Πρόλογος για τους Λιποτάχτες κι εθελοντές
Πριν από αρκετά χρόνια, άρχισε η περιπέτεια γραφής του μυθιστορήματος Λιποτάχτες κι εθελοντές. Ήταν μια γεναριάτικη νύχτα που έβρεχε παράξενα. Εν μέσω βουβών αστραπών, η βροχή παρουσίαζε ακανόνιστες αυξομειώσεις και σε κάποιες περιπτώσεις θαρρείς πως ανέβλυζε από το έδαφος. Καθώς ακροαζόμουν το θρόισμά της στα τζάμια, στη στέγη και στην αυλή λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, σκέφτηκα, πόσο ενδιαφέρον θα ήταν αν έκανα την ίδια ακρόαση μέσα στην ίδια τη φύση. Για παράδειγμα, να βρίσκομαι σε κάποια σπηλιά στην απόλυτη ερημιά, συντροφιά με μια στοιχειώδη φωτιά και ν’ αφουγκράζομαι τους ψιθύρους των στοιχείων της Φύσης προσπαθώντας να τους αποκωδικοποιήσω. Δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποιος που να ’χει βρεθεί σε τέτοια θέση και κατάσταση, σκέφτηκα, κι ακριβώς τότε ήρθε στο νου μου η περίπτωση ενός ανθρώπου, που για να μην πάει στον πόλεμο, εξαφανίστηκε για πολλά χρόνια στα βουνά.
Το θέμα ήταν ελκυστικό. Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να γράφω μερικά διηγήματα και μ’ αφορμή τον ήχο της βροχής εκείνης της νύχτας και την περίπτωση του ερημίτη λιποτάχτη, σκέφτηκα να γράψω ένα σχετικό διήγημα. Την επομένη κιόλας άρχισα. Σε σχέση με άλλα διηγήματα, εκείνο το βροχερό προχώρησε πολύ γρήγορα, αφύσικα γρήγορα θα έλεγα. Αρχικά ήταν πέντε περίπου πυκνογραμμένες σελίδες κι είχε τον τίτλο: «Λιποτάχτης».
Να όμως που μετά από δυο χρόνια περίπου, ο «Λιποτάχτης» εμφανίστηκε ωσάν μυστηριώδης επισκέπτης από το παρελθόν, τότε που έκανα διορθώσεις στα διηγήματα. Σ’ ελαφρώς τρεμάμενη οθόνη πρόβαλε και διαβάζοντάς τον, με προκαλούσε να τον επεκτείνω, ενώ, όπως συνηθίζεται σε ανάλογες περιπτώσεις, σκέφτηκα να ερευνήσω και να μάθω περισσότερα για την ιστορία τού παράξενου ανθρώπου, το όνομα του οποίου ούτε καν ήξερα. Όμως, την ιδέα αυτή την απέρριψα αμέσως κι απέφυγα συστηματικά κάθε πληροφορία σχετική με την πραγματική ιστορία, με αποτέλεσμα να περάσω στα παράξενα, κατά βάση ακαλλιέργητα μα κι εύφορα χωράφια τής απόλυτης μυθοπλασίας.
Έπρεπε να σκάψω ένα νταμάρι ώστε να εξασφαλίσω τις πέτρες με τις οποίες θα έχτιζα αυτό που είχα αρχίσει. Στην αρχή οι πέτρες ήταν καλές, με πρόσωπο, βολικές στο χτίσιμο κι ευκολοδούλευτες, οπότε η εργασία προχωρούσε ικανοποιητικά. Σκάβοντας βαθύτερα, όμως, όλο και πιο καλές πέτρες έβρισκα, τόσο καλές και ιδιαίτερες (ονειρόπετρες μου φαίνεται πως λέγονταν), που όλως περιέργως δυσκόλεψαν το χτίσιμό μου. Οι εργασίες σταματούσαν τότε για να ξαναρχίσουν και πάλι χρησιμοποιώντας ως και κάθε λογής θραύσματα όπου απαιτούνταν, με αποτελέσματα να περάσει αρκετός χρόνος ώστε να ολοκληρωθεί ο κεντρικός πυρήνας τού εκτεταμένου πλέον διηγήματος.
Πριν από αρκετά χρόνια, άρχισε η περιπέτεια γραφής του μυθιστορήματος Λιποτάχτες κι εθελοντές. Ήταν μια γεναριάτικη νύχτα που έβρεχε παράξενα. Εν μέσω βουβών αστραπών, η βροχή παρουσίαζε ακανόνιστες αυξομειώσεις και σε κάποιες περιπτώσεις θαρρείς πως ανέβλυζε από το έδαφος. Καθώς ακροαζόμουν το θρόισμά της στα τζάμια, στη στέγη και στην αυλή λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, σκέφτηκα, πόσο ενδιαφέρον θα ήταν αν έκανα την ίδια ακρόαση μέσα στην ίδια τη φύση. Για παράδειγμα, να βρίσκομαι σε κάποια σπηλιά στην απόλυτη ερημιά, συντροφιά με μια στοιχειώδη φωτιά και ν’ αφουγκράζομαι τους ψιθύρους των στοιχείων της Φύσης προσπαθώντας να τους αποκωδικοποιήσω. Δεν μπορεί, θα υπάρχει κάποιος που να ’χει βρεθεί σε τέτοια θέση και κατάσταση, σκέφτηκα, κι ακριβώς τότε ήρθε στο νου μου η περίπτωση ενός ανθρώπου, που για να μην πάει στον πόλεμο, εξαφανίστηκε για πολλά χρόνια στα βουνά.
Το θέμα ήταν ελκυστικό. Εκείνη την εποχή είχα αρχίσει να γράφω μερικά διηγήματα και μ’ αφορμή τον ήχο της βροχής εκείνης της νύχτας και την περίπτωση του ερημίτη λιποτάχτη, σκέφτηκα να γράψω ένα σχετικό διήγημα. Την επομένη κιόλας άρχισα. Σε σχέση με άλλα διηγήματα, εκείνο το βροχερό προχώρησε πολύ γρήγορα, αφύσικα γρήγορα θα έλεγα. Αρχικά ήταν πέντε περίπου πυκνογραμμένες σελίδες κι είχε τον τίτλο: «Λιποτάχτης».
Να όμως που μετά από δυο χρόνια περίπου, ο «Λιποτάχτης» εμφανίστηκε ωσάν μυστηριώδης επισκέπτης από το παρελθόν, τότε που έκανα διορθώσεις στα διηγήματα. Σ’ ελαφρώς τρεμάμενη οθόνη πρόβαλε και διαβάζοντάς τον, με προκαλούσε να τον επεκτείνω, ενώ, όπως συνηθίζεται σε ανάλογες περιπτώσεις, σκέφτηκα να ερευνήσω και να μάθω περισσότερα για την ιστορία τού παράξενου ανθρώπου, το όνομα του οποίου ούτε καν ήξερα. Όμως, την ιδέα αυτή την απέρριψα αμέσως κι απέφυγα συστηματικά κάθε πληροφορία σχετική με την πραγματική ιστορία, με αποτέλεσμα να περάσω στα παράξενα, κατά βάση ακαλλιέργητα μα κι εύφορα χωράφια τής απόλυτης μυθοπλασίας.
Έπρεπε να σκάψω ένα νταμάρι ώστε να εξασφαλίσω τις πέτρες με τις οποίες θα έχτιζα αυτό που είχα αρχίσει. Στην αρχή οι πέτρες ήταν καλές, με πρόσωπο, βολικές στο χτίσιμο κι ευκολοδούλευτες, οπότε η εργασία προχωρούσε ικανοποιητικά. Σκάβοντας βαθύτερα, όμως, όλο και πιο καλές πέτρες έβρισκα, τόσο καλές και ιδιαίτερες (ονειρόπετρες μου φαίνεται πως λέγονταν), που όλως περιέργως δυσκόλεψαν το χτίσιμό μου. Οι εργασίες σταματούσαν τότε για να ξαναρχίσουν και πάλι χρησιμοποιώντας ως και κάθε λογής θραύσματα όπου απαιτούνταν, με αποτελέσματα να περάσει αρκετός χρόνος ώστε να ολοκληρωθεί ο κεντρικός πυρήνας τού εκτεταμένου πλέον διηγήματος.
Πρόκειται για τον γεμάτο αντιφάσεις σιτευτό γόνο της οικογένειας· γόνο άγονο που ισορροπεί στα όρια των χώρων, στο αχαρτογράφητο πεδίο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας ανακατεύοντας τον χρόνο, ανασκαλεύοντας τη μνήμη και τις επιθυμίες. Όταν η βροχή επιτέλους σταματάει, ο Παναής αποφασίζει να ξεμυτίσει, να πραγματοποιήσει τους στόχους του και να βρεθεί μεταξύ των ανθρώπων, τότε όμως αρχίζει να χιονίζει, ακριβώς όπως τη μέρα της γέννησής του.
Στη συνέχεια διάβασα αρκετές φορές τον «Λιποτάχτη» κι ομολογώ πως μου άρεσε, όμως πάντα στο τέλος μού δημιουργούνταν η αίσθηση πως κάτι έλειπε. Συνέχιζα το χτίσιμο λοιπόν πέτρα την πέτρα, θραύσμα το θραύσμα, μέχρι που οι πέτρες σώθηκαν, οπότε έπρεπε να εξορύξω νέες ή να θεωρήσω το κτίσμα τελειωμένο. (Η περίπτωση να έβρισκα πέτρες ή θραύσματα από άλλο νταμάρι, αποκλειόταν κατηγορηματικά).
Θεώρησα το κτίσμα τελειωμένο, μα διαβάζοντας τον «Λιποτάχτη» μετά από αρκετό καιρό, εκτυπωμένο τότε λόγω δυσλειτουργίας στη μνήμη τού δίσκου, αισθάνθηκα αυτό που δεν αισθάνθηκα διαβάζοντάς τον από την οθόνη. Μπορεί να έπαιξαν ρόλο και η ώρα, ο τόπος ή και η διάθεσή μου ακόμη, κι έτσι τα θεμέλια τού «Λιποτάχτη» δεν με ικανοποίησαν· ο «Λιποτάχτης» μού φάνηκε μετέωρος. Απογοητευμένος κάπως, σταμάτησα να ασχολούμαι με τον μετεωρισμό του αλλά και μ’ αυτόν τον ίδιο, οπότε άρχισα ένα άλλο διήγημα με ήρωα έναν φυσιολάτρη που επισκέφτηκε κάποιο προικισμένο από τη φύση τόπο. Κι ενώ το διήγημα προχωρούσε, τότε που ο φυσιολάτρης παρατηρούσε την εξέλιξη μιας πυρκαγιάς αφουγκραζόμενος το βουητό της του δόθηκε κι η ιδιότητα τού εθελοντή πυροσβέστη. Έλαμψε τότε η λέξη «εθελοντής», ενώ άκουγα πλέον κι εγώ το βουητό της πυρκαγιάς που μες στον νου μου αναμίχθηκε με το αλλόκοτο θρόισμα εκείνης της νυχτερινής βροχής που είχα ακούσει κάποτε, με αποτέλεσμα το διήγημα τού εθελοντή πυροσβέστη να γίνει μέρος τού «Λιποτάχτη».
Μ’ αυτόν τον τρόπο θεμελιώθηκε και χτίστηκε το «Παρατηρώντας μια πυρκαγιά», πρώτο μέρος τού μυθιστορήματοςΛιποτάχτες κι εθελοντές, ενώ για το τρίτο, το «Δοξαστικό», που ολοκληρώθηκε μετά και ήδη υπήρχε εν μέρει στο αρχικό κείμενο, χρειαζόταν ένας ακόμα αφηγητής, εθελοντής κι αυτός με τον οποίο δεν θα μπορούσα να γίνω φίλος, σε αντίθεση με τον αφηγητή τού πρώτου μέρους και τον λιποτάχτη Παναή. Έτσι, ο «Λιποτάχτης», με τη βοήθεια και τη στήριξη των δύο εθελοντών εκατέρωθέν του, αποκτούσε επιπλέον θεμέλια στο έδαφος αλλά κυρίως στο βαθύ υπέδαφος τής προεμφυλιακής και μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας.
Το βιβλίο, στην τελική μορφή του, μυθιστόρημα πια, αναφέρεται στην ιστορία κάποιας φανταστικής, κλειστής οικογένειας αλλά και στα πέρα απ’ αυτήν, ιστορία διαδραματιζόμενη σε τόπο κλειστό, όπως θα τον όριζε κι ο ποιητής, εξελισσόμενη στ’ άγρια χρόνια τής Κατοχής αλλά και λίγο πριν· περισσότερο δε, μετά.
Οι δύο αφηγητές εθελοντές είναι θερινοί εξωτερικοί παρατηρητές, συμπληρωματικοί κι ανώνυμοι. Ο πρώτος, περιηγητής, περιπατητής και φυσιολάτρης, όπως είπαμε, παρευρίσκεται σε κάποια πυρκαγιά στο βουνό πάνω από το χωριό της κλειστής οικογένειας, πυρκαγιά που η αναλαμπή της του φωτίζει πράγματα αλλόκοτα κι αφώτιστα ως τότε. Ο δεύτερος, επιχειρηματίας κι εισοδηματίας στα πρόθυρα άλματος που θ’ αλλάξει ριζικά τη ζωή του, περιμένοντας τον εξυπηρετητή του στην κατάμεστη πλατεία τού ραγδαία αναπτυσσόμενου πλέον χωριού κάποιο από τα επόμενα της πυρκαγιάς καλοκαίρια, γίνεται μάρτυρας των γεγονότων ενός παράξενου κι αποκαλυπτικού απογεύματος. Αν κι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι οι δύο εθελοντές, έχουν κοινή την ικανότητα να παρατηρούν πίσω από τα πράγματα και ν’ αφουγκράζονται απόηχους συμβάντων και καταστάσεων.
Ο ερημίτης Παναής είναι λιποτάχτης από τους εμφυλίους: τον ελληνικό εμφύλιο, τον εμφύλιο της οικογένειάς του, αλλά κυρίως τον εμφύλιο που μαινόταν μέσα του. Ο Παναής είναι εσωτερικός χειμερινός αφηγητής κλεισμένος σε κάποιο ερείπιο σε τόπο άβατο, προστατευμένος, όπως πιστεύει, από τους καιρούς και τις εποχές. Άλλοτε αφηγείται ο ίδιος, άλλοτε κάποιος από τους εαυτούς του υπό το θρόισμα της παρατεταμένης βροχής, υπό τους ήχους των νερών γενικότερα. Πρόκειται για τον γεμάτο αντιφάσεις σιτευτό γόνο της οικογένειας· γόνο άγονο που ισορροπεί στα όρια των χώρων, στο αχαρτογράφητο πεδίο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας ανακατεύοντας τον χρόνο, ανασκαλεύοντας τη μνήμη και τις επιθυμίες. Όταν η βροχή επιτέλους σταματάει, ο Παναής αποφασίζει να ξεμυτίσει, να πραγματοποιήσει τους στόχους του και να βρεθεί μεταξύ των ανθρώπων, τότε όμως αρχίζει να χιονίζει, ακριβώς όπως τη μέρα της γέννησής του.
Λιποτάχτες κι εθελοντές
Κώστας Γαρύφαλλος
Θερμαϊκός
296 σελ.
ISBN 978-960-9547-53-6
Τιμή: €15,00
Θεώρησα το κτίσμα τελειωμένο, μα διαβάζοντας τον «Λιποτάχτη» μετά από αρκετό καιρό, εκτυπωμένο τότε λόγω δυσλειτουργίας στη μνήμη τού δίσκου, αισθάνθηκα αυτό που δεν αισθάνθηκα διαβάζοντάς τον από την οθόνη. Μπορεί να έπαιξαν ρόλο και η ώρα, ο τόπος ή και η διάθεσή μου ακόμη, κι έτσι τα θεμέλια τού «Λιποτάχτη» δεν με ικανοποίησαν· ο «Λιποτάχτης» μού φάνηκε μετέωρος. Απογοητευμένος κάπως, σταμάτησα να ασχολούμαι με τον μετεωρισμό του αλλά και μ’ αυτόν τον ίδιο, οπότε άρχισα ένα άλλο διήγημα με ήρωα έναν φυσιολάτρη που επισκέφτηκε κάποιο προικισμένο από τη φύση τόπο. Κι ενώ το διήγημα προχωρούσε, τότε που ο φυσιολάτρης παρατηρούσε την εξέλιξη μιας πυρκαγιάς αφουγκραζόμενος το βουητό της του δόθηκε κι η ιδιότητα τού εθελοντή πυροσβέστη. Έλαμψε τότε η λέξη «εθελοντής», ενώ άκουγα πλέον κι εγώ το βουητό της πυρκαγιάς που μες στον νου μου αναμίχθηκε με το αλλόκοτο θρόισμα εκείνης της νυχτερινής βροχής που είχα ακούσει κάποτε, με αποτέλεσμα το διήγημα τού εθελοντή πυροσβέστη να γίνει μέρος τού «Λιποτάχτη».
Μ’ αυτόν τον τρόπο θεμελιώθηκε και χτίστηκε το «Παρατηρώντας μια πυρκαγιά», πρώτο μέρος τού μυθιστορήματοςΛιποτάχτες κι εθελοντές, ενώ για το τρίτο, το «Δοξαστικό», που ολοκληρώθηκε μετά και ήδη υπήρχε εν μέρει στο αρχικό κείμενο, χρειαζόταν ένας ακόμα αφηγητής, εθελοντής κι αυτός με τον οποίο δεν θα μπορούσα να γίνω φίλος, σε αντίθεση με τον αφηγητή τού πρώτου μέρους και τον λιποτάχτη Παναή. Έτσι, ο «Λιποτάχτης», με τη βοήθεια και τη στήριξη των δύο εθελοντών εκατέρωθέν του, αποκτούσε επιπλέον θεμέλια στο έδαφος αλλά κυρίως στο βαθύ υπέδαφος τής προεμφυλιακής και μετεμφυλιακής ελληνικής κοινωνίας.
Το βιβλίο, στην τελική μορφή του, μυθιστόρημα πια, αναφέρεται στην ιστορία κάποιας φανταστικής, κλειστής οικογένειας αλλά και στα πέρα απ’ αυτήν, ιστορία διαδραματιζόμενη σε τόπο κλειστό, όπως θα τον όριζε κι ο ποιητής, εξελισσόμενη στ’ άγρια χρόνια τής Κατοχής αλλά και λίγο πριν· περισσότερο δε, μετά.
Οι δύο αφηγητές εθελοντές είναι θερινοί εξωτερικοί παρατηρητές, συμπληρωματικοί κι ανώνυμοι. Ο πρώτος, περιηγητής, περιπατητής και φυσιολάτρης, όπως είπαμε, παρευρίσκεται σε κάποια πυρκαγιά στο βουνό πάνω από το χωριό της κλειστής οικογένειας, πυρκαγιά που η αναλαμπή της του φωτίζει πράγματα αλλόκοτα κι αφώτιστα ως τότε. Ο δεύτερος, επιχειρηματίας κι εισοδηματίας στα πρόθυρα άλματος που θ’ αλλάξει ριζικά τη ζωή του, περιμένοντας τον εξυπηρετητή του στην κατάμεστη πλατεία τού ραγδαία αναπτυσσόμενου πλέον χωριού κάποιο από τα επόμενα της πυρκαγιάς καλοκαίρια, γίνεται μάρτυρας των γεγονότων ενός παράξενου κι αποκαλυπτικού απογεύματος. Αν κι εντελώς διαφορετικοί άνθρωποι οι δύο εθελοντές, έχουν κοινή την ικανότητα να παρατηρούν πίσω από τα πράγματα και ν’ αφουγκράζονται απόηχους συμβάντων και καταστάσεων.
Ο ερημίτης Παναής είναι λιποτάχτης από τους εμφυλίους: τον ελληνικό εμφύλιο, τον εμφύλιο της οικογένειάς του, αλλά κυρίως τον εμφύλιο που μαινόταν μέσα του. Ο Παναής είναι εσωτερικός χειμερινός αφηγητής κλεισμένος σε κάποιο ερείπιο σε τόπο άβατο, προστατευμένος, όπως πιστεύει, από τους καιρούς και τις εποχές. Άλλοτε αφηγείται ο ίδιος, άλλοτε κάποιος από τους εαυτούς του υπό το θρόισμα της παρατεταμένης βροχής, υπό τους ήχους των νερών γενικότερα. Πρόκειται για τον γεμάτο αντιφάσεις σιτευτό γόνο της οικογένειας· γόνο άγονο που ισορροπεί στα όρια των χώρων, στο αχαρτογράφητο πεδίο μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας ανακατεύοντας τον χρόνο, ανασκαλεύοντας τη μνήμη και τις επιθυμίες. Όταν η βροχή επιτέλους σταματάει, ο Παναής αποφασίζει να ξεμυτίσει, να πραγματοποιήσει τους στόχους του και να βρεθεί μεταξύ των ανθρώπων, τότε όμως αρχίζει να χιονίζει, ακριβώς όπως τη μέρα της γέννησής του.
Λιποτάχτες κι εθελοντές
Κώστας Γαρύφαλλος
Θερμαϊκός
296 σελ.
ISBN 978-960-9547-53-6
Τιμή: €15,00
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου