Ένας ψιλόλιγνος άνδρας, με μπεζ χοντρό αδιάβροχο και πλατύγυρο καπέλο, στέκεται στη μέση του δρόμου κάπου μεταξύ Όρεγκον και Βόρειας Καλιφόρνια. Κρύβει το πρόσωπό του με μια κουκούλα, φτιαγμένη πρόχειρα από μια σακούλα αλεύρι, στην οποία έχει ανοίξει δύο τρύπες για να βλέπει. Στα χέρια του κρατά ένα δίκαννο και μόλις έχει σταματήσει μια άμαξα της Wells Fargo, απαιτώντας από τον οδηγό και τον σύνοδό του, να του δώσουν όλα τα χρήματα που μεταφέρουν. Εκείνοι, φοβισμένοι από την απόκοσμη φιγούρα, δίνουν πρόθυμα το φορτίο τους.
Είναι Νοέμβριος του 1883. Ο ληστής ανοίγει το κιβώτιο, παίρνει τα χρυσά νομίσματα, τα βάζει στον φθαρμένο δερμάτινο σάκο του και απομακρύνεται με τα πόδια, ρίχνοντας κλεφτές ματιές πίσω του. Όταν περνά τα βράχια γίνεται καπνός.
Ο συνοδός αρπάζει το όπλο του και αρχίζει να πυροβολεί, αλλά μάταια. Το βλέμμα του πέφτει σε ένα κομμάτι χαρτί που βρίσκεται στο κιβώτιο, αφημένο σίγουρα από τον ληστή, και τότε μόνο καταλαβαίνει με ποιόν είχε να κάνει: με τον θρυλικό «ποιητή-ληστή», τον Μαύρο Μπαρτ, όπως τον αποκαλούσαν. Μετά από κάθε ληστεία σε άμαξα άφηνε πίσω του και ένα ποίημα όπως αυτό, ένα από τα δύο που σώζονται μέχρι σήμερα και στο οποίο τολμώ μια ελεύθερη μετάφραση:
«Εδώ, ξάπλωσα για να κοιμηθώ,
Περιμένοντας το αύριο που έρχεται,
Που θα φέρει ίσως επιτυχία, αλλά ίσως και αποτυχία,
Και ατέλειωτη λύπη.
Ας έρθει ό,τι και να ’ναι, θα το υποστώ,
Η κατάστασή μου δεν μπορεί να γίνει χειρότερη,
Και αν υπάρχουν χρήματα μέσα σ’ αυτό το κουτί,
Τότε αυτά τα χρήματα θα καταλήξουν στην τσέπη μου».
Περιμένοντας το αύριο που έρχεται,
Που θα φέρει ίσως επιτυχία, αλλά ίσως και αποτυχία,
Και ατέλειωτη λύπη.
Ας έρθει ό,τι και να ’ναι, θα το υποστώ,
Η κατάστασή μου δεν μπορεί να γίνει χειρότερη,
Και αν υπάρχουν χρήματα μέσα σ’ αυτό το κουτί,
Τότε αυτά τα χρήματα θα καταλήξουν στην τσέπη μου».
Ο Τσαρλς Ερλ Μπόουλς, όπως ήταν το κανονικό του όνομα, δεν είχε όμως τη φήμη του επικίνδυνου ληστή. Κρατούσε μεν το δίκαννο αλλά δεν είχε ρίξει ποτέ ούτε μία σφαίρα και έφευγε με τα πόδια γιατί αντιπαθούσε τα άλογα.
Στην τελευταία ληστεία, στο Φανκ Χιλ, λίγο έξω από την Σονόρα, ο Μαύρος Μπαρτ δέχτηκε σφοδρά πυρά από τους άνδρες της εταιρείας, που στο μεταξύ είχε αυξήσει την ασφάλειά της, και βέβαια δεν ανταπέδωσε. Τραυματίστηκε στο χέρι και για να σταματήσει την αιμορραγία το έδεσε με ένα μαντίλι, το οποίο και πέταξε αργότερα πολύ κοντά στο σημείο της συμπλοκής. Αυτό ήταν και η αρχή του τέλους.
Οι πράκτορες εντόπισαν, μετά από έρευνα μηνών, το κινέζικο καθαριστήριο το οποίο χρησιμοποιούσε και τον συνέλαβαν, χωρίς να προβάλει αντίσταση, σε ένα σπιτάκι στο Σαν Φρανσίσκο.
Αποδείχθηκε ένας ασήμαντος οικογενειάρχης που ωστόσο αγαπούσε την ποίηση. Πέρασε έξι χρόνια στη διαβόητη φυλακή του Σαν Κουεντίν και, μετά την αποφυλάκισή του λόγω καλής διαγωγής, δεν επέστρεψε ποτέ σπίτι του, αν και αλληλογραφούσε συχνά με τη γυναίκα του, μέχρι τον Αύγουστο του 1871, οπότε χάθηκαν τα ίχνη του και θεωρήθηκε νεκρός.
Την ημέρα που βγήκε από τη φυλακή τον περίμεναν δεκάδες δημοσιογράφοι.
«Θα συνεχίσεις τις ληστείες,» τον ρώτησαν.
«Όχι, ξεμπέρδεψα με το έγκλημα!» απάντησε ξερά εκείνος.
«Και με την ποίηση θα συνεχίσεις;»
«Αφού σας είπα, ξεμπέρδεψα με το έγκλημα» απάντησε ξανά ο άνθρωπος που ενάμιση αιώνα αργότερα κατέληξε να γίνει ακόμη και αφιέρωμα στο φημισμένο λογοτεχνικό περιοδικό Paris Review.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου