Ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος γεννήθηκε το 1952 στην Αθήνα. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ασχολήθηκε με τη θεωρία πολιτισμού. Εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή στον Τομέα Ανθρωπιστικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών με καθηγητή τον Μ. Γ. Μερακλή. Για πολλά χρόνια υπήρξε συνεργάτης της οικονομικής εφημερίδας Εξπρές και του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, αρχικά στο περιοδικό Οικονομικός Ταχυδρόμος και αργότερα στην έντυπη και ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας Το Βήμα, έχοντας διατελέσει, μεταξύ άλλων, υπεύθυνος για το ένθετο «Βήμα Ιδεών» και συνεργάτης στο «Βήμα Βιβλία». Παράλληλα, διαδέχθηκε τον Ηρακλή Παπαλέξη στη διεύθυνση του περιοδικού Διαβάζω, από το 2006 έως τη διακοπή της κυκλοφορίας του, τον Ιούνιο του 2012, ενώ διετέλεσε αρχισυντάκτης του αγγλόφωνου περιοδικού Hellenic Quarterly. Το 2013 δημιούργησε και έκτοτε διευθύνει το ηλεκτρονικό περιοδικό για το βιβλίο Ο Αναγνώστης [www.oanagnostis.gr]. Συνεργασίες και άρθρα του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Διαβάζω, Ο Αναγνώστης, Ithaca, Αντί, Πολίτης, Ιχνευτής, Η Άλως,Επιστημονική Σκέψη, Πανδώρα, Γραφή (Λάρισα), Ρόπτρον (Βόλος) και άλλα. Έχει εκδώσει τις συλλογές διηγημάτωνΜΕΖ (Καστανιώτης, 2005) και Ποιοι ακούνε ακόμα τζαζ; (Κέδρος, 2011), την πολιτιστική μελέτη Τα περιττά και τα ουσιώδη, Πολιτιστικές τάσεις στη μεταπολίτευση (Δελφίνι, 1996) και έχει επιμεληθεί τους συλλογικούς τόμους Η πολιτική οικονομία της παγκοσμιοποίησης, σε συνεργασία με τον καθηγητή Κώστα Λαπαβίτσα, (Παπαζήσης, 2004), και Περί ζώων: με λογική και συναίσθημα, σε συνεργασία με την καθηγήτρια Άννα Λυδάκη (Ψυχογιός, 2011).
Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του βιβλίου Ιστορίες από το Μετς;
Για χρόνια είχα μέσα στο μυαλό μου βιώματα από την εφηβική και μετεφηβική ηλικία μου και κάπως ήθελα να τα εκφράσω. Σκεπτόμουν ότι αξία θα είχαν αν μπορούσα μέσα από αυτά να εκφράσω το πνεύμα της εποχής αλλά και μιας παρέας που αναζητεί το καινούριο στην τέχνη και τη ζωή, ενώ ταυτόχρονα είναι σαν όλα τα παιδιά, κάνουν άσκοπες βόλτες, οραματίζονται, ξενυχτάνε, παίζουν μπάσκετ, θέλουν να φτιάξουν ένα συγκρότημα. Ήθελα να φύγω από τη νοσταλγία και να μιλήσω για τη φλόγα μιας εποχής που η επτάχρονη επταετία την είχε καταστήσει ανάπηρη. Η εποχή είναι λίγο πριν τελειώσει η χούντα και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης. Βιβλία, δίσκοι, ταινίες, όλα υπό καθεστώς λογοκρισίας όταν η Ευρώπη πέρναγε έναν καυτό Μάη του ’68 και αντίστοιχα η Αμερική το αντιπολεμικό κίνημα, τους χίπις, ευδοκιμούσε η αντικουλτούρα, υπήρχε ένα νεανικό ξέσπασμα. Και φόντο των ιστοριών αυτών το αγαπημένο μου Μετς, μια περιοχή που άλλαξε και δεν άλλαξε όλα αυτά τα χρόνια. Κάτι κράτησε και κάτι έχασε μαζί με τη δικιά μας αθωότητα.
Λένε ότι η παιδική και εφηβική ηλικία καθορίζει τον συγγραφέα. Ποια είναι η γνώμη σας;
Δεν θα πω κάτι καινούριο αν επαναλάβω ότι «η πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία», εκεί που διαμορφωνόμαστε και ποτέ δεν μπορούμε να ξεκόψουμε από αυτήν.
Βιβλία, δίσκοι, ταινίες, όλα υπό καθεστώς λογοκρισίας όταν η Ευρώπη πέρναγε έναν καυτό Μάη του ’68 και αντίστοιχα η Αμερική το αντιπολεμικό κίνημα, τους χίπις, ευδοκιμούσε η αντικουλτούρα, υπήρχε ένα νεανικό ξέσπασμα. Και φόντο των ιστοριών αυτών το αγαπημένο μου Μετς, μια περιοχή που άλλαξε και δεν άλλαξε όλα αυτά τα χρόνια.
Το βιβλίο Ιστορίες από το Μετς είναι ένα ταξίδι στις γειτονιές της Αθήνας. Πώς συμμετέχει σε αυτό η μνήμη;
Η μνήμη παίζει πολλά παιχνίδια. Οι ιστορίες αυτές, για να θυμηθώ τον Φίλιπ Ροθ, στην ουσία «δεν είναι αναμνήσεις γεγονότων αλλά αναμνήσεις των φανταστικών απεικονίσεων για τα γεγονότα». Η μνήμη ανασκευάζει αυτό που νομίζει ότι θυμάται. Μπορεί κανείς να το δει στο διήγημά μου «Ήταν βράδυ», όπου η μνήμη παίζει περίεργα παιχνίδια στον αφηγητή.
Σε ένα από τα διηγήματα γράφετε για τον Γκοντάρ. Τι σήμαινε για σας τότε η προσπάθεια να τον γνωρίσετε και να τον καταλάβετε;
Η χούντα γενικά απαγόρευε τα έργα τέχνης που δεν καταλάβαινε ή τα υποπτευόταν για φιλοκομμουνιστικά. Αμέσως μετά τη μεταπολίτευση έγινε έκρηξη ταινιών, μουσικών και βιβλίων που δεν μπορούσαμε μέχρι τότε να βρούμε. Η προσπάθεια να καταλάβουμε τον Γκοντάρ, τον Αλέν Ρενέ, το νέο μυθιστόρημα, την πρωτοποριακή αμερικάνικη τέχνη είχε την έννοια να γνωρίσουμε τον «κόσμο αλλιώς». Πέρα από τα παραδεδεγμένα.
Στην ιστορία «Το χειρότερο βιβλίο της χρονιάς», μνημονεύετε σκάνδαλα, φάρσες κι άπλυτα του «χώρου» του βιβλίου. Από την πείρα σας, τι πρέπει να αποφεύγουν οι επιτροπές που κρίνουν τα βιβλία;
Στο διήγημα το «Χειρότερο βιβλίο της χρονιάς» μια παρέα αποφασίζει να απονείμει βραβείο στο χειρότερο βιβλίο, κάτι σαν τα αμερικάνικα «βατόμουρα». Μέσα από την αφήγηση μπορεί να διακρίνει κάποιος την παθογένεια του χώρου του βιβλίου, τα «οικεία κακά». Μια επιτροπή που κρίνει βιβλία πρέπει να μην υποκύπτει σε συνδιαλλαγές του τύπου «ψήφισε εσύ το μυθιστόρημα που προτείνω, κι εγώ ως αντάλλαγμα θα ταχθώ υπέρ του διηγήματος που προτείνεις εσύ». Να αποφύγει επίσης την επετηρίδα, χρόνιο κακό των παλιότερων (μόνο;) κρατικών βραβείων, όπως και τις πιέσεις έξωθεν.
Αν και τα διηγήματα δεν έχουν εκδοτική επιτυχία επιμένετε σε αυτό το είδος. Γιατί;
Η εκδοτική επιτυχία δεν παίζει κανέναν ρόλο για κάποιον που γράφει. Σημασία έχει η λογοτεχνία, όποια μορφή και αν παίρνει αυτή. Το διήγημα βρίσκεται πιο κοντά στην ποίηση. Πρέπει να αφηγηθεί κάτι σύντομα, με ένταση, υψηλή θερμοκρασία, λογοτεχνική αρτιότητα, αποφεύγοντας κλισέ και ηθογραφίες. Μην ξεχνάτε ότι στην παγκόσμια ιστορία της λογοτεχνίας υπάρχουν διηγηματογράφοι που δημιούργησαν σχολή, όπως ο Τσέχοφ, ο Μοπασάν, ο Τουέιν, ο Χέμινγουεϊ και άλλοι πολλοί. Αλλά και στη χώρα μας το διήγημα έχει μια μεγάλη παράδοση όπως και σπουδαίους νεότερους που την ακολουθούν – Σκαμπαρδώνης, Δημητρίου, Νόλλας και άλλοι πολλοί.
Είσαστε χρόνια στον χώρο του βιβλίου. Τι λείπει; Σε ποια έλλειψη θα μπορούσε να ανταποκριθεί η πολιτεία ώστε να βοηθήσει το βιβλίο;
Λείπει το ενδιαφέρον και η φροντίδα για το βιβλίο. Λείπει η σφαιρική κουλτούρα των πολιτικών. Δυστυχώς καμία και κανένας υπουργός τα τελευταία χρόνια δεν φάνηκε να ενδιαφέρεται για το βιβλίο, τις βιβλιοθήκες, την αγορά, τα βιβλιοπωλεία, τους συγγραφείς. Τα υποτιμούν όλα και στην καλύτερη περίπτωση τα αγνοούν. Καμιά φορά λένε λίγα καλά και ανέξοδα λόγια που μοιάζουν ελεημοσύνη. Αν υπήρχε ενδιαφέρον από την πολιτεία, θα μπορούσε να σχεδιαστεί το μέλλον. Αλλά πού;
Είσαστε συγγραφέας αλλά και δημοσιογράφος. Βοηθά η μια ιδιότητα την άλλη;
Βεβαίως βοηθά, γιατί και η δημοσιογραφία και το βιβλίο σχετίζονται με το γράψιμο. Από εκεί και πέρα είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας το αν ένας δημοσιογράφος θα καταλήξει συγγραφέας.
Σήμερα τα έντυπα περιοδικά έχουν λιγοστέψει. Είμαστε στην αρχή μιας άλλης εποχής;
Εννοείται. Μιας εποχής των κοινωνικών δικτύων που προσπαθούν (ανεπιτυχώς τις περισσότερες φορές) να καλύψουν τα αναγνωστικά ενδιαφέροντα. Υπάρχουν όμως ηλεκτρονικά περιοδικά για το βιβλίο που ενδιαφέρονται και το υπηρετούν με συνέπεια. Και φυσικά το έντυπο περιοδικό συνεχίζει να υπάρχει από αφοσιωμένους, ηρωικούς, θα λέγαμε, περιοδικατζήδες. Τους βγάζω το καπέλο.
Τι σας έμαθαν οι γονείς σας και το τηρείτε ακόμη;
Να δείχνεις αυτό που είσαι.
Ιστορίες από το Μετς Γιάννης Ν. Μπασκόζος
Κέδρος
96 σελ.
ISBN 978-960-04-4805-4
Τιμή: €9,90
Κέδρος
96 σελ.
ISBN 978-960-04-4805-4
Τιμή: €9,90
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου