Αρχίζουμε με μια γενικότερη διαπίστωση: όταν ο κριτικός λόγος έχει μπροστά του ένα ογκώδες, διερευνητικό, πολλάκις φανταστικό και εν δυνάμει αριστουργηματικό μυθιστόρημα, που ξεφεύγει κατά πολύ και σε ποιότητα αλλά και σε έκταση άλλων πονημάτων, άλλων πεζογράφων, τότε μοιραία μέσα στα πλαίσια στα οποία θέλει να αναπτυχθεί, καθίσταται ελαχιστότατος και έτσι διασώζει ελαχιστότατα πράγματα από τον όγκο του κρινόμενου έργου. Με άλλα λόγια, όσο και αν προσπαθεί είναι αδύνατον να αναδείξει το σύνολο και της πλοκής, και της υπόθεσης, και των ηρώων (ή αντι-ηρώων) και της τεχνικής αλλά και της ατμόσφαιρας (αυτή η τελευταία, άλλωστε, δημιουργείται μόνο κατά την διάρκεια της ανάγνωσης). Άρα, αποδεχόμαστε εξαρχής τον τίτλο μιας σχολιαστικής κριτικής παράθεσης, η οποία και θα παραμείνει τέτοια, παρ’ όλες τις απόπειρες που ίσως καταβάλλουμε, γιατί πολύ απλά το έργο μας ξεπερνάει –όπως ξεπερνάει τον μέσο αναγνώστη απευθυνόμενο μόνο στους πολύ απαιτητικούς– και παράλληλα μας υπενθυμίζει το πόσο προσεκτικοί πρέπει να παραμείνουμε στην διαδικασία της γραφής, εφόσον το λάθος, η αβλεψία, η έλλειψη τεντωμένων κεραιών ίσως οδηγήσουν σε αλλοίωση ενός μύθου που, από μόνος του «αντιλογοτεχνικός» δεν επικροτεί παρόμοιες αναλυτικές προθέσεις. Και για να κλείσουμε με αυτή την εξομολογητική διάθεση, οφείλουμε να πούμε πως το μυθιστόρημα Οι τυφλοί του Νίκου Μάντη θα περάσει στην Ιστορία για το γεγονός –και όχι μόνο– ότι οι κριτικές που δέχτηκε ήταν διαπιστωτικές, μινιμαλιστικές, ρεαλιστικές, οριακές, κάτι που συμβαίνει φυσικά λόγω της τεράστιας δυσκολίας στην προσέγγισή του – ή, εν πάση περιπτώσει, σε πολλά του σημεία, αν όχι στο σύνολο.
Οι Τυφλοί, λοιπόν, είναι ένα πολυεπίπεδο και σπονδυλωτό μυθιστόρημα, το οποίο στην βάση του κινείται γύρω από τον ήρωα Γιώργο Καρζή. Το εν λόγω άτομο ανιχνεύεται από τον ηθοποιό Ισίδωρο και τον επί χούντας υπεύθυνο λογοκρισίας Κλέανθη, ως υπεύθυνο για την εξαφάνιση της κοπέλας του. Ως άνθρωπος χουντικός, καθώς στην διάρκεια της επταετίας υπηρέτησε ως εύζωνας στη Βασιλική Φρουρά. Ως υπεύθυνος της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών προσπάθησε να πείσει τον γιο Ελληνοαμερικάνου κατασκόπου στην Ελλάδα την ίδια περίοδο να γίνει μέλος της. Ως υπεύθυνο στέλεχος της φανταστικής φυλής που ζει στα υπόγεια της Αθήνας. Γενικώς ως άτομο το οποίο βρίσκεται πάντα μπροστά σε ό,τι αφορά την γέννηση και την γιγάντωση του Νεοφασισμού στην Ελλάδα (για να θυμηθούμε και να παραφράσουμε τον μέγιστο Γιάννη Κάτρη και το βιβλίο του). Ο Καρζής ως φασίστας συνδέεται σε όλη την διάρκεια της ζωής του με ομοϊδεάτες του, βρίσκεται μπροστά στην στελέχωση της ελληνικής διοίκησης με παρόμοιας ιδεολογίας ανθρώπους, συναναστρέφεται από κατακάθια της κοινωνίας έως ευυπόληπτους πολίτες, τέλος είναι εκείνος το μακρύ χέρι, το βαθύ λαρύγγι και το μεγάλο αυτί, γι’ αυτό καρφώνει οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή του, είτε υπηρεσιακώς είτε ως σημαίνων μέλος της νεοναζιστικής παράταξης. Μην κάνει κανείς το σφάλμα να διαβάσει πρώτα το επίμετρο του βιβλίου, στο τέλος, δηλαδή, γιατί θα έχει χάσει όλα όσα ο Μάντης έμαθε, διασταύρωσε, ερεύνησε, κατέγραψε για τον Καρζή, ο οποίος ακόμη και αν βρισκόταν πίσω από τους λακέδες Μεθενίτη, Βακόνδιο κλπ. στην ουσία ήταν ο μεταπολεμικός στυλοβάτης της ελληνικής δημοκρατίας, του ελληνικού κράτους, του ελληνικού κλέους. Ο Μάντης δεν φείδεται σελίδων για να περιγράψει έναν άνθρωπο γεννημένο φασίστα, και παρότι λειτουργεί ως υπηρέτης του λόγου, δηλαδή μόνο περιγράφοντας παρά καταγγέλλοντας, στην ουσία δίνει ανάγλυφη εικόνα, ολοκληρωμένη ψυχοσύνθεση του δρώντος, έως του σημείου της πλήρους απογύμνωσής του, κάτι φυσικά που ο ίδιος δεν έκρυψε ποτέ. Φίλοι του, συνεργάτες του, ερωμένες του καταθέτουν για τον Καρζή ό,τι χαμαιτυπικό μπορεί να ακολουθεί ένα απόβρασμα, το οποίο λύνει και δένει, το οποίο παίρνει αποφάσεις, το οποίο μετέχει στην Διοίκηση, το οποίο, τέλος, χωρίς υπερβολή έπρεπε να δώσει λόγο στην Δικαιοσύνη και για τις πράξεις του και για τις αηδιαστικές του ιδέες.
Ο Μάντης δεν φείδεται σελίδων για να περιγράψει έναν άνθρωπο γεννημένο φασίστα, και παρότι λειτουργεί ως υπηρέτης του λόγου, δηλαδή μόνο περιγράφοντας παρά καταγγέλλοντας, στην ουσία δίνει ανάγλυφη εικόνα, ολοκληρωμένη ψυχοσύνθεση του δρώντος, έως του σημείου της πλήρους απογύμνωσής του.
Ένα άλλο σημείο στο εμβληματικό μυθιστόρημα που συζητάμε έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Μάντης δίνει μεγάλη σημασία στους επιγόνους του Καρζή – όχι ότι ο ίδιος είχε αποσυρθεί, το αντίθετο, κινεί πάντα τα νήματα– οι οποίοι στις δεκαετίες του '70 και '80 γιγαντώνονται, συγκροτούν ομάδες, τα σπάνε σε διάφορα μαγαζιά που δεν είναι του γούστου τους, βιαιοπραγούν ενάντια στους αναρχικούς, τους αντιεξουσιαστές και άλλους αυτόνομους, πάντα κάτω από το είδος της μουσικής που ακούνε, πάντα γύρω απ’ την περίεργη κόμμωση του κεφαλιού τους, πάντα κάτω απ’ τα φαιόχρωμα ρούχα που φοράνε – άσχετα αν όλα αυτά σήμερα τα παρακάμπτουμε με συνοπτικές διαδικασίες. Ο Μάντης πρόλαβε όλο αυτό το νταλαβέρι –μουσικές, σπείρες, συμμορίες, βανδαλισμοί, ψυχεδέλεια, ναρκωτικά– στο τέλος του, γι’ αυτό ό,τι του χρειάζεται στην δόμηση του μυθιστορήματος το βρίσκει από αλλού, από ιστοσελίδες ή επιζήσαντες εκείνης της περιόδου. Είναι πράγματι συγκλονιστικά τα περιστατικά που περιγράφει, όσο και αηδιαστικά για τον μέσο πολίτη, και μοιάζουν γροθιά στο στομάχι για τον καθένα που καθισμένος στον καναπέ του αποκοιμιέται με άνοστα σίριαλ στην TV. Και όλα αυτά σε μια κοινωνία στην οποία υποτίθεται πως είχε στερεωθεί η δημοκρατία, μία μιάμιση δεκαετία πριν, κανένα όμως σημάδι τέτοιο δεν υπήρχε για όσους γνώριζαν την πιάτσα, κανένα σημείο ελευθερίας απέναντι σε όσους χαφιέδιζαν όντας συνεργοί της Ασφάλειας, ή άλλως ως κομματικά σκυλιά που έσπερναν τον φόβο και τον τρόμο. Είναι πράγματι άξιο απορίας που ακόμη και στις μέρες της ευκολίας του διαδικτύου, όπου βρίσκει κανείς σχεδόν τα πάντα ανέξοδα, πώς ο Μάντης φτάνει ακόμη πιο πέρα: γνωρίζει από εορτασμούς στην διάρκεια της Δικτατορίας, από το στρατόπεδο των ευζώνων στο κέντρο της Αθήνας, από νεοφασίστες στα Εξάρχεια, στους Αμπελόκηπους και στου Γουδή, μέχρι την ΕΥΠ, τους κατασκόπους, τους Αγανακτισμένους, το ΔΝΤ, την Τρόικα, όταν όλα αυτά συνδυάζονται μεταξύ τους, όταν το ένα αποτελεί συνέχεια του άλλου, όταν τίποτα δεν είναι τυχαίο στην χώρα των Τυφλών.
Όπως έκανε σε όλα του τα βιβλία ο Μάντης, έτσι κι εδώ κρατώντας ένα νήμα –εν προκειμένω ο Καρζής– και συνδέοντας διάφορες ιστορίες όχι άσχετες μεταξύ τους, συγκροτεί ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα άκρως σαγηνευτικό, άκρως πολιτικό, άκρως αντιφασιστικό. Οι αναφορές στο σήμερα είναι πάμπολλες –άλλωστε μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος σχετίζεται με την εμφάνιση των Αγανακτισμένων στην πλατεία– έτσι ώστε οι Τυφλοί να περιδιαβαίνουν μια ιστορική στιγμή πάνω από σαράντα χρόνια, τόσο γνωστή-άγνωστη, τόσο βραβευμένη με αγώνες και τόσο απαξιωμένη από φασιστικά και ναζιστικά απολιθώματα, τα οποία επιζούν και κάνουν φανερή την παρουσία τους ακόμη και στο ελληνικό κοινοβούλιο. Ο Μάντης, λοιπόν, θέλει να απογυμνώσει αυτό το φαινόμενο, να μιλήσει στον άνεργο που ψηφίζει άκρα δεξιά από αντίδραση, για να τονώσει το ενδιαφέρον μας μην τυχόν και πιαστούμε στον ύπνο, τέλος να διασώσει το συναίσθημα, ώστε αυτό το φαινόμενο να αυτοδιαλυθεί, να κατακερματιστεί στα εξ ων συνετέθη, να το ρουφήξει η θάλασσα έστω και αν κάτι τέτοιο μοιάζει απίθανο, μια που ο φασισμός έχει ρίζες στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη, ταλανίζοντας ιδεολογικά και χώρες με βαθιά δημοκρατική παράδοση. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και αν τέτοιες καταστάσεις καταγγέλλονται, αν όχι αμέσως, αν όχι δεικτικά, πάντως προφανώς, ως συγγραφή έχει κάνει το καθήκον της, έχει συμβάλει στο κοινωνικό καλό, και έχει βάλει το όνομά της στο βιβλίο των πιο προχωρημένων και αντιφασιστικών έργων στην χώρα μας.
Θέλοντας να σας αφήσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα στην επαφή σας με το μυθιστόρημα Οι τυφλοί του Νίκου Μάντη, θα κάνω σύντομα μια μικρή προτροπή, για μεγαλύτερη βοήθεια στην κατανόηση του έργου: διαβάστε με προσοχή τα κεφάλαια «Κέντρο», «Πλέγμα», «Σύντομο μουσικό διάλειμμα» και «Επίμετρο». Γιατί σε αυτά τα μυθιστορηματικά μέρη ο συγγραφέας φτάνει στην υψηλότερη αφηγηματική παράθεση χρησιμοποιώντας πραγματικά και φανταστικά στοιχεία, υιοθετώντας ως ήρωά του τον φασίστα Καρζή, εκμεταλλευόμενος την προσωπική του εμπειρία, διαθλώντας μύθους με διαφορετικές γραμματοσειρές, τέλος υπενθυμίζοντάς μας πως το τέρας του φασισμού δεν πεθαίνει με ευχολόγια, όπως αυτά των πολιτικών μας αλλά, σαν φίδι που είναι, χτυπώντας το στο κεφάλι.
Οι τυφλοί
Νίκος Α. Μάντης
Καστανιώτης
608 σελ.
ISBN 978-960-03-6163-6
Τιμή: €19,08
Νίκος Α. Μάντης
Καστανιώτης
608 σελ.
ISBN 978-960-03-6163-6
Τιμή: €19,08
Χρίστος Παπαγεωργίου, ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας.
Χρίστος Παπαγεωργίου Δημοσιεύτηκε 28 Ιουλίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου