ούλιος στο νησί, ο ποιητής, Ιούλιο κι εγώ στη Σκόπελο.
Ας λέει ο Καβάφης σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη, να εύχεσαι να ’ναι μακρύς ο δρόμος. Εγώ με το που μπήκα στο λεωφορείο ευχόμουν να είναι σύντομος. Πλατεία Κάνιγγος, Άγιος Κωνσταντίνος. Καταμαράν, για Σκιάθο, Σκόπελο, Αλόννησο. Εγώ και μερικοί άλλοι για τη Σκόπελο, και οι άλλοι για τα άλλα. Τουρίστες, συρόμενες βαλίτσες, τσάντες, σορτσάκια, καπέλα και άλλα του καλοκαιριού αξεσουάρ. Σε εφτά ώρες έφτασα. Η Μαρία με περίμενε, με πήρε με το αυτοκίνητό της και με πήγε στο «Καλύβι» της – Θεέ μου, για παλάτι πρόκειται, για επίγειο παράδεισο. Δέκα στρέμματα με οπωροφόρα δέντρα. Εσπεριδοειδή, ελιές, αμυγδαλιές, δαμασκηνιές, συκιές και εν τω μέσω του παραδείσου, δεν ῥει ο Μαίανδρος ποταμός, όπως λέει ο αρχαίος Ξενοφών, αλλά βρύσες και βρυσούλες γύρω γύρω ποτίζουν και δροσίζουν τα δέντρα και τα πολύχρωμα ανθισμένα όμορφα λουλούδια, τα πυκνά βασιλικά και την αρμπαρόριζα. Η θέα δεν απλώνεται ως το τρανό Μισσίρι, που λέει ο Εγγονόπουλος, αλλά ως την Εύβοια, τη Σκιάθο και το Πήλιο! Ιδού ο προσανατολισμός του νησιού και τα γειτονικά του. Τώρα, επειδή η Χώρα Σκοπέλου είναι σκαρφαλωμένη στο βουνό, το «Καλύβι», σαν αντίστιξη, είναι σκαρφαλωμένο απέναντι, σαν βίγλα που ελέγχει τη χώρα, ψηλά, και τη θάλασσα, χαμηλά, όπου κάθε λίγο τα πλοία της γραμμής, το καταμαράν ή κάποιο άλλο που δεν θυμάμαι πώς το λένε, έρχονται «να μουντζουρώσουν τα γαλάζια του Aιγαίου και της Mεσογείου / με τους καπνούς των», όπως λέει ο Αλέξανδρος Μπάρας για την Κλεοπάτρα, τη Σεμίραμι και τη Θεοδώρα, να ανακατέψουν για λίγο τον βυθό και να κάνουν το νερό θολό. Για λίγο, όμως, ίσα ίσα να αποβιβάσουν και να επανεπιβιβάσουν τους ταξιδιώτες. Γιατί τα πλεούμενα έρχονται γρήγορα και φεύγουν πάλι γρήγορα. Και μόλις κατακάτσει η ταραχή, να την πάλι ηθάλασσα της θαλάσσης, όπως τη βλέπει ο καραβοκύρης Εμπειρίκος. Και το πλεούμενο τρέχει στα κύματα· κύματα, βέβαια, δεν είχε ούτε που ήρθα ούτε που έφυγα, ένα απλό λίκνισμα μόνο, μια απέραντη γαλάζια θάλασσα που στους κόλπους της ο Θεός και ο Ελύτης έσπειρε κόσμους πολλούς. Νησάκια και ξερονησάκια φυτεμένα στον θαλάσσιο κήπο.
Η θέα, λοιπόν, από το αρχοντόσπιτο, που η Μαρία το λέει «Καλύβι», και από το «αβέρτο», το απάνω που άλλοτε φιλοξενούσε το σαλόνι (τώρα το σαλόνι ήταν κάτω και στο «αβέρτο» φιλοξενήθηκα εγώ), απλώνεται ακτινωτά προς πάσα κατεύθυνση. Εγώ εκεί και η ματιά μου εξακτινωμένη κυκλοτερώς στη θέα. Περιστρεφόμενο ευ. Περιστρεφόμενο εγώ και «ευ» το αντικείμενο του «βλέπω» μου. Απέναντι η Χώρα και στη Χώρα και γύρω γύρω, στα βουνά, πολλά εκκλησάκια. Αν τα μετρήσεις θα δεις πως είναι εννιά, ιερός αριθμός, και όλα είναι αφιερωμένα στην Παναγία. Τα βλέπω με τη σειρά, από τη βίγλα της βίλας της Μαρίας, της Ιφιγένειας και του Γιάννη, σαν από το κοίλον γιγάντιου θεάτρου. Σαν να βρίσκομαι στο πάνω διάζωμα της Επιδαύρου και κοιτάζω. Ψηλά και αριστερά ως προς τον θεατή: ο Ευαγγελισμός, μετά τα Εισόδια, πιο κάτω η Κοίμηση, μετά η Φανερωμένη, πίσω μας η Ελευθερώτρια και, παίρνοντας τη στροφή προς τα δεξιά, ως προς τον θεατή πάντα, η Μετάσταση, έπειτα η Ζωοδόχος Πηγή ή Λειβαδιώτισσα και πάνω, απέναντι, πάλι ο Ευαγγελισμός και πιο πάνω η Κοίμηση. Διαγράφοντας όλο τον κύκλο, νιώθεις πως όχι μόνο στα τείχη της Κωνσταντινούπολης αλλά και στα υψώματα της Χώρας Σκοπέλου η Υπέρμαχος Παναγία βρίσκεται πάντα εκεί, πρεσβεία θερμή και τείχος απροσμάχητον ελέους πηγή και κόσμου καταφύγιο.
Το πρωί στο Ασκληπιείο η παθιασμένη με την επιστήμη της αρχαιολόγος Αργυρούλα Ιντζεσίλογλου, η οποία κατέφθασε στο νησί μόνο και μόνο για την εκδήλωση, μας ξενάγησε στον χώρο και μας έδειξε τι θησαυρούς κρύβει η γη στα σπλάχνα της και η θάλασσα στα δικά της, γιατί, όπως μας είπε, ο χώρος δεν σταματάει εκεί που είναι ο μαντρότοιχος αλλά συνεχίζεται κάτω από την άσφαλτο και μέσα στα νερά, υποθαλασσίως. Στο μικρό μουσείο είδαμε μαρμάρινα κεφαλάκια παιδιών, μεγαλύτερα αγάλματα, αγγεία και άλλα του χώρου ευρήματα. Στη Χώρα μέσα είδαμε αρχοντικά και αρχιτεκτονικές. Το σπίτι εκείνο που το ζωγράφιζαν τέσσερις ζωγράφοι ταυτοχρόνως. Η Μαρία, μικρό κορίτσι τότε και φανατικό παιδί για γράμματα, κοιτάζοντας και των τεσσάρων τη ζωγραφιά, ρώτησε τον έναν, τον Νίκο Οθωναίο, γιατί ενώ όλοι το ίδιο βλέπουν αλλιώς το ζωγραφίζουν; Κι εκείνος της μίλησε για τη διαφορετική οπτική του καθενός, για το ότι όλα αλλάζουν, όταν αλλάζει το φως, και τίποτα δεν είναι σταθερό… Την άλλη μέρα η Μαρία ξαναπήγε να δει την πρόοδο των εργασιών. Ο Οθωναίος δεν ήταν εκεί. Εκείνη τη νύχτα πέθανε, σαν να ήθελε να της αποδείξει την αλήθεια των λόγων του με το προσωπικό του παράδειγμα. Τα πάντα ρει και σήμερα δεν είναι αυτός που ήταν χθες εκεί. Όμως μένουν οι ζωγραφιές του, μένουν τα λόγια, που παίρνουν υλική υπόσταση όταν είναι γραμμένα, κι ας έφυγε ο άνθρωπος, όπως τα πεύκα παίρνουν σχήμα και μορφή από τον αέρα, κι ας έφυγε ο αέρας.
Η Μαρία με πήρε με το αυτοκίνητό της και με ξενάγησε στις παραλίες. Δεν είχα ετοιμαστεί για παραλίες. Έτσι σήκωσα τα μπατζάκια, έβγαλα τα παπούτσια και περπάτησα για να συνάξει η πατούσα μου σοφία στην άμμο∙ κάτι ξέρει ο Ποιητής και Άξιον Εστί το έργο του. Κάηκα, όμως, και μπήκα στα νερά και, πλατσουρίζοντας, εγώ διά θαλάσσης και η Μαρία διά άμμου, φτάσαμε στο μνήμα του Στάφυλου, του γιου του Διόνυσου και πρώτου οικιστή του νησιού. Σκαρφάλωσα και είδα από ψηλά την άλλη παραλία γεμάτη με κοπέλες με μαγιό και με ομπρέλες, αλλά και η αποδώ ήταν ωραία, αλλιώς ωραία, και ακόμη πιο ωραία για δύο λόγους. Ο ένας ήταν ένα τεράστιο πεύκο που από χρόνια αποκόπηκε από τις ρίζες του και ξάπλωσε σαν εκείνον τον Κούρο Απόλλωνα στη Νάξο ή σαν μυθικής εποχής, τεραστίων διαστάσεων θηρίο, που είχε ξεβραστεί στην ακτή ή είχε βγει σαν αρχαιολογικό εύρημα μέσα από τα σπλάχνα της γης και έλεγε ιδού εγώ λοιπόν. Μου θύμισε εκείνο το κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη που το λέει «Ιερό δέντρο». Το άγγιξα, το χάιδεψα και ήταν λείο και ασημί από την αλισάχνη. Ήταν σαν σώμα που του ’φυγε η ψυχή, αλλά και που κάπου εκεί γύρω πετούσε. Γιατί μπορεί να γκρεμίστηκαν οι ναοί τους, όμως Διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί, το είπε ο Καβάφης, και Πάντα πλήρη θεών, το είπε και ο Θαλής και ο Σεφέρης, καθένας με τα δικά του λόγια, το θυμήθηκα κι εγώ πλάι στου Στάφυλου το μνήμα.
Το άλλο που πολύ με συγκίνησε ήταν τρεις Ιταλοί. Όρθιοι. Ο ένας στην ηλικία μου, ή πιο κάτω, με το ένα χέρι στον βράχο, μιλούσε στους άλλους δύο για ελληνική φιλοσοφία, στα Ιταλικά, από τα οποία άγρευσα σαν από σπασμένη αρχαία επιγραφή μερικές λέξεις, ελληνικές, και ονόματα, και κατάλαβα πως ο Ιταλός δεν ήταν εκεί με το μαγιό του για να λουστεί και να μεθύσει στα πεντακάθαρα νερά του Στάφυλου, αλλά για να λουστεί και να μεθύσει από το φως το ελληνικό, τον μύθο και τη φιλοσοφία που ένα τέτοιο τοπίο μπορούσε να εμπνεύσει και να κάνει τον ποιητή και τον φιλόσοφο να συλλάβει τις Μεγάλες Ουσίες, όπως λέει και ο Σολωμός.
Ο κόλπος του Στάφυλου από ψηλά σου κόβει την ανάσα. Γαλάζια ή μαλαματένια ή σμαραγδένια η θάλασσα. Ένα κότερο και πάνω του άνθρωποι που έκαναν βουτιές – και τα παιδιά που ’κάναν μακροβούτια, λέει ο Σεφέρης. Δυο τρεις όρθιοι βράχοι, που φιλοσοφούν μονάχοι (θυμήθηκα ένα παλιό τραγουδάκι), πιο πέρα μέσα στο νερό∙ στον ένα, τον πιο μικρό ίσως, είχε φυτρώσει ένα πεύκο, λοξό, σαν μικρή πράσινη καρφίδα σε βουνό. Το αεράκι θείο. Σε δεκαπέντε περίπου μέρες έχουμε Δεκαπενταύγουστο και τα τζιτζίκια κανοναρχούνε ήδη τον Παρακλητικό Κανόνα.
Πιο πέρα, σταματήσαμε να φάμε. Σ’ ένα ριζόρτ. Ένα μαγικό βουνό, όχι σαν του Τόμας Μαν, αλλά υγιές, ελληνικό, ωραίο, πολυτελείας, που, όμως, για να το κατεβείς, παίρνεις το τελεφερίκ, αλλιώς με τα πόδια θα κατεβαίναμε ακόμα, γιατί ο κατήφορος «ήταν κοφτός, κατάρτι», λέει η Μαρία, κι έπειτα κι ο ανήφορος, ακόμα πιο κατάρτι.
Την ώρα που κατεβαίναμε, μεσημέρι με τον ήλιο κάθετο στη θάλασσα, να ανακατεύεται μαζί της και ν’ αστράφτει,c’est la mer melée au soleil, που λέει και ο Ρεμπό, κοιτάζαμε θαμπωμένες τις αστραψιές. Και ιδού ο προβληματισμός μου: σε τι συνίσταται η πολυτέλεια; Στην πλούσια ξενοδοχειακή τουριστική εγκατάσταση ή τη ζείδωρη φύση που δεν τσιγκουνεύτηκε τα σμάραγδά της, τα κρυστάλλινα νερά της και τα γυαλιστερά βότσαλά της; Ποια πλειοδότησε στο ριζόρτ; Μα θέλει ερώτημα; Η μητέρα Φύση-Σκόπελος.
Στον δρόμο της επιστροφής η Μαρία μου έδειξε το Δρακοντόσχισμα. Μια βαθιά χαρακιά στο βουνό σαν να το χωρίζει στα δυο. Εκεί, άνοιξε η γη και κατάπιε τον κυνηγημένο, από τον Άγιο Ρηγίνο (Άγιος ανάλογος του Αϊ-Γιώργη), δράκο. Και πάει αυτός, σκοτώθηκε. Και ο μύθος κρύπτει νουν αληθείας, κατά Κάλβον, είτε θρησκευτικής είτε άλλης· όποιας αληθείας. Το κακό πολεμήθηκε. Λένε πως για τον Αϊ-Γιώργη τον καβαλάρη, ως καλλιτεχνική έκφραση, το πρότυπο ήταν ο ευγενής Αθηναίος Δεξίλεως, που σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον των Σπαρτιατών στα είκοσί του χρόνια. Ο Παλαμάς τού έχει αφιερώσει ένα ωραίο ποίημα. Οι δικοί του, περί το 390 π.Χ. φιλοτέχνησαν επιτύμβιο στον Κεραμικό που τον παριστάνει καβαλάρη να σκοτώνει τον εχθρό με το κοντάρι. Κι ο Αϊ-Γιώργης, ολόιδιος, σαν τον Δεξίλεω, με το κοντάρι του σκοτώνει τον δράκο και το κάθε κακό.
Το βράδυ ήταν η εκδήλωση. Παρουσίαση του βιβλίου της Μαρίας Δελήτσικου Παπαχρίστου, Σκοπέλου λάλον ύδωρ. Κοσμοσυρροή, επίσημοι και όλοι πολύ ενδιαφέροντες άνθρωποι. Μιλήσαμε η Μαρία, η Ελένη Σπηλιώτη-Τεσμετζή κι εγώ. Η Μαρία, η ευαίσθητη επιστήμονας, με τη συγκίνηση του ανθρώπου που ό,τι κάνει το κάνει από αγάπη και μόνο, για την επιστήμη και για το νησί της. Η Ελένη, επίσης από αγάπη, χειμαρρώδης. Στο κοινό, σε θέση ανάμεσα στο ποίμνιό του, ο πατέρας Κωνσταντίνος Καλλιανός, μας τίμησε με την παρουσία του, σεμνός, μορφωμένος, ενημερωμένος πάνω σε όλα, άνθρωπος της Εκκλησίας, των βιβλίων και της Ποίησης, από τα οποία θηρεύει τα καλά και τα χρήσιμα και τα διδάσκει στους συμπατριώτες του με τα συχνά δημοσιεύματά του.
Την άλλη μέρα ξεναγηθήκαμε στη Χώρα. Η Ελένη ενημερωμένη εφ’ όλης της ύλης, μας έδειξε εκκλησίες και αρχοντικά, μας ενημέρωσε ιστορικά, κοινωνικά, αρχιτεκτονικά και λαογραφικά. Ξεναγηθήκαμε και στο πλουσιόσπιτο μουσείο, αρχοντικό Βακράτσα, συνεχίσαμε τον περίπατό μας στα δρομάκια, κοιτάξαμε από ψηλά το λιμάνι και την παραλία, είδαμε το σπίτι που ζωγράφιζαν οι τέσσερις ζωγράφοι, το φωτογράφισα κι εγώ, αγναντέψαμε, βιγλίσαμε, είδαμε, διψάσαμε και κατεβήκαμε στο παραλιακό ταβερνάκι, όπου μια τσαχπίνα Μανταλένα κοκκινομάλλα μάς σέρβιρε κατσικάκι γιουβέτσι πεντανόστιμο και παγωμένη μπ’ιρα. Η Μανταλένα, σαν να είχε αποκοπεί από ρωμαϊκή τοιχογραφία, όλο νάζι και χάρη, είχε διαβάσει το βιβλίο της Μαρίας Στη Σκόπελο όπως τα πεύκα. Να το, εκεί που δεν το περιμένεις. Ζουμερό, όμορφο, μοντέρνο κορίτσι, ενημερωμένο. Η πιο καλή γκαρσόνα είναι αυτή και είναι κι από καλή γενιά που λέει ο ποιητής.
Τα βιβλία της Μαρίας είναι θησαυροί. Λεξιλογικός θησαυρός, ενδυματολογικός θησαυρός, ιστορικός και ηθογραφικός. Βιβλία που διασώζουν την παράδοση του νησιού, την παλιά ζωή, συνήθειες και συμπεριφορές, εθνικά και άλλα βάσανα. Όλα σωσμένα από τη λήθη. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως μόνο ό,τι καταγράφεται σώζεται.
Η βραδιά, όμως, ήταν αφιερωμένη στο Σκοπέλου λάλον ύδωρ. Ήταν πολύ συγκινητική. Και μου έκανε εντύπωση ο απόηχος της εκδήλωσης που έδειχνε τον σεβασμό στην Κυρία, η οποία καταναλώνει χρόνο και χρήμα και ξοδεύει τον άνεμο της ζωής της για να προβάλει το νησί της. Μας σταματούσαν στον δρόμο για να μας συγχαρούν για την εκδήλωση. Να συγχαρούν εκείνη, να την επαναβεβαιώσουν για την εκτίμησή τους, να της δείξουν την αγάπη τους. Η Κυρία Μαρίκα είναι μια πραγματική αρχόντισσα και η οικογένειά της, ο Γιάννης, ο αφοσιωμένος σύζυγος της και η Ιφιγένεια η αγαπημένη αδελφή της. Και το σπίτι τους ένα αληθινό και φιλόξενο αρχοντικό.
Και το πλοίο φεύγει. Γεια σου, νησί, γεια σου, Μαρία, Γιάννη, Ιφιγένεια. Γεια σας, πεύκα, και σας παρακαλώ, όπως κρατάτε το ρετσίνι σας, κρατήστε και τον ήχο από το σκοπελίτικο λάλον ύδωρ σας.
Ανθούλα Δανιήλ, δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.http://diastixo.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου