Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

Βασίλης Χαντζής: συνέντευξη στη Χριστίνα Σανούδου


 Χριστίνα Σανούδου

Οργή, θλίψη και τρυφερή νοσταλγία είναι τα συναισθήματα που εναλλάσσονται –και πολλές φορές συνυπάρχουν– στη Μέρα της μαρμότας. Απόλυτα αυτοβιογραφικό και απαλλαγμένο από προσχήματα και εξωραϊσμούς, το πρώτο βιβλίο του Βασίλη Χαντζή γράφτηκε αμέσως μετά τον επώδυνο χωρισμό του από τον σύντροφό του και αφορά όλους όσοι έχουν βιώσει την τρέλα του έρωτα και τη συντριβή της απώλειας. Συγχρόνως, το αντισυμβατικό αυτό αφήγημα είναι μια ωμή, καθόλου ψύχραιμη ή προσχεδιασμένη σπουδή πάνω στην αλλοίωση που έχουν επιφέρει τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στις ανθρώπινες σχέσεις. Παρά το νεαρό της ηλικίας του (γεννήθηκε το 1988), ο συγγραφέας δεν έχει ξεχάσει την προ facebook εποχή, τα χρόνια του φλερτ και του αυθορμητισμού, την αφοσίωση που δεν χρειαζόταν likes για να επιβεβαιωθεί, τη σεξουαλικότητα πριν μετασχηματιστεί σε επιδειξιομανία. 

Ποια βιβλία σημάδεψαν την εφηβική σας ηλικία;

Δυστυχώς, υπήρξα από τα άτομα που έμαθαν την αξία ενός βιβλίου και της δυνατότητάς του να μπορεί να ξεκλειδώνει τμήματα της φαντασίας μας, που δεν ξέραμε καν πως υπήρχαν, σε αρκετά μεγάλη ηλικία, μακριά πλέον από την εφηβική μου. Άρα σαν έφηβος δε θα μπορούσα να πω πως κάποιο βιβλίο με σημάδεψε. Αν και θα ήθελα. Μπορεί να είχε διαμορφωθεί διαφορετικά ο χαρακτήρας μου. Πιο ώριμος. Πιο κατασταλαγμένος. Πιο γεμάτος.

Πότε και υπό ποιες συνθήκες γράφτηκε η Μέρα της μαρμότας; Σε ποιους (θα θέλατε να) απευθύνεται;

Η Μέρα της μαρμότας γράφτηκε λίγο καιρό μετά τον χωρισμό μου από τον τότε σύντροφό μου, σε μια προσπάθεια μεταφοράς του ψυχικού μου πόνου και της βαριάς κατάθλιψης, που περνούσα, στο ημερολόγιό μου. Αποτέλεσμα αυτού, το ημερολόγιό μου να μείνει ημιτελές και να συνεχιστεί σα βιβλίο συμπεριλαμβάνοντας πράγματα που είχα ζήσει, κουβεντιάσει, υπάρξει, δει, μοιραστεί με παρέες, φίλους και γνωστούς. Δε θα έλεγα πως έχω κάποιο συγκεκριμένο target group που θα ήθελα να το διαβάσει, εξάλλου οποιοσδήποτε πιάσει το βιβλίο μου στα χέρια του θα δει σε αυτό ένα κομμάτι της δικής του ζωής, ακόμα κι αν γράφω μέσα από το πρίσμα της ΛΟΑΤ+ κοινότητας. Απλά να μπορέσουμε να κατανοήσουμε μερικές από τις πράξεις και τις επιλογές που κάνουμε, καθώς πολλές από αυτές τείνουν να πληγώνουν όσους βρεθούν στο διάβα τους, πόσο μάλλον και τον ίδιο μας τον εαυτό.

Θα λέγατε ότι τα social media έχουν αλλάξει ριζικά τον τρόπο που ζούμε και σχετιζόμαστε με τους άλλους ή απλώς ανέδειξαν προϋπάρχουσες τάσεις μας;

Θα έλεγα πως τον έκαναν αρκετά εύκολο. Μας έχουν κάνει κακομαθημένους. Υπερόπτες. Ωραιοπαθείς. Νάρκισσους. Επιφανειακούς. Εφήμερους. Διψασμένους. Μας έμαθαν να ζητάμε διαρκώς επιβεβαιώσεις. Ξεχάσαμε πώς είναι να προσπαθούμε να διεκδικούμε κάτι διά ζώσης, γιατί το κάνουμε πλέον μέσα από ένα κινητό. Περιμένουμε από ένα 24ωρο story σε μια διαδικτυακή εφαρμογή να μας πει αν είμαστε όμορφοι. Και που αν δε μας το πει, πέφτουμε σε κατάθλιψη. Να διατυμπανίζουμε όλη την ώρα το τι κάναμε στους και με τους άλλους και τι είπαμε με τους άλλους, λες και είχε σημασία. Μόνο που τώρα έχει σημασία. Κάνεις story τη μούρη σου ή το μέρος όπου είσαι για φαγητό και σε ρωτάω: «Γιατί το κάνεις;». Η απάντηση δε θα είναι «λογική», θα είναι αόριστη ή δε θα υπάρξει απάντηση, γιατί πλέον είναι σα να αναπνέεις. Κάτι το αυθόρμητο. Θα γίνει, γιατί έτσι είναι να γίνει. Είναι τρομακτικό να ξέρεις πως υπήρχαν θαμμένα θέματα βαθιά σου και μία εφαρμογή κατάφερε να τα αναδείξει. Να ζητιανεύουμε την έμμεση επιβεβαίωση, επειδή πλέον είναι το μόνο που μπορεί να μας γεμίσει. Πόση δίψα έχουμε άραγε να αρέσουμε στους άλλους και όχι σε εμάς; Να φτάνουμε στο σημείο να μη μας είναι αρκετό το να αρέσουμε στον σύντροφό μας, γιατί απλά θέλουμε να αρέσουμε σε όλους τους άλλους, στο σημείο του να φθείρεται η αγάπη. Μετατρέποντάς τη σε κάτι κοινό, καθημερινό, που περνά με μια απλή αντιβίωση.

Ξεχάσαμε πώς είναι να προσπαθούμε να διεκδικούμε κάτι διά ζώσης, γιατί το κάνουμε πλέον μέσα από ένα κινητό.

Πιστεύετε ότι υπάρχει σαφής διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον έρωτα και τον φόβο της μοναξιάς;

Πιστεύω πως στις μέρες μας δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον ενθουσιασμό και τον έρωτα και ανάμεσα στο αγαπάω και το θέλω κάποιον, γιατί «πεινάω» επειδή κανείς δε με κάνει ταίρι του. Όταν εκεί έξω υπάρχει τεράστια πλέον ζήτηση και ακόμα μεγαλύτερη προσφορά στο οτιδήποτε, τότε όλα τείνουν να γίνονται απλά. Έχουμε μπερδέψει το σε φλερτάρω και το σε διεκδικώ με το πέσιμο, με αποτέλεσμα του να μη δίνουμε ευκαιρίες εύκολα σε κανέναν. Ζητιανεύουμε τη συνύπαρξη με κάποιον, δηλώνουμε ερωτευμένοι και πάνω στην εβδομάδα όλο αυτό φεύγει. Χάνεται τόσο απλά, όπως είχε έρθει. Αν σκεφτούμε το πόσο μεγάλο κακό έχει συμβεί όλο αυτό το διάστημα κάνοντας μόνο swipe left and right, σε εφαρμογές γνωριμιών, άτομα με βάση την εμφάνισή τους. Θα μπορέσουμε να καταλάβουμε πόσοι μη γοητευτικοί άνθρωποι εκεί έξω μένουν στην απέξω και σιγά σιγά αρχίζουν να «πεινάνε»; Αυτά τα άτομα δεν είναι λογικό να θέλουν κάποιον, τον οποιοδήποτε, για να καλύψουν το κενό μέσα τους; Να μπερδεύουν την αγάπη με το κενό της μοναξιάς; Νοσταλγώ τον παλιό καιρό, φθονώ τον παλιό καιρό που δεν ξεδιαλέγαμε, αλλά δοκιμάζαμε και δίναμε ευκαιρίες. Φλερτάραμε και αγαπάγαμε πραγματικά. Που προσπαθούσαμε. Που σε κέρδιζε ο χαρακτήρας. Αν μπεις σε μια εφαρμογή, οι 9/10 είναι με τους κοιλιακούς φόρα παρτίδα. Πείτε μου εδώ για διαχωριστικές γραμμές.

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αρχίζει με μια φράση από το Cloud Atlas. Τι γνώμη έχετε για το συγκεκριμένο μυθιστόρημα και γενικότερα για τη δουλειά του Ντέιβιντ Μίτσελ;

Όπως προανέφερα, στην εφηβεία δεν ήμουν των βιβλίων. Σαν βιβλίο του 2004 πέρασε δίπλα μου και δεν ακούμπησε ποτέ. Όταν μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, με κέρδισε τόσο πολύ που έκανα τα πάντα για να βρω ένα αντίτυπο. Ήμουν από τους τυχερούς και το βρήκα. Δηλώνω γοητευμένος από αυτό το βιβλίο. Τρομακτική εναλλαγή χαρακτήρων και εποχών. Υπέροχη γραφή, που κάνει ένα τόσο μεγάλο βιβλίο να τελειώνει εν ριπή οφθαλμού. Θα το σύστηνα σε όλους, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχει στην αγορά πια. Δεν έχω διαβάσει άλλο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα, οπότε η άποψή μου πάνω στη δουλειά του δε θα ήταν ολοκληρωμένη.

Πώς επηρέασε η πανδημία τη ζωή σας; Νοσταλγείτε την παλιά κανονικότητα;

Ποιος δεν τη νοσταλγεί; Θα ακουστεί παράλογο και λίγο αστείο, αλλά πολλές φορές ακόμα και σήμερα με πιάνω να κοιτάω γύρω μου τους πάντες μέσα σε γραφεία, μαγαζιά, καταστήματα και μπαράκια με τις μάσκες και σκέφτομαι: «Κοίτα πως είμαστε». Κυκλοφορούμε με μάσκες. Πόσο αστείοι. Απλά είναι η καθημερινότητά μας. Φοράς ρούχα. Πλένεις δόντια. Παίρνεις κλειδιά. Φοράς μάσκα και φεύγεις. Ναι, μου λείπει το παλιό ελεύθερο. Θέλω να μπορώ να σφίξω το χέρι του άλλου και να τον πάρω μια αγκαλιά. Να μην ακούω στις ειδήσεις για κρούσματα και διασωληνωμένους. Να μη βλέπω υποχόνδρια πλάσματα να ψωνίζουν με γάντια μιας χρήσης ή να πιάνουν ράμπες με αντισηπτικά μαντιλάκια. Να μη σκέφτομαι πριν βγω έξω αν έχω μάσκα στην τσέπη, δελτίο εμβολιασμού στο κινητό και θερμοκρασία κάτω από 37 και 2. Φαντάζομαι όχι μόνο εμένα, αλλά και όλους μάς έχει επηρεάσει η πανδημία αρνητικά έως έναν βαθμό. Όλοι σκεφτόμαστε: «Πότε θα τελειώσει όλο αυτό;». Το θέμα είναι να μη χάνουμε την ελπίδα μας, την υπομονή και την ανθρωπιά μας.

 

Η μέρα της μαρμότας
Βασίλης Χαντζής
Εκδόσεις Βακχικόν
σ. 114
ISBN: 978-960-638-274-1
Τιμή: 10,60€

https://diastixo.gr/

https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/17484-vasilis-chatzis?utm_source=MailingList&utm_medium=email&utm_content=pkarousos%40hotmail.ca&utm_campaign=Newsletter_20_11_2021_20_1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου