Είναι απόγευμα, λίγο πριν από το σούρουπο, όταν χτυπά το κουδούνι στο διαμέρισμα του Πολ Μπόουλς σε προάστιο της ηλιόλουστης Ταγγέρης. Εκείνος σηκώνεται αναστατωμένος, καθώς δεν περιμένει κάποιον επισκέπτη. Κοιτάζει από το «ματάκι» της πόρτας να δει ποιΟς είναι και για λίγο δείχνει αναποφάσιστος, όμως τελικά ανοίγει. Ο Τενεσί Ουίλιαμς κάνει μια εντυπωσιακή, σχεδόν θεατρική είσοδο. Είναι μαυρισμένος και αδύνατος. Φοράει γυαλιά, ενώ στον λαιμό του κρέμεται με κορδόνι και άλλο ένα ζευγάρι. Ντυμένος σπορ με ένα ξεθωριασμένο μπλε μπουφάν, ένα ιταλικό πουκάμισο και στα χέρια του κρατά ένα μπουκάλι ουίσκι.
«Τενεσί» λέει ο Μπόουλς.
«Πολ» λέει και ο Ουίλιαμς, με περισσότερη πρόζα. Μαζί του, ο γραμματέας του, ενώ στο διαμέρισμα στην Ταγγέρη βρίσκεται μια φίλη του Μπόουλς και ο δημοσιογράφος του Rolling Stone, ο οποίος εδώ και ημέρες κάνει μια μεγάλη συζήτηση με τον συγγραφέα του Τσάι στη Σαχάρα, που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό. Εκπνοές της άνοιξης του 1974.
Περίπου μία ώρα αργότερα και ενώ έχει πιει μόνος του το μισό μπουκάλι ουίσκι, ο Τενεσί Ουίλιαμς φεύγει το ίδιο ξαφνικά όπως ήρθε, αφήνοντας πίσω τον Μπόουλς αδιάφορο, μέσα σε σύννεφα καπνού από τα τσιγάρα που όλοι έκαναν μέσα στο δωμάτιο. Το διαμέρισμα είναι μικρό. Στον χώρο κυριαρχεί ένας τοίχος γεμάτος ράφια με βιβλία, αλλά και ένα τραπέζι με αναμνηστικά από τα ταξίδια του.
«Ο καημένος» αναφωνεί η κοπέλα. «Δείχνει να υποφέρει...»
Ο Μπόουλς αφήνει τον καπνό να βγει από τα σωθικά του, γέρνει προς τα πίσω στον καναπέ, λες και προσπαθεί να κρατήσει αποστάσεις από τα γεγονότα, και αφήνει αργά τις λέξεις να ακουστούν: «Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά έχει εισπράξει και τόση επιτυχία στη ζωή του που αμφιβάλλω εάν θα την εισπράξει ποτέ άλλος καλλιτέχνης».
Η φίλη του παραμένει σιωπηλή και ο Μπόουλς συνεχίζει: «Δείχνει καλύτερα πάντως. Πολύ, πολύ καλύτερα».
Ο δημοσιογράφος του Rolling Stone βρίσκει την ευκαιρία να ρωτήσει τον συγγραφέα. Είναι η περίοδος που ο Μπόουλς, λίγο πάνω από τα εξήντα τότε, είχε αποσυρθεί στην Ταγγέρη και η δημοσίευση αυτής της εκτενέστατης συνέντευξης, η οποία παρουσιάζει τον τρόπο ζωής του εκεί και τις απόψεις του, τον επανέφερε στο προσκήνιο και απογείωσε τη δημοτικότητά του.
R.L.: Η Ταγγέρη, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι πόλος έλξης για Αμερικανούς συγγραφείς, έτσι δεν είναι;
Π.ΜΠ.: Έτσι νομίζω και γω. Σε κάποιους αρέσει και μένουν, ενώ κάποιοι άλλοι φεύγουν αμέσως.
R.L.: Ο Τρούμαν Καπότε μάλλον ανήκει στη δεύτερη κατηγορία, σωστά;
Π.ΜΠ.: Ναι, δεν του άρεσε και πολύ. Έμεινε για περίπου δύο μήνες το ’49. Από τότε δεν ξανάρθε. Και όσο ήταν εδώ δεν έκανε και κάτι ιδιαίτερο. Έλεγε πως δεν τον ενδιέφερε.
R.L.: Ο Γκορ Βιντάλ ήταν εδώ την ίδια περίοδο;
Π.ΜΠ.: Μόνο για μία εβδομάδα. Είμαι σίγουρος ότι το έκανε για να ενοχλήσει τον Καπότε.
R.L.: Όμως το καλοκαίρι του 1961 υπήρχαν εδώ αρκετοί εκπρόσωποι της αμερικανικής λογοτεχνικής σκηνής.
Π.ΜΠ.: Λοιπόν... για να δω... νωρίτερα... το 1957 ήταν εδώ ο Αλεν Γκίνσμπεργκ και ο Πίτερ Ορλόφσκι, αλλά και κάποιος Άλαν Άνσεν. Αυτός έμενε στο ίδιο ξενοδοχείο με τον Ουίλιαμ Μπάροους. Μαζί άπλωναν στο πάτωμα τα χειρόγραφα του Μπάροους. Κάλυπταν τα πάντα με χαρτιά γεμάτα κείμενα, χωρίς αρίθμηση, και μετά τα ένωναν τυχαία. Κάπως έτσι γεννήθηκε το Γυμνό γεύμα. Τότε δεν πίστευα ότι θα τα κατάφερναν ποτέ.
Έναν χρόνο αργότερα, ο ποιητής Ντάνιελ Χάλπερν θα ρωτήσει τον Μπόουλς γιατί πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του χωρίς να στεριώσει κάπου, ταξιδεύοντας.
«Πάντοτε ήθελα να φύγω όσο πιο μακριά γινόταν από το μέρος όπου γεννήθηκα» απάντησε ο συγγραφέας. «Γεωγραφικά αλλά και πνευματικά. Να τ’ αφήσω όλα πίσω. Έχω την άποψη ότι δεν είμαστε μέρος αυτού του κόσμου, αλλά του ανήκουμε...»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου