«Μάλλον Έλληνας καλείσθαι τους της παιδείας της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας»
Ισοκράτης
Ισοκράτης
Οι ιταλικοί πόλεμοι που έκαναν οι Γάλλοι βασιλιάδες (Κάρολος Η΄, Λουδοβίκος ΙΒ΄, Φραγκίσκος Α΄) δεν ήταν πέρα για πέρα επιζήμιοι για τη Γαλλία. Και δεν ήταν γιατί οι πόλεμοι αυτοί έφεραν τους Γάλλους σε άμεση επαφή με την ιταλική Αναγέννηση και τους έκαναν να δημιουργήσουν τη δική τους. Πράγματι, τα μαρμάρινα παλάτια, οι μεγαλόπρεπες εκκλησίες, τα αριστουργήματα της σμίλης και του χρωστήρα, όλα μαζί μάγεψαν στην κυριολεξία τους Γάλλους και τους δίδαξαν πολλά. Ο Κάρολος ο Η΄, μόλις μπήκε θριαμβευτής στη Νάπολη, έγραψε στον αδελφό του πως νόμιζε ότι βρισκόταν σε επίγειο παράδεισο∙ και όσον αφορά τον Φραγκίσκο Α΄, που συνήθιζε κάτω από τα διατάγματά του να βάζει τη φράση «διότι τέτοια είναι η ευχαρίστησή μου», τέτοια πράγματι ήταν η ευχαρίστησή του από τον καλλιτεχνικό πλούτο αυτής της χώρας, ώστε κάλεσε στη Γαλλία μερικούς από τους πιο φημισμένους ζωγράφους της Ιταλίας για να στολίσουν με την αθάνατη τέχνη τους τα παλάτια του. Είναι η εποχή που άρχισαν να χτίζονται το Λούβρο, το Φονταινεμπλό και πολλά από τα περίφημα chateaux, που γαντζωμένα στις πράσινες όχθες του Λίγηρα καθρεφτίζουν ακόμη και σήμερα την αγέραστη ομορφιά τους στ’ ασημένια νερά του ποταμού.
Και σ’ όλα τούτα που συμβαίνουν εκείνη την εποχή και αλλάζουν πέρα για πέρα τους Γάλλους και τη Γαλλία πρέπει να προσθέσουμε και μια στροφή των πνευματικών ανθρώπων προς τις αρχαίες λογοτεχνίες – τη λατινική και την ελληνική. Θ’ αρχίσουν να μαθαίνουν τη λατινική και την ελληνική γλώσσα, για να μελετήσουν με νέο πνεύμα τις λογοτεχνίες αυτές, που η ομορφιά τους είναι τόσο μεγάλη, ώστε τα αριστουργήματα που τις πλουτίζουν θα γίνουν πρότυπα προς μίμηση. Εκείνο όμως που αξίζει κανείς να προσέξει και να τονίσει είναι πως στον αιώνα αυτό της βασιλείας του Φραγκίσκου Α΄, που καλύπτει την περίοδο της γαλλικής Αναγέννησης, δεν έχουμε μόνο μεγάλους ουμανιστές, αλλά και μεγάλους ποιητές. Ο Κλεμάν Μαρό και ο Μελέν ντε Σαιν-Ζελαί, για παράδειγμα, που λάμπρυναν και οι δυο με το πνεύμα τους την αυλή του Φραγκίσκου Α΄, είχαν επηρεαστεί από την ιταλική ποίηση και θεωρείται βέβαιο ότι με τη δική τους ποίηση πέρασε ο «πετραρχισμός» στη Γαλλία. Ιδιαίτερα όμως για την ποίηση του Μαρό πρέπει να πούμε ότι άσκησε στους Γάλλους ποιητές τέτοια επίδραση, ώστε δημιουργήθηκε γύρω απ’ αυτόν τον ποιητή μια ποιητική σχολή – η Σχολή των «μαροτινών ποιητών».
Στη Λυών, την ωραία, παραποτάμια πόλη του μεσαιωνικού Λουγδούνου, σημειώνεται εκείνη την εποχή, πλάι στην εμπορική της πρόοδο, μια μεγάλη πνευματική κίνηση, που θα έχει σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας ποιητικής σχολής, της Σχολής της Λυών, από την οποία θα ξεπηδήσουν δυο μεγάλες ποιητικές μορφές, ο Μορίς Σεβ και η Λουίζα Λαμπέ. Ο Μορίς Σεβ, τελείως αντίθετα από τον Μαρό και τον Σαιν-Ζελαί που θεωρούσαν την ποίηση παιχνίδι λέξεων, ήχων και καλοντυμένων σκέψεων, μπήκε σε κείνη τη σφαίρα της ποίησης που βρίσκεται πέρα από κάθε συμβατικότητα, και θεωρείται σήμερα από πολλούς ως ο πιο μακρινός πρόδρομος των Γάλλων συμβολιστών. Η Λουίζα Λαμπέ, από την άλλη πλευρά, είναι όχι μόνο το δεύτερο μεγάλο ποιητικό όνομα της Σχολής της Λυών, αλλά και η γυναίκα που έγραψε τα πιο φλογερά ποιήματα μέσα στη γαλλική ποίηση. Σε τούτο, βέβαια, συνέβαλε πολύ και το φλογερό ερωτικό της ταμπεραμέντο, ένα ταμπεραμέντο όμως που της έφερε και μεγάλες πίκρες. Πράγματι, η σεμνότυφη κοινωνία της Λυών δεν είδε ποτέ με καλό μάτι όχι μόνο τις ερωτικές της δραστηριότητες, αλλά και τους θαυμάσιους ερωτικούς της στίχους. Και το πόσο αυτή η εχθρική, κοινωνική στάση βασάνισε ψυχικά την ωραία αυτή Λυωνέζα φαίνεται καθαρά στους λίγους στίχους με τους οποίους αρχίζει η τρίτη της ελεγεία. Τους παραθέτω εδώ σε πρόχειρη δική μου μετάφραση.
Όταν, κυρίες της Λυών, θα διαβάζετε
Τα δικά μου γραφτά, τα γεμάτα μαλώματα,
Όταν τις λύπες μου, τις στενοχώριες,
Τους αποχωρισμούς και τα δάκρυα
Θα μ’ ακούτε να τραγουδώ σε πονεμένους στίχους,
Μη θελήσετε να καταδικάσετε την απλότητά μου
Και τη νεανική πλάνη της τρελής μου νιότης,
Αν πράγματι αυτό είναι πλάνη…
Τα δικά μου γραφτά, τα γεμάτα μαλώματα,
Όταν τις λύπες μου, τις στενοχώριες,
Τους αποχωρισμούς και τα δάκρυα
Θα μ’ ακούτε να τραγουδώ σε πονεμένους στίχους,
Μη θελήσετε να καταδικάσετε την απλότητά μου
Και τη νεανική πλάνη της τρελής μου νιότης,
Αν πράγματι αυτό είναι πλάνη…
Τέτοια περίπου ήταν η ποιητική κίνηση όταν ο Ρονσάρ και οι φίλοι του ίδρυσαν στο Κολέγιο ντε Κοκερέ την «Πλειάδα», την πιο αξιόλογη ποιητική σχολή των γαλλικών γραμμάτων στον 16ο αιώνα. Η «Πλειάδα» ιδρύθηκε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του Κλεμάν Μαρό (πέθανε το 1544) και ήταν μια λογοτεχνική συντροφιά στο Κολέγιο ντε Κοκερέ που τους χαρακτήριζε κοινό ενδιαφέρον για τα σύγχρονα πνευματικά ρεύματα, αλλά και βαθιά γνώση της λατινικής και ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Ρονσάρ –που ήταν το πιο λαμπρό αστέρι της «Πλειάδας»– είχε μάθει τόσο καλά τα αρχαία ελληνικά, ώστε μετάφρασε, σε νεαρή μάλιστα ηλικία, τον Πλούτο του Αριστοφάνη. Αργότερα θ’ αναγνωριστεί τόσο η ελληνομάθειά του, ώστε θα θεωρηθεί απαραίτητη η συμμετοχή του στις εξεταστικές επιτροπές που έκριναν τους υποψήφιους για την καθηγητική έδρα των ελληνικών στο Κολέγιο της Γαλλίας. Αξίζει τον κόπο να θυμηθούμε το περιστατικό εκείνο που δείχνει με αναμφισβήτητο τρόπο την αγάπη που έτρεφε ο Ρονσάρ για την ελληνική λογοτεχνία. Ο Ζακ Ντορά –δάσκαλος του Ρονσάρ και των φίλων του, συνάμα όμως και μέλος της «Πλειάδας»– διάβασε κάποτε στον Ρονσάρ και στα άλλα μέλη την τραγωδία του Αισχύλου Προμηθέας δεσμώτης στο πρωτότυπο. Μόλις τέλειωσε η ανάγνωση, η συγκίνηση του Ρονσάρ ήταν τόσο μεγάλη ώστε φώναξε κάπως οργισμένα: «Πώς μπορέσατε να μας αφήσετε ν’ αγνοούμε τόσον καιρό τέτοιες ομορφιές!».
Ήταν πολύ φυσικό η ελληνομάθεια του Ρονσάρ να επιδράσει και στην ποίησή του. Τα περισσότερα ποιήματα που έγραψε είναι ωδές που σε κάποια στοιχεία της ποιητικής τους μορφής είναι φανερό ότι ο Γάλλος ποιητής προσπαθεί να μιμηθεί τον Πίνδαρο. Η ιστορία και η μυθολογία της αρχαίας Ελλάδας, από την άλλη πλευρά, θα επηρεάσουν πολύ τη θεματογραφία της ποίησής του, ενώ η αγάπη του για τον Όμηρο είναι τόσο μεγάλη, ώστε θα θελήσει κι αυτός να γίνει επικός ποιητής και να χαρίσει στην πατρίδα του ό,τι χάρισε ο Όμηρος στους Έλληνες με την Ιλιάδα του. Για τον σκοπό αυτό άρχισε να γράφει ένα μεγάλο επικό ποίημα, τη Franciade, την οποία όμως δεν τέλειωσε ποτέ. Και δεν την τέλειωσε ποτέ γιατί ο Ρονσάρ, όπως και ο δικός μας ο Σολωμός, δεν ήταν επικός ποιητής, αλλά λυρικός. Αγαπάει όμως τον Όμηρο τόσο πολύ, ώστε ακόμη και στην ερωτική ποίηση, όπου η γαλλική γλώσσα βρίσκει έναν μεγάλο υμνητή του έρωτα και της γυναίκας, καταφέρνει, με έναν τελείως προσωπικό τρόπο, να συσχετίσει τον έρωτα που είναι ένα θέμα ειρηνικό με την Ιλιάδα που έχει θέμα πολεμικό. Το σονέτο, που παραθέτω εδώ σε δική μου απόδοση, δείχνει καθαρά αυτό τον συσχετισμό και ακόμη τη σιγουριά που είχε ο Ρονσάρ για την αθανασία της ποίησής του.
Για σέν’, ανθέ της Αρετής, χιλιάδες δάκρυα στάξουν
Τα μάτια μου μερόνυχτα χωρίς σταματημό.
Τη μοίρα σου συνταίριαξε με τούτο τον Γραικό,
Της Θέτιδας τ’ ομορφογιό, π΄ανθό των όπλων κράζουν.
Τα μάτια μου μερόνυχτα χωρίς σταματημό.
Τη μοίρα σου συνταίριαξε με τούτο τον Γραικό,
Της Θέτιδας τ’ ομορφογιό, π΄ανθό των όπλων κράζουν.
Ο ουρανός τις μέρες του πνίγει στα δειλινά του
Και κείνου άγουρη η ζωή φεύγει σαν να πετάει,
Μα τ’ όνομά του που ’λαμψε σε κάθε στόμα πάει
Δρολάπι αστραποφώτιστο κι ενάντια του θανάτου.
Και κείνου άγουρη η ζωή φεύγει σαν να πετάει,
Μα τ’ όνομά του που ’λαμψε σε κάθε στόμα πάει
Δρολάπι αστραποφώτιστο κι ενάντια του θανάτου.
Κι ως είχε αυτός στον άθλο του εξαίρετο υμνητή,
Όμοια και γω τις χάρες σου τιμώ σε κάθε ποίημα,
Που θ’ ακλουθεί τη φήμη σου ενάντια στο μνήμα.
Όμοια και γω τις χάρες σου τιμώ σε κάθε ποίημα,
Που θ’ ακλουθεί τη φήμη σου ενάντια στο μνήμα.
Κι οι σύγχρονές σου δέσποινες δε σου φθονούν τα κάλλη,
Μ’ από τις Μούσες τ’ όνομα που χιλιοετραγουδήθη
Κι αν δε σ’ αγάπαγα εγώ, θα το ’σβηνε η λήθη.
Μ’ από τις Μούσες τ’ όνομα που χιλιοετραγουδήθη
Κι αν δε σ’ αγάπαγα εγώ, θα το ’σβηνε η λήθη.
Η τωρινή λοιπόν διαπίστωση, ότι τα θαυμάσια εκείνα πνεύματα της γαλλικής Αναγέννησης μπορούσαν και χαιρόντουσαν την πλούσια πνευματική κληρονομιά των αρχαίων προγόνων μας στο πρωτότυπο, κάνει πολλούς από εμάς να ντρεπόμαστε όχι μόνο γιατί είμαστε Έλληνες και δειχνόμαστε ανίκανοι, με έναν τόσο προχωρημένο πολιτισμό, να διαβάσουμε τους αρχαίους μας κλασικούς στο πρωτότυπο, αλλά και γιατί σήμερα φτάσαμε στο σημείο να προσπαθούμε να βγάλουμε τ’ αρχαία ελληνικά τελείως από την εκπαίδευση, μειώνοντας τις ώρες διδασκαλίας τους και εξοβελίζοντας κορυφαίο κείμενο της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας, με παγκόσμια βαρύτητα, τον Επιτάφιοτου Περικλή. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά σκεπτόμαστε ακόμη ν΄αφαιρέσουμε, ασύστολα κι αμετανόητα, και τη διδασκαλία της Αντιγόνης του Σοφοκλή από τη Β΄ Λυκείου, για να ολοκληρώνουμε στο μέλλον τις εγκύκλιες σπουδές μας τελείως άμοιροι κλασικής παιδείας. Και όλα αυτά λες και δεν ξέρουμε αυτό που είπε στα Άνθη του ο Μποντλαίρ, ότι όλη η πνευματική Ευρώπη,«μυθιστόρημα, μύθος, επιστήμη, τα πάντα, με στάχτη λατινική και σκόνη ελληνική αναμειγνύονταν» («roman, science, fabliau, tout, la cendre latine et la poussière grecque, se mêlaient»). Και επειδή από την εποχή του Κάλβου θαυμάζουμε, αδιαλείπτως, τα μεγάλα πνευματικά και πολιτιστικά κέντρα της Ευρώπης,
Χαίρε Αυσονία, χαίρε
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια,
και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν
τα ένδοξα Παρίσια,
θα κλείσω αυτό το σημείωμα υπενθυμίζοντας έναν από τους πιο σημαντικούς ποιητές της «Πλειάδας», τον Ιωακείμ du Bellay, που λέει σε έναν στίχο του, με αφοπλιστική ειλικρίνεια και θαυμασμό, σε όλους εμάς που σήμερα θαυμάζουμε την «Πόλη του Φωτός» για τα γράμματα και τον πολιτισμό της αυτά τα λόγια που είναι μεγάλη τιμή για τη χώρα μας:
Το Παρίσι, στη σοφία, είναι μια γόνιμη Ελλάδα.
(Paris est en sçavoir une Grèce feconde.)
«Les Regrets (xxx viii)»
(Paris est en sçavoir une Grèce feconde.)
«Les Regrets (xxx viii)»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου