Είχα χρόνια να κατέβω στο χωριό. Μπορεί να είχα πεταχτεί αυθημερόν για καμιά κηδεία. Πρώτα για τους παππούδες, μετά τους θείους και τις θείες. Από τότε που μεγάλωσα το απέφευγα, φοβόμουν την αναμέτρηση. Πρακτικοί άνθρωποι, θα με ρωτούσαν πώς και δεν παντρεύτηκες να κάνεις κάνα εγγόνι στους γονείς, τι άλλο περιμένουν να χαρούνε. Αν δουλεύω, πόσα βγάζω, αν πέτυχα. Τώρα πέθαναν οι περισσότεροι, έχω ησυχάσει κι εγώ. Μια ήρεμη δύναμη έχει καθίσει μέσα μου, δε πά’ να ρωτάνε. Κι όχι γιατί έφυγαν εκείνοι.
Τελειώσαμε γρήγορα με τα γραφειοκρατικά, εκείνα τα άχαρα αναγκαία που αφορούν τα κληρονομικά και μια ακίνητη περιουσία που δύσκολα μπορεί κανείς πλέον να την κουνήσει. Πεθαμένοι από καιρό όσοι τη γέννησαν, της έδιναν ζωή. Και τώρα η κρίση που πάγωσε τα πάντα. Μετά πήγαμε να τσιμπήσουμε κάτι. Ο πατέρας κουρασμένος κάτω από τον ήλιο ακολουθούσε βαρύς τον αδελφό μου που γλιστρούσε στα πεζοδρομημένα στενά της Τρίπολης γυρεύοντας την ταβέρνα που την τελευταία φορά είχε φάει καλά. Τη βρήκε, κάτσαμε, φάγαμε. Πατημένα τα ογδόντα και πήγαινε. Ο κυρ Ηλίας. Μετά είπαμε να περάσουμε από τις αδελφές του, η μία ογδόντα έξι η άλλη ογδόντα εννιά. Κοτσονάτες κι αυτές, βαστάγανε γερά. Μένανε στα σπίτια των παιδιών τους, στα ξαδέλφια που τις αναλάμβαναν εναλλάξ, με το εξάμηνο ή με το χρόνο. Να μη βαρύνουν τις οικογένειες. Οι άντρες τους φύγανε κοντά κοντά κι εκείνες ξεμείναν οπισθοφυλακή. Τους αναστατώσαμε μεσημεριάτικα αλλά τους πήγαμε γλυκά. Τα κουτιά ακουμπισμένα στο τραπέζι, τα λόγια στακάτα, το έργο κλασικό σαν τελετή. Ποιος πέθανε, ποιος παντρεύτηκε, ποιος γέννησε, ποιανού το παιδί σπουδάζει, αν έπιασε δουλειά. Μετά τα δικά τους: πόσες εγχειρήσεις, πού πονάνε, τι φάρμακα παίρνουν. Τέλος το φίλημα, η ευχή, το δάκρυ να λιμνάζει στο θολωμένο μάτι. Αν θα ξανανταμώσουμε. Οι πιθανότητες λιγοστεύουν.
Τα καλοκαίρια μεγαλώσαμε στην αγκαλιά τους. Με τον παππού, τη γιαγιά και τις θείες. Τα μισά σπίτια στο χωριό ανοιχτά για τη συμμορία που αλώνιζε πέρα δώθε σα τρελό μελίσσι. Όποτε ξεμέναμε από καύσιμα μετά από τόση τρεχάλα, μπουκάραμε στις αυλές και μια φέτα ζεστό ψωμί με βούτυρο και ζάχαρη, ένα κομμάτι τυρί ή καμιά πατάτα τηγανητή στο πόδι τ’ αρπάζαμε στον αέρα από την απλωμένη χούφτα και πάλι καπνός. Παιδιά της πόλης εμείς, ιδιότροπα, σκάγανε με τι να μας ταΐσουν που δεν τρώγαμε τα χωριάτικα. Πώς βγάζαμε τη μέρα με το τίποτα; Τόσα καλοκαίρια χορταίναμε με ήλιο, δρόμο και παιχνίδι. Α, ναι… Και κάτι σοκολάτες μικρές που ψωνίζαμε από τα καφενεία και τις καταπίναμε δυο δυο σαν πελαργοί.
Τώρα τα περισσότερα σπίτια άδεια, εγκαταλειμμένα, ξεζουμισμένα από ζωή. Οι ντόπιοι άλλοι μετανάστες έξω ή Αθήνα. Οι πιο νέοι στην Τρίπολη, που είναι κοντά για τις ανέσεις της πόλης. Να έχουν και τα παιδιά σχολείο και φροντιστήρια στα πόδια τους. Κάποιοι καινούριοι ξενομερίτες που ήρθανε φτιάξανε πυργόσπιτα στοιχειωμένα, ψυχή ούτε μέσα ούτε απέξω. Περάσαμε από το πατρικό. Ρημάδι κι αυτό, καταρρέει από παντού η πέτρα, χάσκουν από τις τρύπες αγριόχορτα, βρομόδεντρα και ακακίες. Κι αναμνήσεις.
Τα σύννεφα μαζεύονταν βαριά πάνω απ’ το κεφάλι μας. Χοντρές σταγόνες τσουπωτές άρχισαν να πέφτουν εδώ κι εκεί. Το καλοκαίρι στην Αρκαδία οι βροχές έρχονται έτσι, μουσαφίρηδες. Ο αδελφός μου πάρκαρε έξω απ’ το νεκροταφείο. Ένας συγγενής παραδίπλα ξεχορτάριαζε. Ελληνοαμερικάνος. Φιληθήκαμε κι είπαμε δυο κουβέντες στ’ αγγλικά. Μπήκαμε στη νεκρή πολιτεία, στο καινούριο κοιμητήρι, το παλιό δίπλα στην εκκλησία δε χωράει άλλους, έχει γεμίσει φίσκα. Σκορπιστήκαμε στα μνήματα. Η ρυμοτομία τέλεια παραλληλόγραμμα χώριζε στη μέση την έκταση μ’ ένα φαρδύ πλάτωμα. Η πάνω κι η κάτω γειτονιά.
Πεντακάθαρο, περιποιημένο. Νήματα από ιστούς αράχνης ένωναν τα μνήματα μεταξύ τους. Λες κι οι πεθαμένοι έχουν φτιάξει το δικό τους δίκτυο επικοινωνίας εδώ πέρα. Διάβαζα τα ονόματα. Τόσες οικογένειες, μεγάλο χωριό. Στα νεκροταφεία καταλογογραφείται η ιστορία ενός τόπου σε επιτομή. Αρκεί να ξέρεις να διαβάζεις τις φωτογραφίες. Τα περισσότερα επώνυμα τα έβλεπα για πρώτη φορά. Μάλλον γιατί ήξερα τα παρατσούκλια. Αυτά χρησιμοποιούσαν στις συστάσεις και τις αναγνωρίσεις. Στα «τίνος είσαι συ;» των γιαγιάδων που την έστηναν έξω από τις πόρτες.
Το μάτι μου πήρε τον κυρ Ηλία. Μετρούσε με το βλέμμα το χώρο. Σα να ήταν για πούλημα. Την προοπτική του σ’ όλα τα σημεία του ορίζοντα. Οριζοντίως και καθέτως. Σε ύψος και σε βάθος. Α ρε πατέρα… Στη μία πλευρά υπήρχαν δύο σειρές –στη μία πέντε και στην άλλη τρεις– τάφοι που ξεχώριζαν από τους άλλους. Δεν ήταν μνήματα σωστά αλλά ούτε και σκέτο χώμα. Είχαν μέσα ομοιόμορφα μπλοκ από μπετόν τοποθετημένα ίσα με την επιφάνεια του εδάφους. Ρώτησα τον πατέρα μου. Κάτι αδέλφια από την Αμερική είχαν αγοράσει τους τάφους. Μακάβρια για μας συνήθεια που την έφεραν από κει. Ο Χρήστος ρώτησε τον πατέρα μου αν ήθελε ν’ αγοράσει. Με κοίταξε χαμογελώντας με νόημα. Ούτε για αστείο. Το ’χε για γρουσουζιά. Μας έπιασε νευρικό. Κι αν γέμιζε κι εδώ, τι θα κάναμε; Έχει τόπο, λέει, χέρσο, θα το επεκτείνουνε. Κοίτα όμως να κάνεις καμιά κράτηση, γυρνάω και του λέω, γιατί το μαγαζί φαίνεται να έχει μεγάλη ζήτηση. Οι πιο πολλές θέσεις είναι κιόλας ρεζερβέ. Γέλασε. Κι έμεινε να χαζεύει απέναντι το έρημο σχολείο που πήγαινε παιδάκι. Οι περισσότεροι που παίζανε στο προαύλιο μαζί, είχαν περάσει πια από τούτη την πλευρά.
Έτριξαν τα καλώδια της ΔΕΗ που πέρναγαν από πάνω. Τα φώτα άναψαν. Το κέντρο αναψυχής σε λίγο ξανάπιανε δουλειά.
Ο Αλέξανδρος Βαλκανάς γεννήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας το 1972. Είναι απόφοιτος Ελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης ενώ έχει κάνει σπουδές στη φωνητική και τη θεωρία της μουσικής. Απασχολείται ως φιλόλογος στην ιδιωτική εκπαίδευση και παράλληλα ως μουσικός-τραγουδιστής (δισκογραφία: Ο κήπος που έσβησε κι εχάθη, σε ποίηση Ναπολέοντος Λαπαθιώτη και μουσική Anastazios). Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο. Ζει στην Αθήνα.
Αλέξανδρος Βαλκανάς Δημοσιεύτηκε 04 Αυγούστου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου