Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022

Νίκος Λεοντόπουλος-ατομική έκθεση φωτογραφίας-Στο Περιθ[Ο]ριο

 

Φωτογραφίζοντας το σεσημασμένο δέρας της ύπαρξης


…Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας…
Ανδρέας Εμπειρίκος, (Τριαντάφυλλα στο παράθυρο), Υψικάμινος, 1935 (απόσπασμα)
Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας
στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή…

Τάσος Λειβαδίτης, Δραπετσώνα, 1961 (απόσπασμα) *

Είναι άραγε χωρίς λογικό ειρμό και αναπτύσσονται πράγματι «εκτός των συνειδητών ορίων» οι υπερρεαλιστικοί στίχοι του Εμπειρίκου; Είναι μήπως κλισέ οι στίχοι ενός από τα εμβληματικότερα λαϊκά τραγούδια του Μίκη ή εκτός τόπου και χρόνου η στερημένη από κάθε νεολογικό ρομαντισμό αναφορά στη γένεση μιας χειροποίητης τενεκεδένιας προσφυγικής γειτονιάς που θεμελιώθηκε και προσδιορίστηκε -εκατό χρόνια πριν- από το βιομηχανικό κέλυφος των «Λιπασμάτων»;
Με τη σπουδαία ενότητα φωτογραφιών του που τόσο εύστοχα τιτλοφορείται «Στο περιθ[Ο]ριο», ο Νίκος Λεοντόπουλος ανασυντάσσει τα ίχνη και χαράσσει τα όρια μιας ιστορικής, κοινωνιολογικής και αισθητικής αναζήτησης του δυστοπικού τοπίου των Λιπασμάτων εξαρχής.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, είχε αποφασιστεί το γκρέμισμα της παραγκούπολης κοντά στα «Λιπάσματα» της Δραπετσώνας. «… Ο Tάσος Λειβαδίτης, θυμάμαι, είχε έλθει στο σπίτι μου στη Νέα Σμύρνη και είχε ακούσει ένα μέρος από ένα κοντσέρτο για πιάνο που είχα αρχίσει να γράφω», αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης. «Την εποχή εκείνη, η κυβέρνηση ήθελε να διώξει τους πρόσφυγες απ’ τις παράγκες τους, στη Δραπετσώνα, χωρίς να τους δώσει αποζημίωση. Για κείνους ήταν ένας αγώνας επιβίωσης, ένας αγώνας ζωής και θανάτου, καθώς πήγαιναν οι μπουλντόζες και τους ξήλωναν τα σπίτια. Mια μέρα, πηγαίνοντας με το αυτοκίνητο προς την «Kολούμπια» για φωνοληψία, μου ήρθε ξαφνικά η έμπνευση, μπροστά στο θέατρο Kαλουτά. Σταμάτησα απότομα και έγραψα τη μελωδία. Το βράδυ τηλεφώνησα στον Λειβαδίτη, του τραγούδησα απ’ το τηλέφωνο τη μελωδία, κι εκείνος έγραψε τους στίχους για τη «Δραπετσώνα». Έτσι μπήκαμε στο λαϊκό τραγούδι…».
Η Ανώνυμος Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ) ιδρύθηκε το 1909 από τον Ν. Κανελλόπουλο, δίνοντας το όνομά της σε μια ολόκληρη περιοχή και σημαδεύοντας για ενενήντα χρόνια την ιστορία της. Λειτουργώντας μονοπωλιακά στον τομέα παραγωγής λιπασμάτων από το 1910, έδωσε στους κατοίκους του Πειραιά δουλειά σε εποχές τρομερής φτώχειας, ενώ σύντομα οργανώθηκε γεωπονικό τμήμα καθώς και μονάδα υαλουργίας, από τη δεκαετία του 1920. Με τον ερχομό των προσφύγων από τη Μικρά Ασία στον Πειραιά, ο συνοικισμός επεκτάθηκε και οι νέοι εργάτες του εργοστασίου κατασκευής χημικών λιπασμάτων δημιούργησαν γύρω του τον πυκνό οικιστικό ιστό της Δραπετσώνας. Το εργοστάσιο στην Ηετίωνα Ακτή (πρόκειται για το παραλιακό μέτωπο που εκτείνεται από τον λιμενοβραχίονα Κράκαρη μέχρι την περιοχή που είναι γνωστή ως «Λιπάσματα»), κατά την εποχή της ακμής του, λειτουργούσε με κτιριακές εγκαταστάσεις που σε έκταση 245 στρεμμάτων κάλυπταν 146.000 τ.μ., ενώ διέθεταν 109 μονάδες παραγωγής οξέων, λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων. Το 1934, οι εργάτες που απασχολούνταν στα Λιπάσματα, πλησίαζαν τους 4.000.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε με αποτέλεσμα την καταστροφή σημαντικού μέρους των εγκαταστάσεών του, ενώ από το 1946 η παραγωγή οδηγήθηκε και πάλι σε προπολεμικά επίπεδα, δίνοντας ξανά στους κατοίκους δουλειά, μα συντελώντας στην αποπνικτική ατμόσφαιρα που επιδεινώθηκε σταδιακά μετά το 1960. Από τα τέλη του ’70, το υαλουργείο ήταν ζημιογόνο ενώ οι προσπάθειες ανάκαμψης παρέμεναν άκαρπες. Το 1993 η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση, περνώντας στον έλεγχο της Εθνικής Τράπεζας, ενώ το εργοστάσιο, με κύρια επιχειρηματολογία την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπλαση του παραλιακού μετώπου, έκλεισε οριστικά το 1999. Το 2003 και παρά τις προσπάθειες κήρυξης των βιομηχανικών κτιρίων ως διατηρητέων, κατεδαφίστηκαν τα περισσότερα ή μέρη τους παρέμειναν ορθά μα σε ερειπιώδη κατάσταση. Μαζί τους χάθηκε για πάντα ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας της ελληνικής βιομηχανίας. Σώζονται πλέον μόνο το εργοστάσιο υαλουργίας του κτιρίου που στέγασε στη συνέχεια το Ινστιτούτο «Νικόλαος Κανελλόπουλος», κάποιες από τις τσιμεντένιες βοηθητικές αποθήκες και η εικονική ξεθωριασμένη ερυθρόλευκη καμινάδα, ορατή σαν θεόρατος χερσαίος φάρος από μακριά. **
Σήμερα, αφότου κάποια σενάρια αξιοποίησης που συμπεριελάμβαναν ακόμη και την επιτόπια διεξαγωγή Αγώνων F1 μοιάζουν επίσης να έχουν ξεχαστεί, τα «Λιπάσματα» παραμένουν ένα σε μεγάλο βαθμό έρημο παραθαλάσσιο μέτωπο με συνταρακτικό σκηνικό πεδίο θέασης και ανάκλησης του παρελθόντος, με αμήχανο λειτουργικό παρόν εναλλακτικού πολυχώρου και, κυρίως, με άγνωστο μέλλον.
Η συναρπαστική φωτογράφιση του Νίκου Λεοντόπουλου στα κατεστραμμένα κτίρια που όπως ο ίδιος λέει «σκοτώνουμε όταν γερνούν», πραγματοποιήθηκε δύο χρόνια πριν, ενώ ολοκληρώθηκε λίγο προτού απαγορευτεί η είσοδος στις εγκαταστάσεις.
Στο απόκοσμο ετούτο τοπίο που αποτυπώνεται μοναδικά, ανάμεσα στα ξερά χόρτα και το χώμα, στέκουν ορθοί οι εγκάρσιοι ερειπιώνες που υπήρξαν κάποτε κυψέλες μόχθου και φθηνής ανθρώπινης ζωής. Όγκοι και πλέγματα μετάλλων, μετέωρες σκάλες, τοίχοι γυμνοί, δοκοί, καμίνια και αποτυπώματα μηχανημάτων που εξαφανίστηκαν διαδοχικά σε κατά συρροήν πλιάτσικα, λοφίσκοι πέτρας και αμήχανα γρανάζια ή εγκόλπια στάχτης και σκουριάς, διασώζονται από τη λήθη τους και αναδεικνύονται με ευγενή ενδελέχεια, μα χωρίς ποτέ να εξωραΐζονται από τον φακό.
Το ασάλευτο αυτό νεκροταφείο των μηχανών και της διακεκομμένης μνήμης, φωτίζεται εντούτοις κατά τόπους από χρώματα εντατικά και επανακατοικείται από πυκνά γκράφιτι. Η ασπρόμαυρη μονοχρωμία της εν υπνώσει φωτογραφημένης επιφάνειας, διακόπτεται από ταγκιές και κύκλιες επίτοιχες μονοκονδυλιές, από βραχύβιους ιριδισμούς και μαεστρικά χρωστικά πυροτεχνήματα: άλλοτε κυριεύουν το βλέμμα το στιλπνό εμφατικά τονιζόμενο κόκκινο της καμινάδας ή το ψυχρό πράσινο ενός μεταλλικού σωλήνα κι άλλοτε το ζοφερό κίτρινο μιας αντλίας ή το εντατικό γαλάζιο στα κουφώματα των σπασμένων παράθυρων που παραπέμπουν σε ξεχασμένο νησί. Μα κυρίως, η έξεργη και ατάραχη αυτή φαιή θάλασσα της σκουριάς που προχωρά αθόρυβα στην ξεχασμένη ετούτη κοιλάδα και καταπίνει τα πάντα.
Αναφερόμενος στην ενότητα Lost Collective με τα ερειπωμένα κτήρια βιομηχανικής εργασίας που ο ίδιος φωτογραφίζει σε όλο τον κόσμο, ο Brett Patman περιγράφει την ανάγκη του να ανασκάψει την ακίνητη επιφάνεια, να αναζητήσει ίχνη παρελθούσης ζωής και να διασώσει δομικούς ιστούς μνήμης που κάποτε έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην κοινότητα όπου ανήκαν και που, αν και εγκαταλελειμμένοι, εξακολουθούν κατά κάποιον τρόπο να ενώνουν τους ανθρώπους εκείνους που τα κατέστησαν σημαντικά. «Συχνά», καταλήγει, «βρίσκοντας τη θέα της πελώριας αυτής μάζας αυθύπαρκτα εντυπωσιακή αισθητικά, προκαλώ τον εαυτό μου -χωρίς αποτέλεσμα- να εντοπίσει ένα τουλάχιστον αντικείμενο σχεδιασμένο αποκλειστικά για λόγους αισθητικής».
«Οι φωτογραφίες μου δίνουν ζωή στους νεκρούς τόπους», γράφει με τη σειρά του με αφορμή την ενότητα Lost Factories ο Ilan Benattar. «Φωτογραφίζοντας βιομηχανικά κτήρια σε παγωμένο χρόνο που συχνά διατηρούν τα μηχανήματά τους ανέπαφα, με ενδιαφέρει περισσότερο από όλα να φαντάζομαι τους ανθρώπους που κάποτε εργάστηκαν εδώ. Σε κάποια από τα εργοστάσια που φωτογραφίζω, τα ίχνη της παρελθούσας ζωής είναι ακόμη ορατά κάτω από τη λεπτή επιφάνεια. Άλλα ωστόσο, αποτελούν χρονοκάψουλες παγιδευμένες σε μια σουρεαλιστική συνθήκη στάσης και λήθης».
Στο μεταφυσικό ετούτο και ρημαγμένο τοπίο που διασώζει ο φακός του Νίκου Λεοντόπουλου και όπου η παντελής απουσία του ανθρώπου ενισχύει με τρόπο παράδοξο την πεποίθηση της πρωθύστερης παρουσίας, τα ζητήματα της αισθητικής αξίας και της ιστορικής ιχνηλάτησης, του εγκωμίου της φόρμας και της αναβλύζουσας μνήμης και συγκίνησης, αντιμετωπίζονται με γνώση και μέτρο και εντέλει ισορροπούν, διασώζοντας τη λιτή διαχρονία και την πολυπλοκότητα των σημάνσεων του κελύφους των «Λιπασμάτων» και εγγράφοντάς της ανεξίτηλα στο βλέμμα του θεατή.

Ίρις Κρητικού
Ιστορικός της τέχνης Δεκέμβριος 2022


* «Δραπετσώνα», από το περίφημο άλμπουμ του 1961 «Πολιτεία». Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης, μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης
** Κάποιες από τις ιστορικές πληροφορίες για τα κτήρια των «Λιπασμάτων» αντλήθηκαν από το άρθρο του M.Hulot «www.lifo.gr/Τα Λιπάσματα Δραπετσώνας όταν ήταν ερείπια | LiFO».

Εγκαίνια Έκθεσης: Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2022, ώρα 18:30-21:30
Διάρκεια Έκθεσης: 16 Δεκεμβρίου 2022 έως 28 Ιανουαρίου 2023
Ώρες Λειτουργίας: Τρίτη, Πέμπτη, Παρασκευή 11:00 - 20:00
Τετάρτη, Σάββατο 11:00 - 16:00
Κυριακή και Δευτέρα κλειστά


*Η Γκαλερί θα παραμείνει κλειστή από 1/1/2023 έως 10/1/2023
Η είσοδος στην έκθεση είναι ελεύθερη για το κοινό.


Εικαστικός Κύκλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου