Οι μέρες που διανύουμε υποβάλλουν και τα συναισθήματα και την ψυχική ανάγκη για αναγωγές στη Λογοτεχνία, στη Μουσική, στη Ζωγραφική και όποια άλλη Τέχνη. Ιδιαίτερα ο κινηματογράφος αυτές τις ημέρες θα ασχοληθεί με θέματα ειλημμένα από την Παλαιά ή την Καινή Διαθήκη, από τη ζωή θρησκευτικών προσώπων με κορυφαίο τον Ιησού Χριστό και τα Πάθη του, που ενέπνευσαν καλλιτέχνες όλων των Τεχνών. Στο κλίμα μέσα αυτό ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος θα συνθέσει τον Επιτάφιό του, έργο που γέννησαν μέρες άγριες, με έντονη πολιτική ένταση. Από τον θρήνο της μάνας συγκλονισμένος και από τη συνεκτίμηση και παραλληλία των θείων και των ανθρωπίνων παθών ωθούμενος, συνέθεσε τα δεκατέσσερα άσματα του Επιταφίου του που γράφονται σε δύο μέρες, εκ των οποίων τα τρία δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη με τον τίτλο «Μοιρολόι». Ο Χριστός και οι Ρωμαίοι στο Θείο Πάθος; Ο καπνεργάτης και η Εξουσία στο ανθρώπινο. Πίσω από την απλή λαϊκή γυναίκα, τη θρηνούσα μάνα, ο Ρίτσος είδε την Παναγία, όπως απλή γυναίκα ήταν και Εκείνη που επελέγη για να σηκώσει το μέγα βάρος της οδύνης του χαμού του παιδιού της. «Και σε, Μαρία, μες στην καρδιά ρομφαία θα σε διαβεί», όπως χαρακτηριστικά έψαλε ο Άγγελος Σικελιανός.
Ο Σικελιανός, και γενικώς οι ποιητές, διαπλέκει στην ποίησή του θρησκευτικά θέματα. Στην «Ιερά Οδό», επί παραδείγματι, ανατρέχει σε μητέρες που θρηνούν τα παιδιά τους. Η Αλκμήνη τον γιο της, η Δήμητρα την κόρη της και στις δύο αυτές μυθικές συναθροίζει και την Παναγία, προβαίνοντας σε έναν συγκρητισμό της αρχαίας με τη νέα θρησκεία και υποβάλλοντας το αίσθημα του πόνου για τον άνθρωπο, για τη βία στον κόσμο, για τη βία στη φύση, για τον θάνατο. Ο Σικελιανός συμπλέκει το θείο με το ανθρώπινο πάθος και «Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι», όπου οι γυναίκες του Στειριού τη Μεγάλη Πέμπτη ψέλνουν μουρμουριστά ετοιμάζοντας την εκκλησία, χωρίς όμως να νιώθουν ότι οι πληγές στα χέρια του Ιησού δεν ήταν ανεμώνες αλλά «σάρκα που πόνεσε βαθιά». Ο ποιητής μεγαλόψυχα θα αποδώσει την πλάνη στην ωραία εποχή, στις «αναπνοές της άνοιξης» και στα λουλούδια που «έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν». Θα χρειαστεί να κάνει την εμφάνισή του ο Βαγγέλης, την ώρα της Ανάστασης, που τον είχαν για χαμένο στον πόλεμο, για να ανατριχιάσουν, για «να ξεσπάσουν την αξεθύμαστη του τρόμου κραυγή», να νιώσουν τον πόνο της μάνας του και του παιδιού της του σταυρωμένου στο «ξύλινο ποδάρι», όπως ο Άλλος κρεμασμένος στον ξύλινο Σταυρό του και του οποίου το πάθος οι γυναίκες του Στειριού δεν είχαν καταλάβει. Έπρεπε να γίνει η «συγκατάβαση», ήτοι ο Εσταυρωμένος Χριστός να πάρει τη μορφή του Βαγγέλη για να αγγίξει τις μακάριες στην άγνοιά τους γυναίκες, που τυπικά στόλιζαν τον ναό.
Απομακρυσμένος από το εξόφθαλμο συναίσθημα ο Οδυσσέας Ελύτης θα συνθέσει ένα διαφορετικό σκηνικό πάθους, το οποίο με την αφαιρετικότητά του κάνει να μη νιώθεται τι είναι αυτό που διεκτραγωδείται μέσα στην εικόνα:
ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΠΡΑΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
(Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου, «Μ.Παρασκευή, 24β»)
Σε άλλο ποίημα, πάλι ο Ελύτης τηρεί διακριτική και διακριτή απόσταση από το διεκτραγωδούμενο δράμα:
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς, ή, έστω,
σ' έναν Μποτιτσέλλι όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη.
(Ο μικρός ναυτίλος, «Μυρίσαι το Άριστον» IV)
πράγμα που σημαίνει πως η άνοιξη και ό,τι αυτή συνεπάγεται (Θάνατο και Ανάσταση, Πάσχα, πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο και πάλι από τον θάνατο στην άλλη ζωή) δεν είναι οι ανθισμένοι αγροί ή η γνωστή διάσημη ζωγραφιά, αλλά «μια μικρή Βαϊφόρος κόκκινη». Γιατί πίσω από την ανθισμένη επιφάνεια της άνοιξης και πέρα από τη «Βαϊφόρο», Κυριακή των Βαΐων, υπάρχει πάντα η Εβδομάδα των Παθών, ο θάνατος και η οδυνηρή Ανάσταση.
Τέλος, αφηγείται ο Ελύτης ότι διάβαζε Πλάτωνα στο μικρό καμαράκι του, «πάνω απ' τη rue Monsieur le Prince», χωρίς να βγαίνει από τον νου του «ότι λίγα σπίτια παρακάτω βρισκότανε το δωματιάκι όπου κάποτε πέρασε τρομερές νύχτες αϋπνίας ο Αρθούρος Ρεμπώ». Και δέκα χρόνια αργότερα, περπατώντας στα στενά της πλάκας στην Αθήνα, παρέα με τον Jean Genet «και μάλιστα μια νύχτα Μεγάλης Παρασκευής [...] αναρωτιόμασταν», λέει, «αν στα ίδια αυτά μέρη κυκλοφορούσε πριν από αιώνες ο φιλόσοφος...» (Ανοιχτά χαρτιά, σελ. 320). Νομίζω πως οι νύχτες αϋπνίας του Ρεμπώ στο Παρίσι, ο Πλάτων στην Πλάκα της Αθήνας και η Μεγάλη Παρασκευή με τον Γολγοθά της, που έπεται της μεγάλης νύχτας αϋπνίας του Ιησού, της σύλληψης και της Σταύρωσης, συνθέτουν το κλίμα της ανθρώπινης οδύνης. Δεν κάνει έμφαση χωρίς λόγο ο Ελύτης στη φράση «και μάλιστα μια νύχτα Μεγάλης Παρασκευής». Η ημέρα σηματοδοτεί την αναγωγή του ανθρώπινου πάθους στο Θείο.
Οι ημέρες, λοιπόν, υποβάλλουν την αισθητική τους και οι Τέχνες, καθεμία από τη δική της έπαλξη, εξακολουθεί να σαλπίζει, να ελπίζει ή να απελπίζεται, να στοχάζεται, να παρηγορεί και για λίγο έστω να γιατρεύει.
Ανθούλα Δανιήλ, δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας, μέλος της Ένωσης Ελλήνων Θεατρικών και Μουσικών Κριτικών και μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων
https://diastixo.gr/arthra/2419-to-theio-pathos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου