάνουν από ασιτία, μας είχε δείξει και το μέρος όπου βρίσκονταν ακόμα τα κόκαλα, έπρεπε να κατέβεις μερικά σκαλοπάτια για να μπεις μέσα ανοίγοντας μια ασήκωτη πόρτα με σιδερένια επένδυση, ο Καραγιάννης έκανε τον σταυρό του κι έφυγε από κει γρήγορα. Το βράδυ στην ακολουθία πλησίασε το αναλόγιο κι όταν του έκαναν νεύμα ν’ ανεβεί, είπε το αγαπημένο του τροπάριο, «Η αμαρτωλός», που το είχε μάθει από έναν παλιό μάστορα ψάλτη, αλκοολικό, τον Φωτόπουλο, οι μοναχοί τον άκουγαν έκθαμβοι, «…και τω μυρεψώ εβόα· δος μοι το μύρον, ίνα αλείψω καγώ τον εξαλείψαντά μου πάσας τας αμαρτίας», το έλεγε με πολύ πάθος, έκλαιγε σχεδόν κι όλοι γύρω είχαμε συγκινηθεί, στο «Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» έκανε μόνο ισοκράτημα, άλλωστε κι εγώ δεν το πήγαινα πολύ, πάντα με κούραζε, τρέχα γύρευε γιατί αρέσει στον κόσμο, είναι ατελείωτο, δύσκολο, μια φορά μόνο το είχαμε πετύχει με τον Άρη τον φίλο μου σ’ ένα εκκλησάκι...

Τις επόμενες δυο μέρες, Μεγάλη Τετάρτη και Μεγάλη Πέμπτη, όπως τα είχε κανονίσει ο Καραγιάννης κοιμηθήκαμε σε μια μονή πολύ αφιλόξενη, παραλίγο να πλακωθούμε, κάτι μοναχοί μάς έκαναν παρατήρηση ότι γελάμε, είχαμε δει έναν γέρο προσκυνητή να κοιμάται μ’ ανοιχτό το στόμα και δεν μπορούσαμε να κρατηθούμε, το θεώρησαν ασέβεια. Καλά, ήθελα να τον αρπάξω απ’ τον γιακά εκείνον τον καλόγερο τον θρασύ με τα γυαλιστερά μάτια που μας είχε βάλει στο μάτι, είχα βγει εκτός εαυτού, ήταν κι η νηστεία, τα νεύρα μας ήταν τεντωμένα, ευτυχώς ένας αγαθός γέροντας ήρθε κοντά και μας ηρέμησε λέγοντας ήσυχα «Ειρήνη υμίν». Όπως τα είχε καταφέρει ο φίλος μου, είχαμε μείνει εκτός του νυμφώνος τέτοιες μέρες και τη Μεγάλη Παρασκευή θα σκάγαμε αν δεν ψέλναμε, έτσι γυρίσαμε πίσω στη σκήτη και είπαμε τα φοβερά εκείνα ευλογητάρια «Των αγγέλων ο δήμος κατεπλάγη ορών σε εν νεκροίς λογισθέντα», τρομεροί στίχοι, έπαθαν πλάκα οι άγγελοι, ρε φίλε, επειδή νόμιζαν νεκρό τον Χριστό, εκεί στανιάραμε.

Με τούτα και μ’ εκείνα είχαμε φτάσει στο Μεγάλο Σάββατο, σύννεφα πλησιάζαν από τον νοτιά απ’ τη μεριά της Λήμνου, είχαμε ξεχάσει τον έξω κόσμο κι είχαμε βουτηχτεί στην ατμόσφαιρα των ημερών και του χώρου, καθώς όλα είχαν διυλιστεί παράξενα. Κουρασμένοι μα γεμάτοι αδημονία κινήσαμε για τον τελευταίο σταθμό, ένα μοναστήρι όπου ο Καραγιάννης ισχυριζόταν ότι είχε το καλύτερο τραπέζι και μάλιστα μπορούσες να φας λάδι απ’ το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου, με την πείνα που μας έδερνε αυτό ήταν μεγάλη υπόθεση, καθώς δεν είχαμε μπει κι ούτε είχαμε όρεξη να μπούμε σ’ εκείνη τη σωματική διαδικασία όπου το σώμα συνηθίζει με τα ελάχιστα κι οι αισθήσεις κατευνάζονται. Γύρω μας όλα έμοιαζαν παράξενα, τα πάθη είχαν περάσει κι η Μεγάλη Παρασκευή σηματοδοτούσε μια μεταστροφή αδιόρατη σε κάτι πιο αισιόδοξο που πλησίαζε μυστηριακά, η ατμόσφαιρα της μυσταγωγίας είχε εισχωρήσει μέσα μας, καθώς περπατούσαμε στις ερημιές δίπλα από σάρες με πέτρες που κυλούσαν σε βάραθρα πολλά μέτρα πάνω απ’ τη θάλασσα, είχαμε εξαντληθεί απ’ την πείνα και το περπάτημα, όλη την ώρα ακούγαμε χαλίκια να πέφτουν πίσω μας σαν κάποιος να τα πετούσε επίτηδες, ο Καραγιάννης ήταν σίγουρος ότι μας ακολουθούσαν, «Προχώρα!» του έλεγα συνέχεια προσπαθώντας να τον ησυχάσω, αλλά κι εγώ είχα μια υποψία ότι δεν ήμασταν μόνοι μας εκεί πέρα.

Καθίσαμε σ’ έναν βράχο να πάρουμε μια ανάσα όταν άρχισε να ψιλοβρέχει, αυτό ήταν το τελευταίο που χρειαζόμασταν, η μονή όπου θέλαμε να πάμε φαινόταν στο βάθος αντίκρυ κι είχαμε πολύ δρόμο ακόμα, ψάχναμε κανένα μέρος, καμιά σπηλιά να φυλαχτούμε λιγάκι, όμως πουθενά δεν υπήρχε ούτ’ ένα απάγκιο, είχαμε αρχίσει ν’ απελπιζόμαστε όταν η βροχή σταμάτησε απότομα σαν κάποιος να διέταξε τις δυνάμεις της φύσης. Πάνω απ’ τη θάλασσα βγήκε ένα τεράστιο ουράνιο τόξο, πεντακάθαρο, όλες οι ρίγες του διακρίνονταν, η μενεξελιά, η κίτρινη, η πράσινη, η κοκκινωπή, έμοιαζε με πύλη ουράνια, με γέφυρα υπερκόσμια απ’ όπου μπορούσες να περάσεις και να βγεις σε πραγματικότητες αλλιώτικες και σύμπαντα παράλληλα, να διαβείς περάσματα σαν αυτά που διάβηκε ο Χριστός καθώς η ψυχή του περιπλανιόταν το πρωινό του Μεγάλου Σαββάτου. Βρήκαμε έναν βράχο πελώριο με κομμάτια έτοιμα ν’ αποσχιστούν και να πέσουν στα τάρταρα, καθίσαμε προσεχτικά κι ο Καραγιάννης χαζεύοντας κι αυτός το θαύμα που διαδραματιζόταν γύρω και μέσα μας άρχισε να ψέλνει αργά αργά το χερουβικό της ημέρας στον πλάγιο του πρώτου τονίζοντας τις καταλήξεις, «Σιγησάτω πάσα σαρξ βροτεία και στήτω μετά φόβου και τρόμου και μηδέν γήινον εν εαυτή λογιζέσθω…», μια σκιά πέρασε από πάνω μας, κάποιο πουλί πετούσε ψηλά κατοπτεύοντας τον χώρο, βρισκόμασταν μετέωροι εκεί πέρα προσπαθώντας να καταλάβουμε αυτό που συνέβαινε, πού ήταν άραγε ο Χριστός εκείνη την ώρα;

Απόστολος Σπυράκης, συγγραφέας και κριτικός

https://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/12048-sarks-broteia

https://diastixo.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου