Ο Πιτ Παφίντις (Παναγιώτης Παφίδης) γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1969 και σπούδασε φιλοσοφία στο Saint David’s University College από το 1989 μέχρι το 1992. Το 1992 εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και ξεκίνησε να γράφει στο περιοδικό MelodyMaker, ενώ από το 1994 μέχρι το 2002 εργάστηκε ως μουσικοκριτικός και συντάκτης ποικίλης ύλης για το TimeOutMagazine. Κείμενά του έκτοτε έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά περιοδικά και εφημερίδες: Mojo, Q, The Guardian, Observer, The Times, Uncut, The Word, The Quietus, Record Collector, The Standard. Την περίοδο 2009-2017 έγραψε και παρουσίασε για το BBC Radio 4 πολλά ντοκιμαντέρ, όπως τα: Lost Albums (σε δύο σειρές), το Follow-Up Albums (σε μία σειρά), το Good Grief: The Story of Peanuts, Auditioning for Auntie, Greek Blues, How I Stopped Worrying and Learned to Love My Albatross και το The Songs of Molly Drake, που πήρε το χρυσό βραβείο για την καλύτερη μουσική εκπομπή από το New York Festival. Από το 2015 παρουσιάζει την εβδομαδιαία μουσική εκπομπή (πλέον μεταδίδεται κάθε δεύτερη εβδομάδα) Soho Radio show, ενώ από το 2019 είναι συνιδρυτής της μουσικής εταιρείας Needle Mythology. Το 2020 εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, BrokenGreek (εκδ. Quercus), το οποίο την επόμενη χρονιά κέρδισε τα βραβεία Penderyn Music Book Prize και Christopher Bland Award, και μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Broken Greek;
Ξεκίνησα λέγοντας στον εαυτό μου «δε νομίζω να πας πολύ μακριά». Ποτέ δε θεώρησα ότι είμαι από κείνους που μπορούν να γράψουν μια δομημένη ιστορία, η οποία θα καλύψει κάποιες εκατοντάδες σελίδες – αυτό μου φαινόταν ότι έπρεπε να κάνει ένας «σωστός συγγραφέας». Από την άλλη, είχα φτάσει σ’ εκείνο το σημείο της ζωής μου όπου προσπαθούσα να κατανοήσω γιατί είχα γίνει αυτός που ήμουν.
Γιατί έχετε τέτοιο πάθος για τους δίσκους και τις ηχογραφήσεις;
Έχω καταλήξει στο ακλόνητο συμπέρασμα ότι δεν διαλέγουμε εμείς τη μουσική, εκείνη μας επιλέγει. Αγαπάμε τη μουσική, ιδιαίτερα κατά την παιδική μας ηλικία, επειδή μας βοηθά να κατανοήσουμε με κάποιον τρόπο την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Λειτουργεί σαν ένα είδος εξωτερικού χώρου, μέσα στον οποίο ανακαλύπτουμε ποιοι πραγματικά είμαστε· στην περίπτωσή μου αυτό ακριβώς ισχύει. Χρειαζόμουν περισσότερο από τα άλλα παιδιά να καταλάβω ποιος ήμουν στη πραγματικότητα, επειδή τα μηνύματα που έπαιρνα ήταν ανάμεικτα. Οι γονείς μου ήταν Έλληνες (Ελληνοκύπριοι), αλλά εγώ βρισκόμουν στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας κι όλα τα συναρπαστικά πράγματα όπως η ποπ μουσική –ειδικά αυτή– και η τηλεόραση ήταν στοιχεία της βρετανικής πραγματικότητας. Αυτό δημιουργούσε ένα είδος έντασης ανάμεσα στον χαρακτήρα που σχημάτιζα και στις προσδοκίες που είχαν οι γονείς μου για μένα και τον αδερφό μου. Ένιωθα όλο και περισσότερες τύψεις, επειδή γινόμουν περισσότερο Άγγλος, ήξερα ότι αυτή δεν ήταν η επιθυμία των γονιών μου και η βασική μηχανή αυτής της συνειδητοποίησης ήταν η μουσική που άκουγα στο ραδιόφωνο. Επιστρέφοντας λοιπόν στην αρχική ερώτηση, ήξερα ακριβώς πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα και ποια σκηνή θα διαδραματιζόταν πρώτη, τη φανταζόμουν σαν να έβλεπα ταινία: οι γονείς μου θα με πήγαιναν στον ψυχολόγο για να δει το πρόβλημά μου. Νομίζω ότι εκείνα τα γεγονότα φωτίζουν το ποιος πραγματικά είμαι και πώς κατέληξα εδώ, αυτή είναι η αρχή της ιστορίας. Πίστευα ότι έπρεπε να συνεχίσω αυτό που έκανα κι όλα τα άλλα θα ακολουθούσαν μόνα τους, έπρεπε απλώς να συνεχίσω μια σταθερή πορεία.
Ποια είναι η σημασία της επιλογής του τίτλου Broken Greek;
Ο τίτλος προέκυψε τη στιγμή που τελείωνα το βιβλίο μου· έγραφα ένα κεφάλαιο για το πώς μεγαλώνοντας στη Μεγάλη Βρετανία και παρακολουθώντας ένα βρετανικό σχολείο τα ελληνικά μου γίνονταν όλο και πιο σπαστά κι ο τίτλος BrokenGreek είχε έναν συμβολισμό που περιέκλειε αυτή την κατάσταση – έτσι τουλάχιστον ένιωθα, ένας διχασμένος Έλληνας.
Γεννηθήκατε, λοιπόν, στο Μπέρμιγχαμ, όπου και μεγαλώσατε. Οι γονείς σας είχαν ένα μαγαζί fish and chips. Πώς βιώσατε το ότι μεγαλώνατε σε μια οικογένεια που όλη τη μέρα δούλευε σε ένα κατάστημα; Τι θυμάστε από εκείνη την εποχή;
Έχοντας διαβάσει το βιβλίο μου, θα ξέρετε ότι πολλές από τις πρώιμες αναμνήσεις από το μαγαζί του πατέρα μου είναι συναρπαστικές. Ήταν το ξεκίνημα προς τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και υπήρχε στο πίσω μέρος του μαγαζιού ένας χώρος με φλίπερ, όπου οι ντόπιοι νεαροί μαζεύονταν τα απογεύματα. Οι γονείς μου με άφηναν μαζί τους επειδή έπαιζα καλύτερα και για να με κερδίσουν έριχναν διπλάσια κέρματα, προσπαθώντας να νικήσουν τον γιο του ιδιοκτήτη – ήμουν έξι χρονών! Έπρεπε να ανεβαίνω σε μια καρέκλα για να φτάνω τα φλιπεράκια. Από τα τέσσερα μέχρι τα επτά μου είχα επιλεκτική αλαλία: εκείνη την περίοδο δεν μιλούσα σε κανέναν άλλον εκτός από τους γονείς και τον αδερφό μου. Υποθέτω ότι η αινιγματική σιωπή μου πρόσθετε ακόμα ένα στοιχείο στο αίνιγμα της προσωπικότητάς μου. Σ’ αυτό φαίνεται ότι συνέβαλλε και το γεγονός ότι οι Who είχαν φτιάξει λίγα χρόνια νωρίτερα τη ροκ όπερά τους Tommy, που δείχνει ένα ασυνήθιστο βουβό παιδί, το οποίο «φυσικά παίζει απίθανο φλιπεράκι».
Έχω καταλήξει στο ακλόνητο συμπέρασμα ότι δεν διαλέγουμε εμείς τη μουσική, εκείνη μας επιλέγει.
Πώς νιώθατε που μεγαλώνατε σε μια πόλη όπου μιλούσαν όλοι αγγλικά;
Ίσως αυτό επηρέασε την απόφασή μου να μη μιλώ σε κανέναν άλλον πέρα από τους δικούς μου. Σε κάποιο σημείο η εσωτερική μου φωνή άλλαξε κι από Έλληνας άρχισα να αισθάνομαι Άγγλος· αυτή η μεταστροφή ήταν οριστική.
Τα πρώτα σας ακούσματα ήταν στην ελληνική μουσική. Ποια τραγούδια σάς άρεσαν;
Έχω πολύ καθαρές αναμνήσεις από το πρώτο καλοκαίρι που πήγαμε διακοπές στην Κύπρο, τη χρονιά που βγήκε το τραγούδι του Μιχάλη Βιολάρη «Τα ριάλια» – μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. Θυμάμαι να το ακούω στο ραδιόφωνο, στα λούνα παρκ, και θυμάμαι ότι στους ενήλικες άρεσε η λέξη «πεζεβέγκης» – ήξερα ότι ήταν μια κακή λέξη, αλλά μου πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να ανακαλύψω τι σημαίνει. Θυμάμαι επίσης τους γονείς μου –τον πατέρα μου, βασικά– να ακούει κάθε Κυριακή, που το μαγαζί μας ήταν κλειστό, ελληνική μουσική, συνήθως Μίκη Θεοδωράκη, Μάνο Χατζιδάκι και Νίκο Ξυλούρη. Εκείνη την εποχή η ελληνική μουσική μού φαινόταν καταθλιπτική, επειδή ο πατέρας μου την άκουγε νιώθοντας νοσταλγία για την πατρίδα του και πίκρα για την πορεία της ζωής του· οι γονείς μου δεν ήθελαν ποτέ να καταλήξουν σ’ ένα μαγαζί fish and chips, όμως αυτή ήταν η μοναδική ευκαιρία που τους δόθηκε κι επιπλέον δεν υπήρχε πατρίδα για να επιστρέψει ο πατέρας μου, καθώς το χωριό του είχε καταληφθεί από τους Τούρκους. Αργότερα, ωστόσο, όταν έφυγα από το σπίτι μου, άρχισα ν’ αγαπώ τούτη τη μουσική, άκουγα αυτούς τους καλλιτέχνες πολύ συχνά και κατά έναν παράξενο τρόπο μού προκαλούν την ίδια αίσθηση νοσταλγίας, την ίδια λαχτάρα και νοσταλγία που ένιωθε κι ο πατέρας μου.
Και μετά ακολούθησαν οι ABBA. Γιατί αυτό το συγκρότημα αγαπήθηκε από όλη την Ευρώπη;
Δεν ξέρω για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους, αυτό που γνωρίζω είναι ότι εγώ κι ο πατέρας μου αγαπήσαμε τους ABBA. Όπως λέω και στο βιβλίο, το τραγούδι που άρεσε περισσότερο στον πατέρα μου ήταν το «Money, Money, Money», αυτό εξέφραζε τον τρόπο που ένιωθε και σκεφτόταν, αντικατόπτριζε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει, καθώς μιλά για την υπομονή που πρέπει να δείξεις ώστε να ευτυχήσεις αργότερα: Δέχεσαι να κάνεις κάτι στο παρόν, αν και σε κάνει δυστυχισμένο – μαζεύεις χρήματα που θα σε βοηθήσουν να περάσεις καλά στο μέλλον. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και το τραγούδι «If I Was a Rich Man» από τον Βιολιστή στη στέγη, που επίσης άρεσε στον πατέρα μου. Εκτός από το μήνυμα, βέβαια, ήταν και η ωραία μουσική του τραγουδιού. Όλοι οι δίσκοι των ABBA περιείχαν καλογραμμένα κομμάτια με ωραίες εκτελέσεις, χαρούμενα κι εξωστρεφή, που έκρυβαν νοήματα κι επιθυμίες βαθύτερες, είχαν συναισθητική αξία. Κι εγώ τα αγαπούσα εκείνα τα τραγούδια, όμως οι δικές μου προσλαμβάνουσες ήταν διαφορετικές, το «Knowing Me Knowing You», το «The Name of The Game», το «Winner Takes It All» και το «When All Is Said and Done» ήταν για μένα ένα είδος εγχειριδίου χρήσεως γι’ αυτό που ήθελα να γίνω. Επιπλέον, είχα ενθουσιαστεί με τον Benny και τον Bjorn – φαίνονταν τόσο ήρεμοι στις συνεντεύξεις τους, σαν να βαριούνταν, κι όμως στη μουσική που έγραφαν κι εκτελούσαν ήταν γεμάτοι αισθήματα.
Γιατί αγαπήσατε τόσο πολύ τη μουσική; Από πότε αρχίσατε να κάνετε ραδιοφωνικές εκπομπές;
Μέσω της μουσικής μπορούσα να συνδεθώ άμεσα με τους αστέρες της ποπ που έβλεπα στην τηλεόραση. Έπλαθα ιστορίες στο μυαλό μου για το πώς θα μπορούσαν αυτοί οι τραγουδιστές να γίνουν γονείς μου, σε περίπτωση που οι δικοί μου δε θα ήθελαν πια να με φροντίζουν – η Olivia Newton-John, η Kiki Dee, τα κορίτσια των ABBA και των Brotherhood Of Man ήταν ψηλά στη λίστα μου! Πολύ αργότερα άρχισα να ενδιαφέρομαι για τη μουσική που κυλούσε στα αυλάκια των δίσκων, ήθελα να μαθαίνω όλες τις πληροφορίες για τους καλλιτέχνες, διάβαζα λοιπόν τα περιοδικά μουσικής κι απομνημόνευα τα ονόματα των παραγωγών και των μουσικών που έπαιζαν στις ορχήστρες τους. Ύστερα, έψαχνα να βρω άλλους δίσκους στους οποίους συμμετείχαν όλοι αυτοί, αναζητούσα τις ιστορίες που ακούγονταν κι εκείνους που έλεγαν τις ιστορίες, ήθελα να καταλάβω το πλαίσιο μέσα στο οποίο είχαν γραφτεί εκείνα τα τραγούδια. Αισθανόμουν ότι όλο αυτό ήταν κάτι στο οποίο μπορούσα να γίνω ειδικός, ήταν ίσως το μόνο πράγμα που μπορούσα να κάνω καλά, καθώς οι βαθμοί μου στο σχολείο δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Οι πρώτες μου ραδιοφωνικές μεταδόσεις έγιναν για το Radio 4 του BBC, έπειτα ξεκίνησα να δουλεύω για τους Times (εκεί δούλεψα από το 2005 ως το 2010) και κατόπιν αποφάσισα να προτείνω στο Radio 4 την ιδέα για μια εκπομπή σχετική με μια σειρά από «Χαμένα άλμπουμ», μια εκπομπή όπου θα μιλούσα για άλμπουμ καλλιτεχνών όπως ο Robin Gibb, ο Elton John κι ο Dennis Wilson, άλμπουμ που δεν είχαν κυκλοφορήσει ή είχαν περάσει απαρατήρητα. Αργότερα έκανα επίσης ένα ντοκιμαντέρ που λεγόταν Ελληνικά μπλουζ, για το οποίο ταξίδεψα στην Αθήνα, όπου ανακάλυψα περισσότερα πράγματα για τη μουσική που άκουγαν οι γονείς μου όταν ήμουν μικρός. Στη διάρκεια των γυρισμάτων πήρα μια θαυμάσια συνέντευξη από τον Γιώργο Νταλάρα και πιο μετά, το 2015, με πλησίασαν από ένα ραδιόφωνο του Λονδίνου, το Soho Radio, για να παρουσιάσω μια εβδομαδιαία μουσική εκπομπή. Ύστερα από διάλειμμα ενός χρόνου, επιστρέφω στο ίδιο ραδιόφωνο τούτη την άνοιξη παρουσιάζοντας μια νυχτερινή εκπομπή.
Είναι αλήθεια ότι έχετε πάρει συνεντεύξεις από σπουδαία ονόματα της μουσικής. Πώς είναι ως άνθρωποι αυτοί οι διάσημοι μουσικοί;
Οι περισσότεροι διάσημοι μουσικοί είναι πολύ απλοί και προσιτοί. Δεν μπορείς να πας μακριά, αν δεν είσαι κοντά στους ανθρώπους που σε βοήθησαν να γίνεις αυτό που είσαι. Οι πιο διάσημοι είναι κατά κανόνα οι πιο ευχάριστοι. Στη συνέντευξη του Κρις Μάρτιν των Coldplay ένιωθα ότι είχα απέναντί μου έναν κωμικό παρά έναν μουσικό, είναι ένας από τους πιο αστείους και πιο αυθόρμητους ανθρώπους που έχω συναντήσει. Η Μπιγιονσέ πάλι έχει αυτή την ποιότητα του σταρ που τη νιώθεις αμέσως, είναι κάτι που δεν μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια, ήταν ταυτόχρονα ταπεινή και κοφτή στις απαντήσεις της χωρίς να χάνει το χιούμορ και την προσοχή στον συνομιλητή της. Εντυπωσιάστηκα επίσης από τον Νιλ Ντάιμοντ, ήταν αρκετά ντροπαλός και δεν θεωρούσε ότι είχε κάνει κάτι σπουδαίο. Στη συνέντευξη που πήρα από τον Πολ Μακάρτνεϊ θυμάμαι ότι ήμουν πολύ συγκεντρωμένος προσπαθώντας να κρατήσω το ενδιαφέρον του, επειδή είχε δεχτεί κάθε ερώτηση που υπήρχε και δεν ήθελα να μου απαντά μηχανικά. Στην περίπτωση του Έλτον Τζον αισθανόμουν ότι με έναν παράξενο τρόπο είχαμε κάποια κοινά, ήμασταν και οι δυο παθιασμένοι με τη συλλογή δίσκων και οι ερωτήσεις μου κινούνταν γύρω από αυτό το θέμα. Είχε διαβάσει το μισό μου βιβλίο όταν του πήρα συνέντευξη για το περιοδικό RecordCollector και το πρώτο πράγμα που μου είπε ήταν: «Μου θύμισες τον εαυτό μου όταν ήμουν παιδί» κι έχασα τα λόγια μου. Τέλος, και καθώς έχει μείνει μόνο ένας από αυτούς στο πέρασμα του χρόνου, δεν μπορώ να πιστέψω ότι πήρα συνέντευξη από τους Bee Gees: συνέβη το 1997, ήμουν πολύ φανατικός θαυμαστής τους και νομίζω ότι πίστευαν πως τους κορόιδευα, όμως είχαν γράψει πάρα πολλά τραγούδια που αγαπούσα και συνεχίζω να αγαπώ, ήταν τιμή μου να βρίσκομαι στο ίδιο δωμάτιο μαζί τους στο σπίτι του Barry Gibb και μου έδειξαν τόση καλοσύνη, ώστε τραγούδησαν κι ένα προσωπικό μήνυμα στον τηλεφωνητή μου πάνω στη μελωδία του «I’ve Gotta Get A Message to You»!
Δεν μπορείς να πας μακριά, αν δεν είσαι κοντά στους ανθρώπους που σε βοήθησαν να γίνεις αυτό που είσαι.
Έχετε αρθρογραφήσει σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες. Τι σας αρέσει ιδιαίτερα σε αυτή την ενασχόληση;
Μ’ αρέσει πολύ να μη γνωρίζω ποια θα είναι η επομένη δουλειά μου κι επίσης αντιμετωπίζω κάθε εργασία με τον ίδιο τρόπο – είτε είναι μια κριτική, μια συνέντευξη ή μια βιογραφία κάποιου μουσικού για το εξώφυλλο κάποιας ηχογράφησης, πρέπει να κάνω το καλύτερο δυνατό, έτσι ώστε αυτός που θα διαβάσει το κείμενο να θέλει να την αγοράσει.
Έχω διαβάσει άρθρα σας στους Times και στον Guardian. Ξέρετε, ένιωσα όμορφα γνωρίζοντας ότι ένας Έλληνας διακρίνεται στο Λονδίνο.
Να είστε καλά, αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα!
Πώς νιώθετε που το βιβλίο σας έγινε μπεστ σέλερ;
Είμαι ακόμα σοκαρισμένος! Ένιωθα ήδη ότι είχα πετύχει από τη στιγμή που κάποιος εκδότης έδειξε ενδιαφέρον – ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα περίμενα ότι κάποτε θα έγραφα ένα βιβλίο. Είμαι πολύ χαρούμενος που πάει καλά κι επειδή μπορώ να πω σε αυτό την ιστορία των παιδικών μου χρόνων μ’ έναν τρόπο που μου επιτρέπει να την κατανοήσω καλύτερα.
Μάλιστα, έχετε βραβευτεί για το βιβλίο σας. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια;
Το βιβλίο κέρδισε δύο βραβεία. Το πρώτο από τη Βασιλική Εταιρεία Λογοτεχνίας, η οποία απονέμει το The Christopher Bland Prize σε συγγραφείς που πρωτοεκδίδουν βιβλίο μετά την ηλικία των 50. Επίσης, κέρδισε το βραβείο The Penderyn Music Prize, που δίνεται στο καλύτερο μουσικό βιβλίο της χρονιάς. Κάποιοι από τους αγαπημένους μου μουσικούς συγγραφείς το έχουν κερδίσει τα προηγούμενα χρόνια και το να ακολουθήσω τα βήματά τους ήταν ακόμα ένα όνειρό μου που έγινε πραγματικότητα.
Μπορεί στο μέλλον να δούμε τη μεταφορά του βιβλίου σε τηλεοπτική σειρά ή κινηματογραφική ταινία;
Συνεργάζομαι μ’ έναν τηλεοπτικό πράκτορα που ελπίζει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά είναι κάτι που ξεφεύγει από τις δυνατότητές μου, νομίζω λοιπόν ότι είναι δύσκολο να γίνει.
Tι θα απευθύνατε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;
Σας ευχαριστώ που φτάσατε μέχρι το τέλος αυτής της συνέντευξης!
Μετάφραση από τα αγγλικά: Απόστολος Σπυράκης
Broken Greek
Pete Paphides
Quercus
https://www.quercusbooks.co.uk/titles/pete-paphides-2/broken-greek/9781529404449/
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, συγγραφέας
https://diastixo.gr/sinentefxeis/xenoi/18331-pete-paphides
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου