Η αόρατη πλευρά των παρασκηνίων καθίσταται ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα στον βαθμό που παρέχει πληροφορίες για την ιδιωτική ζωή των καλλιτεχνών. Ωστόσο, μια αυτοβιογραφία καλλιτέχνη φέρει σημαντικές πληροφορίες, όχι μόνο για τη σκανδαλιστική ή μη ιδιωτική του ζωή αλλά και για ό,τι άλλο συμβαίνει στην κοινωνία των καλλιτεχνών που ως εκ της φύσεώς της βρίσκεται στο προσκήνιο και θαμπώνει το κοινό σε πολλά επίπεδα. Πώς διαμορφώνεται η κατάσταση μέσα σε ένα πλαίσιο, κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και πρωτίστως καλλιτεχνικό.
Το είδος της αυτοβιογραφίας, αν και είναι γνωστό από τον 18ο αιώνα, στην Ελλάδα μόνο προς το τέλος του 19ου εμφανίζεται, με πρώτη συστηματική και καλύτερη στο είδος της αυτήν του Μήτσου Μυράτ, η οποία εκδόθηκε το 1928. Δυο χρόνια μετά εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του Δημήτρη Ταβουλάρη και στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματαδημοσίευσε πληροφορίες για τη ζωή της η Μαρίκα Κοτοπούλη. Ο Μήτσος Μυράτ ήταν πατέρας του ηθοποιού Δημήτρη Μυράτ, που μας είναι γνωστός και από το θέατρο και από τον κινηματογράφο.
Το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας απαρτίζεται από δύο μέρη. Το πρώτο είναι η αφήγηση/αυτοβιογραφία του Μήτσου Μυράτ, ηθοποιού, συγγραφέα, ανθρώπου του θεάτρου γενικώς, γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, με τίτλο Η ζωή μου. Το δεύτερο μέρος είναι η μελέτη και ο σχολιασμός της από τον επιστήμονα/μελετητή Αντρέα Δημητριάδη με τίτλο Ο Μήτσος Μυράτ και η εργαλειοθήκη της υστεροφημίας, γραμμένη σε τρίτο πρόσωπο. Ο αναγνώστης του παρόντος βιβλίου βρίσκεται ταυτοχρόνως μέσα και έξω από το θέατρο, παρατηρεί τα πρόσωπα και την εξεταζόμενη εποχή, μαθαίνει από πρώτο χέρι ό,τι ο συγγραφέας τού επιτρέπει να μάθει, αλλά και σχολιασμένο από τον εξωτερικό αντικειμενικό κριτή.
Επίσης, οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν αγράμματοι και προέρχονταν από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Οι αστοί κοροϊδεύοντας έλεγαν πως το θέατρο ήταν «Σταθμός Πρώτων Βοηθειών για κάθε τεμπέλη». Για να σωθεί κανείς εξ αυτών έπρεπε να διαθέτει πολύ μεγάλο ταλέντο. Και όταν το είχε και γινόταν φίρμα, τότε απαιτούσε και την παρέμβαση στο θεατρικό κείμενο και τη διόρθωση του ρόλου του.
Ο Μήτσος Μυράτ έρχεται στην Αθήνα από την κοσμική και πολιτισμένη Σμύρνη. Είναι ένα παιδί φανατικό για θέατρο, μεγαλωμένο στα «πούπουλα», σε πολύ καλά σχολεία, γνωρίζει άριστα αγγλικά και γαλλικά. Δεν είχε ιδιαίτερο ταλέντο. Πόνταρε όμως πολύ για την καλλιτεχνική του καριέρα στο ντύσιμο, στην πόζα και στο ύφος του. Για να πετύχει στην Ελλάδα ταξίδεψε μέχρι τη Γαλλία. Στο πλοίο, από τη Μασσαλία στο Παρίσι, συνάντησε τον Πιερ Λοτί, ο οποίος σύμφωνα με τον Μυράτ προθυμοποιήθηκε να τον βοηθήσει, τον σύστησε στον γνωστό ηθοποιό της εποχής Εντουάρ ντε Μαξ, ο οποίος τον συμπάθησε και του υποσχέθηκε ότι θα τον πάρει στον θίασό του, του έδωσε και συστατικές επιστολές προς τη Σάρα Μπερνάρ και τον Αντρέ Αντουάν. Για όλα αυτά, όμως, πρέπει να «διατηρήσουμε αμφιβολίες», λέει ο Δημητριάδης, διότι στο Παρίσι πήγε και απλώς παρακολούθησε παραστάσεις, έζησε ζωή μποέμ, δεν κατάφερε όμως να κάνει καριέρα. Ωστόσο, το Παρίσι, από μόνο του, στάθηκε ικανό εισιτήριο για να μπει στο ελληνικό θέατρο.
Ο Μυράτ, παρά τις αδυναμίες του, κατάφερε να γίνει θιασάρχης, συγγραφέας και μεταφραστής αγγλικών και γαλλικών έργων. Παντρεύτηκε τη μεγάλη κυρία του θεάτρου Κυβέλη, η οποία όμως τον εγκατέλειψε μαζί με τα παιδιά και έφυγε στο Παρίσι για να σταδιοδρομήσει. Επειδή δεν ήξερε Γαλλικά επέστρεψε αμέσως, αλλιώς θα ήταν αναγκασμένη «να εννοήση πώς βγάζουν το ψωμί των οι γυναίκες των Παρισινών νυκτών, αι συνωθούμεναι εις τα μπουλβάρ ή αναμένουσαι εις τας γωνίας των δρόμων και των γεφυρών». Η σύνδεση της πορνείας με το επάγγελμα δεν ήταν τόσο διαδεδομένη στην Ελλάδα, διότι οι θίασοι ήταν οικογενειακοί, εξασφαλίζοντας έτσι και την οικογενειακή και τη θεατρική συνοχή. Έτσι, όταν η Κυβέλη εγκατέλειψε τον Μυράτ εκείνος παντρεύτηκε τη Χρυσούλα, αδελφή της Μαρίκας Κοτοπούλη, δημιουργώντας μια νέα καλλιτεχνική οικογένεια. Ο βιοπορισμός, ωστόσο, ήταν συχνά δύσκολος. Γι’ αυτό έπρεπε να ταξιδεύουν συνεχώς, να αλλάζουν πόλη, να αλλάζουν ρεπερτόριο, να επιλέγουν έργα με κριτήριο το ταμείο και όχι την ποιότητα και συχνά να είναι αναγκασμένοι να απαλλαγούν από περιουσιακά στοιχεία για να απαλλαγούν από τα χρέη. Προσοδοφόρες ιδιαιτέρως ήταν οι περιοδείες εντός και εκτός Ελλάδος – παραδουνάβιες ηγεμονίες, Ρωσία και Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Μυράτ κατάφερε γενικώς να επιβιώσει κατά την περίοδο των μπουλουκιών, όταν οι καλλιτέχνες δεν ήταν υποτιμημένοι, μόνο, λόγω καλλιτεχνικών περιστάσεων, αλλά και, παρά την ασπίδα της οικογενειοκρατίας, λόγω προσωπικού άτακτου βίου. Επίσης, οι περισσότεροι ηθοποιοί ήταν αγράμματοι και προέρχονταν από τα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Οι αστοί κοροϊδεύοντας έλεγαν πως το θέατρο ήταν «Σταθμός Πρώτων Βοηθειών για κάθε τεμπέλη». Για να σωθεί κανείς εξ αυτών έπρεπε να διαθέτει πολύ μεγάλο ταλέντο. Και όταν το είχε και γινόταν φίρμα, τότε απαιτούσε και την παρέμβαση στο θεατρικό κείμενο και τη διόρθωση του ρόλου του.
Εν τω μεταξύ οι αλλαγές είναι ριζικές. Η Κωνσταντινούπολη και η Σύρος κλείνουν ως θεατρικά κέντρα, κινηματογραφικές αίθουσες, επιθεωρήσεις και οπερέτες προσελκύουν κοινό και η οικογενειοκρατία σπάει, όταν η Μαρίκα Κοτοπούλη φεύγει για περιοδεία στην Αμερική και αυτονομείται καλλιτεχνικά, καταφέρνοντας να απαλλαγεί από το φορτίο της οικογένειας που επί πολλά χρόνια ζούσε, επειδή εκείνη ήταν το μεγάλο όνομα. Το 1912 η Κοτοπούλη απέκτησε δικό της θέατρο και απέδειξε όχι μόνο ότι ήταν μεγάλο όνομα αλλά και το μόνο όνομα που μπορούσε να γεμίσει θέατρο.
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα πράγματα στην Ελλάδα αλλάζουν. Ιδρύεται το Εθνικό Θέατρο και η Νέα Σκηνή από τον Κωνσταντίνο Χρηστομάνο, δίνοντας νέα πνοή στα θεατρικά μας πράγματα. Όνειρα δύο γενεών γίνονται πραγματικότητα, εφόσον υπάρχει ανακτορική χρηματοδότηση, εξασφαλισμένες αποδοχές, μόνιμη εγκατάσταση στην Αθήνα. Το 1917 ιδρύεται το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών και οι ηθοποιοί αποκτούν επαγγελματική συνείδηση και οντότητα. Η ίδρυση της Βασιλικής Δραματικής Σχολής ήταν το προοίμιο μιας κοσμογονίας, που όμως δημιούργησε αντίδραση στους παλιούς ηθοποιούς, οι οποίοι εύχονταν να αποτύχει∙ και απέτυχε.
Ο Μυράτ σταματάει την αφήγησή του στα 1906. Ο Δημητριάδης όμως λέει πως το υλικό είναι άπειρο. Ο αυτοβιογραφούμενος σχολιάζει, παραλείπει, αποκρύπτει, παραποιεί, ωραιοποιεί, αλλάζει, αποσιωπά πολλά. Το μελανό του σημείο είναι «οι εξαιρετικά ευαίσθητες όσο και μυστικές υπηρεσίες» που προσέφερε στον Μεταξά, όταν ήταν πρόεδρος του ΣΕΗ και ο ύποπτος ρόλος του στη σύλληψη της Ελένης Παπαδάκη από πολιτοφύλακες του ΕΑΜ μέσα στο σπίτι του.
Το βιβλίο είναι διπλά συναρπαστικό. Πρώτον, γιατί ο ίδιος ο Μυράτ εκθέτει τη ζωή του στα μάτια μας και δεύτερον γιατί ο Δημητριάδης έρχεται να μας υποδείξει, πίσω από τον Μυράτ, με λεπτές χειρονομίες, πώς έχουν τα πράγματα από την άλλη όχθη της γοητευτικής ιστορίας του ελληνικού θεάτρου.
Μήτσος Μυράτ, Η ζωή μουΟ Μήτσος Μυράτ και η εργαλειοθήκη της υστεροφημίας
Μήτσος Μυράτ, Αντρέας Δημητριάδης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
552 σελ.
ISBN 978-960-524-475-0
Τιμή: €16,00
Μήτσος Μυράτ, Αντρέας Δημητριάδης
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
552 σελ.
ISBN 978-960-524-475-0
Τιμή: €16,00
Ανθούλα Δανιήλ, δρ Φιλολογίας, συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας.
Ανθούλα Δανιήλ Δημοσιεύτηκε 08 Αυγούστου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου