Άκης Γαβριηλίδης
Ο Σεφέρης είναι ένας από τους πιο πολυσυζητημένους και αναλυμένους ποιητές του ελληνικού 20ού αιώνα. Σχεδόν όλοι οι φιλόλογοι στην Ελλάδα (και στην Κύπρο) έχουν ασχοληθεί με αυτόν, ενώ οι στίχοι του αποτελούν εδώ και δεκαετίες «κεκτημένο» μέρος της νεοελληνικής λαϊκής κουλτούρας. Όταν λοιπόν κάποιος αποφασίζει να γράψει ολόκληρο βιβλίο γι’ αυτόν σήμερα, έχει ιδιαίτερα δύσκολο έργο: θα πρέπει να βρει να πει κάτι πραγματικά πρωτότυπο, που να μην έχει ακόμα ειπωθεί.
Τι κομίζει λοιπόν (ακόμα) ένα βιβλίο για τον Σεφέρη, αυτό εδώ;
Θα επιχειρήσω να απαντήσω το ερώτημα αυτό με μία παρέκβαση. Πριν από δύο χρόνια, συνάντησα στον δρόμο έναν φίλο που με ρώτησε αν ετοιμάζω κάτι. Όταν του είπα «ένα βιβλίο για τον Σεφέρη», με ρώτησε αμέσως: «Δηλαδή θα είναι μια συνέχεια της Αθεράπευτης νεκροφιλίας;» [Η αθεράπευτη νεκροφιλία του ριζοσπαστικού πατριωτισμού: Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος, εκδ. Futura, 2007].
Η σκέψη αυτή δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό μέχρι τότε. Αυθόρμητα απάντησα αμέσως «όχι», και εκ των υστέρων προσπάθησα να σκεφτώ γιατί δεν θα είναι.
Νομίζω για τους εξής λόγους: σε εκείνο το βιβλίο, το στοιχείο της ανάλυσης (λόγου) συνυπήρχε με ένα στοιχείο πολεμικής, το οποίο και εξυπηρετούσε. Στον τρόπο με τον οποίο ιδίως διαβάστηκε το βιβλίο, νομίζω ότι επικράτησε η καταγγελία· οι περισσότεροι κράτησαν απ’ αυτό μία, για άλλους ιερόσυλη και για άλλους λυτρωτική, κραυγή ανάδειξης των αδυναμιών κάποιων «ιερών τεράτων». Και πιο συγκεκριμένα, ως ανάδειξη του εθνικισμού που διείπε τον περί ελληνικότητας λόγο κάποιων ποιητών της γενιάς του ’30 και κάποιων μουσικών και διανοουμένων της γενιάς του ’60, οι οποίοι προέρχονταν από την Αριστερά και βασίστηκαν στο έργο των προηγουμένων ή το προεξέτειναν.
Στο παρόν βιβλίο η τακτική αλλάζει, διότι και το αντικείμενο αλλάζει. Όσοι διάβασαν τη Νεκροφιλία, ίσως να πρόσεξαν ότι από το βιβλίο εκείνο απουσίαζε οποιαδήποτε αναφορά στον Γιώργο Σεφέρη. (Αν εξαιρέσουμε ένα δίστιχό του που είχε χρησιμοποιηθεί ως μότο στην αρχή του βιβλίου.) H απουσία αυτή βασιζόταν στην πεποίθησή μου ότι ο Σεφέρης ήταν πολύ πιο υποψιασμένος, και επίσης πολύ πιο καταρτισμένος θεωρητικά, από τους συνοδοιπόρους του, και έτσι απέφυγε τις παγίδες στις οποίες με τόση αφέλεια έπεσαν εκείνοι (αλλά και άλλοι, μεταγενέστεροι).
Έτσι, προέκυψε ένας Σεφέρης που διατηρεί ή εγκαθιδρύει σχέσεις με την Ασία, την Αφρική, την Αμερική – και όχι (μόνο) την Ευρώπη.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο του επιφυλάχθηκε ολόκληρο βιβλίο, στο οποίο λοιπόν να μην επικρατεί το στοιχείο της πολεμικής αλλά η θετική ενέργεια, η επικέντρωση στην παραγωγική πλευρά του καλλιτέχνη που αναλύεται.
Βεβαίως, στο παρελθόν είχα γράψει και άλλα βιβλία στα οποία να αναφέρομαι με θετικό τρόπο σε καλλιτέχνες. Αλλά και σε σχέση με αυτά υπάρχει μια διαφορά. Οι μονογραφίες που έγραψα για τον Άκη Πάνου [εκδ. Ένεκεν, 2012] ή τον Μπίλι Ουάιλντερ [εκδ. Αιγόκερως, 2009] ήταν προϊόντα ανεπιφύλακτου θαυμασμού και αγάπης. Με τον Σεφέρη, η σχέση μου δεν ήταν «έρωτας με την πρώτη ματιά». Ήταν κάτι που κατακτήθηκε βαθμιαία, και η προσέγγισή μου αφορά επίσης κάτι που εκείνος κατέκτησε βαθμιαία και που, για να το κατακτήσει, χρειάστηκε να διανύσει μία απόσταση. Και εγώ διένυσα μία απόσταση, και σε μεγάλο βαθμό η διάνυση αυτή ήταν η δουλειά που έκανα στο αμέσως προηγούμενο βιβλίο μου, το Εμείς οι έποικοι [εκδ. Ισνάφι, 2014]. Μια δουλειά πάνω στην πίκρα όχι για τις πατρίδες που χάσαμε, αλλά για εκείνες που βρήκαμε.
Ασχέτως τούτου, πάντως, το να γράφεις θετικά για τον Σεφέρη δεν είναι καθόλου πρωτότυπο. Εκτός λίγων εξαιρέσεων, και τα υπόλοιπα βιβλία ή άρθρα που γράφονται για τον Σεφέρη εδώ και δεκαετίες, επίσης αναφέρονται σε αυτόν με θετικό –έως αγιογραφικό– τρόπο. H ιδιαιτερότητα όμως, ή μάλλον, καθόσον γνωρίζω, η μοναδικότητα του βιβλίου αυτού είναι ότι επαινεί τον Σεφέρη για πράγματα τελείως διαφορετικά, έως αντίθετα, από αυτά που του πιστώνουν οι υπόλοιποι. Η εδραιωμένη σοφία των φιλολόγων, η οποία έχει γίνει εδώ και καιρό τμήμα της σχολικής εκπαίδευσης και της λαϊκής κουλτούρας, είναι ότι ο Σεφέρης ως ποιητής ήταν υπέρμαχος της ελληνικότητας και της ευρωπαϊκότητας (της ελληνικότητας καθότι ευρωπαϊκότητας), ως διπλωμάτης δε ήταν αφοσιωμένος εργάτης στην υπηρεσία του ελληνικού κράτους. Εγώ αντιθέτως υποστηρίζω ότι, αν μελετήσουμε τα κείμενα (όχι μόνο τα λίγα ποιήματα που έχουμε μάθει συνήθως να διαβάζουμε και να παραθέτουμε απαγγέλλοντας, αλλά και τα άλλα, π.χ. αυτά που εκδόθηκαν μεταθανάτια, ή τα ημερολόγια, τις επιστολές και άλλα «έκκεντρα» δείγματα γραφής), προκύπτει μία εικόνα ενός Σεφέρη ο οποίος έβρισκε πραγματικά ανυπόφορη την πατρίδα, την εργασία, το σχολείο, την οικογένεια, τον στρατό και γενικά όλους τους καθιερωμένους και αξιοσέβαστους θεσμούς του κράτους-έθνους.
Κατά βάση, λοιπόν, το μόνο που κάνω σε αυτό το βιβλίο είναι να διαβάζω κείμενα. Να διαβάζω κείμενα σε συνδυασμό με άλλα κείμενα. Αυτά τα «άλλα κείμενα» όμως είναι άλλα άλλα κείμενα σε σχέση με όσα συνήθως χρησιμοποιούνται από τους φιλολόγους· ή, και όταν είναι τα ίδια, διαβάζονται αλλιώς, ίσως κάπως λοξά σε σχέση με τον μέχρι τώρα «ορθό» ευρωκεντρικό τρόπο ανάγνωσης. Σκέφτηκα δηλαδή να διαβάσω –και να ακούσω– τον Σεφέρη όχι (μόνο) δίπλα στον Βιντσέντζο Κορνάρο, τον Μακρυγιάννη, τον Τ.Σ. Έλιοτ, τον Μαλαρμέ και τον Πιραντέλο, αλλά δίπλα στον Σπινόζα, τον Πάολο Βίρνο, τους Ντελέζ και Γκουαταρί, τον Ντεριντά, τον Ρανσιέρ, και επίσης την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, τον Μιχάλη Σουγιούλ, τον Ζάχο Παπαζαχαρίου, τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Ραβί Σανκάρ και τους περιστρεφόμενους δερβίσηδες της Λευκωσίας. Κι ακόμα, δίπλα στους Αφρικανούς βασιλείς ανθρωποφάγων, δίπλα στην τζαζ και στα νεγράκια της Νέας Υόρκης με τα μαγνητοφωνάκια τους, και δίπλα στους φοιτητές και στις φοιτήτριες του Πρίνστον με τις γενειάδες και τα κοντά φουστάνια τους. Έτσι, προέκυψε ένας Σεφέρης που διατηρεί ή εγκαθιδρύει σχέσεις με την Ασία, την Αφρική, την Αμερική – και όχι (μόνο) την Ευρώπη.
Ο Ασιάτης Σεφέρης
Άκης Γαβριηλίδης
Ασίνη
504 σελ.
ISBN 978-618-5346-26-3
Τιμή €22,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου