Ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος (Κοτσώνης) είναι η πιο σκοτεινή φυσιογνωμία στην ιστορία της ελληνικής Εκκλησίας τον εικοστό αιώνα. Προερχόμενος από τις παρεκκλησιαστικές οργανώσεις που είχαν καταστεί πανίσχυρες κατά την μετεμφυλιακή περίοδο και με την κάλυψη των ανακτόρων όπου είχε χρηματίσει πρωθιερέας και πνευματικός της βασιλικής οικογένειας, ανήλθε στο ανώτατο αξίωμα της εκκλησιαστικής ιεραρχίας της Ελλάδας την περίοδο της δικτατορίας χρησιμοποιώντας μια σειρά από παρασκηνιακές διαδικασίες, παράτυπες ενέργειες και συνεννοήσεις συνωμοσιολογικού χαρακτήρα με τους χειρότερους παράγοντες του φασιστικού καθεστώτος, μετήλθε ενεργειών που δεν αρμόζουν ούτε κατά διάνοια σε άνθρωπο θρησκευόμενο, καταρράκωσε το κύρος της Εκκλησίας και κατέπεσε με πάταγο μέσα από τις ίδιες τις ραδιουργίες του όταν οι συσχετισμοί στην ιεραρχία άλλαξαν και το καθεστώς της εικοστής πρώτης Απριλίου ένιωσε ότι δεν του ήταν πλέον χρήσιμος. Η Εκκλησία αυτή την εποχή έχει τρομερή δύναμη και επηρεάζει ένα πολύ μεγάλο ποσοστό της ελληνικής κοινωνίας, οπότε είναι φυσικό το φασιστικό καθεστώς να προσπαθεί να την προσεταιριστεί. Ο ρόλος των ανακτόρων είναι επίσης διφορούμενος και ύποπτος, καθώς προωθούν τον Ιερώνυμο στην ανώτατη θέση της ιεραρχίας, όμως γρήγορα θα διαψευστούν οικτρά, όταν ο ευνοούμενός τους δεν θα διστάσει να εγκαταλείψει τον βασιλιά κατά το κίνημα που αυτός επιχείρησε, διαισθανόμενος ότι οι συνταγματάρχες ήταν οι πιο δυνατοί παίχτες και θα μπορούσαν να του δώσουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για τη δημιουργία ενός ελληνοχριστιανικού πολιτισμού, μεσσιανικού τύπου, που θα εξύψωνε τον εκλεκτό λαό του Θεού.
Τον συγγραφέα βασάνισαν επί μακρόν θέματα που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας και την καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία. Όλα αυτά παρουσιάζονται τεκμηριωμένα με άπειρες σημειώσεις, παραπομπές, κανονισμούς του εκκλησιαστικού δικαίου και ιστορικές αναφορές από ένα πλήθος πηγών που καθιστούν τη μελέτη του πραγματικά πρωτοποριακή.
Σ’ αυτόν τον τόμο, που αποτελεί και τη διδακτορική του διατριβή, ο Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος, θεολόγος καθηγητής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, μας παρουσιάζει μια εξαιρετικά παραστατική εικόνα των γεγονότων που ταλάνισαν την Εκκλησία την εποχή της δικτατορίας αλλά και αργότερα, καθώς μια σειρά από ζητήματα που προέκυψαν αυτή την περίοδο θα ξαναβγούν στην επιφάνεια δημιουργώντας ξανά επικίνδυνες τριβές στα χρόνια του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Είναι φανερό ότι τον συγγραφέα βασάνισαν επί μακρόν θέματα που σχετίζονται με τη φυσιογνωμία της σύγχρονης Εκκλησίας και την καιροσκοπική μεταβολή των πεποιθήσεων ιερωμένων και λαϊκών ανάλογα με τη συγκυρία. Όλα αυτά παρουσιάζονται τεκμηριωμένα με άπειρες σημειώσεις, παραπομπές, κανονισμούς του εκκλησιαστικού δικαίου και ιστορικές αναφορές από ένα πλήθος πηγών που καθιστούν τη μελέτη του πραγματικά πρωτοποριακή. Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή της Νομικής Σχολής Ιωάννη Κονιδάρη που προλογίζει το βιβλίο: «Η άρτια και λεπτολόγος συγκέντρωση του υλικού, η αναλυτική εκδίπλωσή του, η παρουσίαση όλων των έως σήμερα εξενεχθεισών απόψεων επιμέρους ζητημάτων και η κριτική θεώρησή τους, με οξυδέρκεια και ευθυκρισία, αποτελούν ένα εγχείρημα που απαιτεί μεγάλη επιμέλεια, άριστη γνώση του πλήθους των πηγών και της βιβλιογραφίας, εδραία επιστημονική κατάρτιση και αντικειμενική κρίση».
Η Εκκλησία ταλανίστηκε σε απίστευτο βαθμό τα χρόνια της επταετίας κι αυτή η δοκιμασία άφησε τα αποτυπώματά της μέχρι τα πρόσφατα χρόνια, όταν ιεράρχες σαν τον Φλωρίνης Αυγουστίνο (Καντιώτη) χρησιμοποίησαν το αρνητικό κλίμα που δημιουργήθηκε και τις παρενέργειές του για να δυναμιτίσουν σε κάθε ευκαιρία το έργο του διαδόχου του Ιερώνυμου Σεραφείμ, πρώην επισκόπου Ιωαννίνων και ενός εξαιρετικού, όπως αποδείχτηκε, ιεράρχη, του μακροβιότερου που γνώρισε η Εκκλησία στη σύγχρονη ιστορία της. Ο μακαριότατος Σεραφείμ (Τίκας), παρόλο που προέρχονταν από τις εθνικιστικές τάξεις του ελληνικού στρατού και είχε υπηρετήσει τα χρόνια της εθνικής αντίστασης στα τάγματα του Ζέρβα, εντούτοις βάδισε με εξαιρετική μετριοπάθεια όπου χρειαζόταν και με δυναμισμό σε άλλες περιπτώσεις, έχοντας σαν στήριγμά του στις πιο δύσκολες στιγμές τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, αυτόν τον θαυμαστό γέροντα που με τη σοφία του τον βοηθούσε να παραμένει ακλόνητος μέχρι το τέλος στο τιμόνι της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η απόφασή του να θέσει υποψηφιότητα για τη θέση του αρχιεπισκόπου δεν ήταν καθόλου εύκολη – τη στιγμή που το καθεστώς των συνταγματαρχών ψυχορραγούσε, η Εκκλησία, που είχε προσδεθεί στο άρμα του, ένιωθε τους τριγμούς στο σώμα της, κι όπως αναφέρει ο ίδιος: «… το αποφάσισα και πήγα εν γνώσει μου ότι εδώ γίνεται ένας αγώνας μεταξύ της Εκκλησίας της δικτατορίας και της ελευθέρας, της κανονικής Εκκλησίας … επήγα για να σωθεί η Εκκλησία. Έπαιξα το κεφάλι μου “κορώνα-γράμματα’’ …».
Εκείνα τα χρόνια ανέδειξαν όμως και το καλύτερο πρόσωπο της Εκκλησίας, όπως συνέβη στην περίπτωση του βοηθού του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης επισκόπου Ταλαντίου Στέφανου (Αφεντουλίδη) [...] όταν ο αξιωματικός, που ενδεχομένως οπλοφορούσε, τον απείλησε με κυρώσεις, ο Ταλαντίου είπε τη λακωνική φράση που έσωσε την τιμή της Εκκλησίας: «Για τέτοιες στιγμές ζούμε».
Οι σχέσεις κράτους-Εκκλησίας έχουν αναδειχθεί σε ζήτημα ακανθώδες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και στο ήδη περίπλοκο αυτό ζήτημα έρχεται να προστεθεί και το θέμα των σχέσεων με το πατριαρχείο, θέμα που απαιτεί λεπτότητα χειρισμών και προσήλωση στις αξίες που οικοδομήθηκαν στη διάρκεια αιώνων επιτρέποντας τη συνέχιση της λειτουργίας αυτών των ιστορικής αξίας θεσμών. Το πιο συγκλονιστικό κομμάτι πάντως του βιβλίου έχει να κάνει με την απεικόνιση της δοκιμασίας μέσα από την οποία διήλθε η Εκκλησία τα χρόνια της δικτατορίας, δοκιμασίας που ανέδειξε το χειρότερό της πρόσωπο όταν για παράδειγμα τη νύχτα των γεγονότων της Νομικής ο προϊστάμενος του ιερού ναού του Αγίου Βασιλείου στην οδό Μετσόβου, ο νυν μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος (Ρούσας), επιχείρησε να ανοίξει την πόρτα του ναού για να δώσει καταφύγιο στους καταδιωκόμενους φοιτητές, ο πρωτοσύγκελος της αρχιεπισκοπής αρνήθηκε να του δώσει τη σχετική άδεια λέγοντάς του: «Δεν θα πας, γιατί αυτοί είναι εν στάσει». Εκείνα τα χρόνια ανέδειξαν όμως και το καλύτερο πρόσωπο της Εκκλησίας, όπως συνέβη στην περίπτωση του βοηθού του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης επισκόπου Ταλαντίου Στέφανου (Αφεντουλίδη), ο οποίος κατά την ώρα της λειτουργίας στον Άγιο Γεώργιο Νεάπολης στη Θεσσαλονίκη, και ενώ βρισκόταν μπροστά στο ιερό βήμα, δέχτηκε την πρωτοφανή εισβολή αξιωματικού που του ζήτησε επιτακτικά να σταματήσει τη λειτουργία και να μεταβεί στον ναό της Αγίας Σοφίας, όπου τον ανέμεναν οι εκπρόσωποι του δικτατορικού καθεστώτος. Ο επίσκοπος απάντησε ότι δέχεται εντολές μόνο από τον προϊστάμενό του Μητροπολίτη κι όταν ο αξιωματικός, που ενδεχομένως οπλοφορούσε, τον απείλησε με κυρώσεις, ο Ταλαντίου είπε τη λακωνική φράση που έσωσε την τιμή της Εκκλησίας: «Για τέτοιες στιγμές ζούμε».
Η Εκκλησία κατά τη δικτατορία 1967-1974
Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση
Χαράλαμπος Μ. Ανδρεόπουλος
Επίκεντρο
424 σελ.
ISBN 978-960-458-311-9
Τιμή: €23,00
Απόστολος Σπυράκης, συγγραφέας και κριτικός.Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση
Χαράλαμπος Μ. Ανδρεόπουλος
Επίκεντρο
424 σελ.
ISBN 978-960-458-311-9
Τιμή: €23,00
Απόστολος Σπυράκης Δημοσιεύτηκε 16 Αυγούστου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου