Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022

Αλέξης Πανσέληνος: συνέντευξη στην Τίνα Πανώριου

 

Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Σπούδασε στη Νομική Σχολή Αθηνών και δικηγόρησε ως το 1997. Πρώτο του βιβλίο, το 1982, η συλλογή Ιστορίες με σκύλους. Ακολούθησαν η βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος Μεγάλη πομπή (1985, επανέκδοση από το Μεταίχμιο 2013), τα μυθιστορήματα Βραδιές μπαλέτου (1991, επανέκδοση από το Μεταίχμιο 2016), Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια (1996, επανέκδοση από το Μεταίχμιο 2010), Ο Κουτσός Άγγελος  (2002, επανέκδοση από το Μεταίχμιο 2021), Σκοτεινές επιγραφές (Μεταίχμιο 2011), που τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού Διαβάζω 2012, Η κρυφή πόρτα (Μεταίχμιο 2016) και Ελαφρά ελληνικά τραγούδια (Μεταίχμιο 2018), για το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του Ιδρύματος Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Επίσης, ένας τόμος με δοκίμια (Δοκιμαστικές πτήσεις) το 1993, η συλλογή διηγημάτων Τέσσερις ελληνικοί φόνοι (2004), μεταφράσεις ξένης λογοτεχνίας, όπως Ο Βλακοχορτοφάγος του John Barth (1999), και το αυτοβιογραφικό Μια λέξη χίλιες εικόνες (2004). Απέσπασε το Μεγάλο Τιμητικό Βραβείο του Αναγνώστη 2020 για το σύνολο του έργου του. Το μυθιστόρημά του Λάδι σε καμβά, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Αισθησιακό, βαθύτατα ερωτικό το Λάδι σε καμβά, κύριε Πανσέληνε. Είναι εμφανές ότι όχι μόνο στα έργα σας, αλλά και στη ζωή σας έχετε καλή σχέση με την αγάπη, ίσως γιατί «Αγάπη είναι αυτό που μας φέρνει κοντά με τους άλλους, ακόμα κι αν εκείνοι δεν προσφέρουν τη δική τους. Και ο έρωτας είναι η δύναμη που μας φέρνει δίπλα στο άλλο μας μισό, γιατί είμαστε διαρκώς σε αναζήτησή του…»;

Το Λάδι σε καμβά είναι και μια ερωτική ιστορία, μπορεί φαντάζομαι να τη δούμε και έτσι. Πρόκειται για έναν έρωτα που ξεκινά κάποιο μακρινό καλοκαίρι, διατρέχει κρυφά και τραυματικά την ψυχή του Σπύρου, του νεαρού τότε ζωγράφου που αφηγείται, και επανέρχεται με διαρκείς «νύξεις» στη διάρκεια όλης της υπόλοιπης ζωής του. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο έρωτας με όλες του τις μορφές παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή μας και στη διάπλαση του χαρακτήρα μας. Πιστεύω πως και η τέχνη από τον έρωτα εκπηγάζει και δημιουργούμε όσο ερωτευόμαστε. Όταν πάψουμε –αν πάψουμε κάποτε– να ερωτευόμαστε, τότε σταματά και η δημιουργία.

«Ξεχνούσα πως πάντοτε ερωτευόμαστε ένα πρόσωπο που δεν υπάρχει πουθενά έξω από τη φαντασία μας» και πως αυτό είχε πάθει και η μικρή πρωταγωνίστριά σας, η Γωγώ, διαβάζουμε. Αληθινή αλλά πονεμένη διαπίστωση, έτσι δεν είναι;

Το έχουν πει πολλοί αυτό, πολλοί το έχουν βιώσει, άρα είναι αλήθεια. Ο έρωτας έχει ένα δικό του πρόσωπο και αυτά που ερωτευόμαστε είναι τα απεικάσματά του στον περίγυρό μας. Σε ένα πολύ νεανικό μου μυθιστόρημα, το πρώτο πραγματικό που έγραψα έχοντας αποτινάξει τις απομιμήσεις των συγγραφέων που θαύμαζα, έλεγα κάπου: «Ο έρωτας, η μοναξιά μας από την ανάποδη». Η Γωγώ στο βιβλίο που τώρα συζητάμε ερωτεύεται τον Σπύρο χωρίς καν να είναι σε θέση να τον γνωρίσει πραγματικά, καθώς είναι ακόμα πολύ μικρή και άπειρη. Αλλά και εκείνος δεν μένει καθόλου ασυγκίνητος, καθώς στον δικό της έρωτα βλέπει μια εξιδανικευμένη εκδοχή του εαυτού του.

Πόσο αυτοβιογραφικό είναι το βιβλίο σας; Πόσο ο νεαρός εικοσάρης φοιτητής στην ΑΣΚΤ είστε εσείς, τότε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, «όταν το φως μιας επανάστασης αχνόφεγγε, ο παλιός κόσμος βούλιαζε»;

Είναι, στον βαθμό που βίωσα, όπως όλοι της γενιάς μου, το τραύμα της επιβολής μιας στρατιωτικής δικτατορίας. Ήμασταν εικοσάρηδες, πάνω στο ξεπέταγμά μας, τότε που ο κόσμος ανοιγόταν διάπλατος μπρος μας και το μέλλον φάνταζε φωτεινό και ελπιδοφόρο. Ο κόσμος τότε, Ευρώπη και Αμερική, είχαν κάνει μεγάλα βήματα μπροστά, πολλά είχαν αλλάξει, η νεολαία είχε κατακτήσει τη δική της φωνή και ήδη το ’68, ενόσω εμείς βιώναμε τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το Παρίσι και το Βερολίνο γνώριζαν κοσμογονικές ανατροπές και «η φαντασία» διεκδικούσε μερίδιο «στην εξουσία» – αν θυμάστε το περίφημο σύνθημα του Μάη του ’68. Στις ΗΠΑ λάμβανε χώρα το Γούντστοκ το ’69, το ροκ έμπαινε και επίσημα στον κύκλο των ιδεών. Εδώ επιστρέφαμε στα τσάμικα, τις φουστανέλες και την καθαρεύουσα του Παπαδόπουλου.

Ο έρωτας με όλες του τις μορφές παίζει τον πιο καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή μας και στη διάπλαση του χαρακτήρα μας.

Αλήθεια, τι είχε εκείνη η εξωραϊσμένη έστω λιγάκι (στο πρώτο μέρος του βιβλίου) εποχή, όπου διαδραματίζεται η υπόθεση, που δεν το έχει το σήμερα; Μια αθωότητα, έρωτες πιο παθιασμένους έστω σε ηλικίες νεαρές, εφηβικές;

Η εποχή σίγουρα ήταν εξίσου σκληρή με όλες όσες προηγήθηκαν και όσες ακολούθησαν. Αλλά όσοι ήμασταν τότε στα είκοσί μας, βλέπαμε το μέλλον που ανέτελλε μαζί μ’ εμάς τους ίδιους και αυτό είχε μια άλλη αύρα γοητείας, την αύρα του άγνωστου και την αύρα της ελπίδας. Το ίδιο και οι έρωτές μας.

Λέτε κάπου: «H μουσική, του ονείρου η τέχνη! Ούτε σκαρπέλα στο πάτωμα […] ούτε πένα να απλώνει λέξεις στο χαρτί… Προβάλλει από το πουθενά και όταν έχει συμβεί σβήνει ξανά […] σαν να μην έχει υπάρξει». Σας λείπει ώρες ώρες η μουσική, στην οποία είχατε έφεση στα νιάτα σας;

Η μουσική είναι στη ζωή μου από πολύ νωρίς, χέρι χέρι με τη λογοτεχνία και με τις άλλες τέχνες – όλα όσα τροφοδοτούσαν την έμπνευση της συγγραφής και πότιζαν τη ζωή μου με την ομορφιά. Δεν μου έλειψε ποτέ και δεν μου λείπει ούτε σήμερα. Όλα αυτά είναι πράγματα χωρίς τα οποία δεν θα μπορούσα να ζήσω.

Το γράψιμο: Μέσα από τις λέξεις ανακαλύπτετε κάθε φορά που καταπιάνεστε με κάτι καινούργιο τον εαυτό σας εκ νέου; Καταπραΰνει κάποιους φόβους σας; Και σαν αντίδοτο στις όποιες αγωνίες, τι είναι για σας ευτυχία; «Είναι ο έρωτας, η καλή ζωή, η τέχνη»;

Έτσι ακριβώς. Κάθε φορά μαθαίνω κάτι καινούργιο ή –για να είμαι ακριβέστερος– ξαναθυμούμαι κάτι που είχα ξεχάσει. Τον κόσμο και το νόημά του είτε το ανακαλύπτει κανείς πολύ νέος είτε δεν το ανακαλύπτει ποτέ. Η ζωή καθώς προχωρά μας επιβάλλει κάποιες από τις αλήθειες που είδαμε παιδιά να τις αφήνουμε πίσω μας, αλλά υπάρχουν μέσα μας πάντα και δημιουργώντας –γράφοντας, ζωγραφίζοντας, συνθέτοντας– τις επαναφέρουμε στη μνήμη μας. Η καλλιτεχνική δημιουργία είναι εξορκισμός του θανάτου. Είτε γράφεις μυθιστορήματα, είτε συνθέτεις τραγούδια, είτε ζωγραφίζεις πίνακες, είτε δημιουργείς ταπεινά χρηστικά σκεύη με πηλό, είτε φροντίζεις τα λουλούδια ενός κήπου ή ενός βάζου στο τραπέζι σου, την ομορφιά επικαλείσαι και σ’ αυτήν ακουμπάς.

Οι ευτυχισμένες εποχές της ζωής μας σπάνια έχουν φυσιογνωμία διακριτή η μία από την άλλη. Οι δυστυχίες μας έχουν πάντα πιο συγκεκριμένο πρόσωπο.

Περάσαμε όλοι μας, λίγο-πολύ, χρόνια σκληρά με τον φόβο της ασθένειας, του νοσοκομείου έξω από την πόρτα μας. Όμως εν τέλει οι κρίσεις και δη οι μεγάλες ευνοούν την τέχνη; Όταν ο θάνατος σε περιτριγυρίζει, οξύνεται η δημιουργικότητα;

Αυτό ακριβώς είπα πιο πριν. Οι κρίσεις μάς ωθούν σε όσα μας στηρίζουν ψυχικά. Οι πόλεμοι, οι επαναστάσεις, οι πανδημίες, οι ασθένειες –ο θάνατος τελικά που παραμονεύει στο τέλος του καθενός μας– κεντρίζουν τη δημιουργία. Οι φυλακισμένοι τραγουδούν, οι άρρωστοι ερωτεύονται τις νοσοκόμες, οι στρατιώτες γράφουν γράμματα στον έρωτά τους, στην Κατοχή άνθησε η τέχνη σε όλα τα επίπεδα, στη διάρκεια της δικτατορίας του ’67 σιγόβρασε όλο εκείνο το δημιουργικό πάθος που ξέσπασε με τη Μεταπολίτευση. Και τώρα ακόμα, στην πανδημία, είδαμε τους ανθρώπους να βγαίνουν στα μπαλκόνια και να τραγουδούν ομαδικά, σε αυτοσχέδιες χορωδίες, και να επικοινωνούν με κάθε πρόσφορο μέσο για να αγγίξουν τους άλλους.

Και η νοσταλγία (γιατί νοσταλγικότατο είναι και τούτο το έργο σας) εν μέσω πανδημίας προσέφερε λίγο μια τάση φυγής, λίγη ανακούφιση;

Είναι χαρακτηριστικό ότι εν μέσω πανδημίας εκτινάχτηκαν οι πωλήσεις βιβλίων κάθε είδους. Λογοτεχνία, ιστορία, επιστήμες. Ο κόσμος γέμισε τις ώρες της απομόνωσης με τέχνη και με γνώση. Ήταν μια φυγή από τη δύσκολη κατάσταση του εγκλεισμού αλλά και μια επανεύρεση του εαυτού, γιατί ο εαυτός μόνο μέσω της νοητικής εγρήγορσης συνειδητοποιεί την ύπαρξή του.

«Η μνήμη μας έχει μια μεγάλη αίθουσα όπου στοιβάζονται οι ευτυχισμένες αναμνήσεις μαζεύοντας σκόνη…» γράφετε κάπου αλλού. Από την άλλη μεριά, τις ατυχίες, τις πληγές, πού τις στήνει;

Αυτό νομίζω πως όλοι το έχουμε ζήσει. Οι ευτυχισμένες εποχές της ζωής μας σπάνια έχουν φυσιογνωμία διακριτή η μία από την άλλη. Οι δυστυχίες μας έχουν πάντα πιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Είναι οι πληγές που σημαδεύουν την ωρίμανσή μας και διαμορφώνουν τα πρόσωπά μας.

Κλείνοντας: Πώς θα σας φαινόταν αν το Λάδι σε καμβά έπαιρνε σάρκα και οστά και γυριζόταν σε ταινία; Να ξέρατε πόσο ανάγκη έχει ο μέσος άνθρωπος από τέτοιες ρετρό, γλυκές, πικρές, αληθινές ιστορίες στο χαρτί και στο σινεμά. Ιστορίες που όλο και κάτι δικό μας μας θυμίζουν, αλλά δεν ξέρουμε τι…

Νομίζω πως ένα λογοτέχνημα έχει από μόνο του όση σάρκα και οστά τού χρειάζονται για να λειτουργήσει και να ενταχθεί μέσα στην εμπειρία του αναγνώστη του. Αν και αγαπώ τον κινηματογράφο –ή τον αγάπησα κάποτε– δεν μπορώ να πω ότι θα θεωρούσα αναβάθμιση της τέχνης ενός βιβλίου τη μεταφορά του στην οθόνη.

 

Λάδι σε καμβά
Αλέξης Πανσέληνος
Μεταίχμιο
σ. 224
ISBN: 978-618-03-2983-4
Τιμή: 13,30€

Τίνα Πανώριου, δημοσιογράφος

https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/19330-alexis-panselinos-synentefxi


https://diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου