Μπορεί η εν ψυχρώ εθνοκάθαρση των μουσουλμάνων από τους Σέρβους της Βοσνίας το 1995 στη Σρεμπρένιτσα να σόκαρε την Ευρώπη κι ολόκληρο τον κόσμο υπενθυμίζοντας ότι η πυριτιδαποθήκη των Βαλκανίων είναι ακόμα ενεργή, όμως λίγο νοτιότερα το Δοξάτο της Δράμας βίωσε μερικές δεκαετίες νωρίτερα δύο «σφαγές» και μια προσπάθεια εθνοκάθαρσης με τη χρήση μαζικών εκτοπισμών και μεθόδων βίαιης αλλοίωσης του ελληνικού στοιχείου σ’ ένα διάστημα μικρότερο των τριάντα χρόνων.
Το Δοξάτο συγκαταλέγεται μαζί με άλλα χωριά, όπως το Δίστομο και τα Καλάβρυτα, σ’ εκείνους τους τόπους που αναδείχτηκαν ως εθνικοί τόποι θυσίας, επειδή οι κάτοικοί τους υπέστησαν την απόπειρα ολοκληρωτικής εξόντωσης. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι το χωριό αυτό υπέστη πάνω από μία φορά ασυνήθιστη βία σε συνθήκες όπου τα εθνικιστικά πάθη είχαν οξυνθεί σε βαθμό παροξυσμού κι αυτό σφράγισε τη μοίρα του καθιστώντας το μαρτυρικό σύμβολο του αγώνα των Μακεδόνων να συνυπάρξουν ειρηνικά με τους Βαλκάνιους γείτονές τους διατηρώντας τα δυναμικά στοιχεία της ελληνικής τους ταυτότητας.
Το Δοξάτο συγκαταλέγεται μαζί με άλλα χωριά, όπως το Δίστομο και τα Καλάβρυτα, σ’ εκείνους τους τόπους που αναδείχτηκαν ως εθνικοί τόποι θυσίας, επειδή οι κάτοικοί τους υπέστησαν την απόπειρα ολοκληρωτικής εξόντωσης. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι το χωριό αυτό υπέστη πάνω από μία φορά ασυνήθιστη βία σε συνθήκες όπου τα εθνικιστικά πάθη είχαν οξυνθεί σε βαθμό παροξυσμού κι αυτό σφράγισε τη μοίρα του καθιστώντας το μαρτυρικό σύμβολο του αγώνα των Μακεδόνων να συνυπάρξουν ειρηνικά με τους Βαλκάνιους γείτονές τους διατηρώντας τα δυναμικά στοιχεία της ελληνικής τους ταυτότητας.
Μετά από ενδοσκόπηση βασανιστική θέλησε να γράψει για την ιδιαίτερη πατρίδα και τους δικούς του ανθρώπους ακολουθώντας το παράδειγμα διάσημων ιστορικών όπως ο Νiall Ferguson, που ξεκίνησε να μελετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έχοντας στο μυαλό τον παππού του […] Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτή πρέπει να είναι η πιο δύσκολη εργασία που έχει αναλάβει, γιατί έπρεπε να αποστασιοποιηθεί από γεγονότα εντελώς ιδιαίτερα που αφορούσαν την οικογενειακή του ιστορία.
Το χωριό γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή του στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα και στις αρχές του εικοστού, όταν η καλλιέργεια των εκλεκτών καπνών της ανατολικής Μακεδονίας οδήγησε σε μια άνθηση οικονομική των τοπικών κοινωνιών. Τότε χτίστηκαν τα περίφημα καπνομάγαζα που δεσπόζουν επιβλητικά ως μνημεία αρχιτεκτονικής μέχρι σήμερα στις πόλεις και στα χωριά της περιοχής, τότε αναπτύχτηκε κι ένα ρωμαλέο συνδικαλιστικό κίνημα με βάση τα καπνεργοστάσια, κίνημα που ανέδειξε τους πρώτους κομμουνιστές δημάρχους στην Ελλάδα και ηγέτες σαν τον Μήτσο Παρτσαλίδη, που έμελλε να πρωταγωνιστήσουν στην πολιτική ζωή τις επόμενες δεκαετίες. Η οικονομική άνθηση επέτρεψε στους ντόπιους ελληνικούς πληθυσμούς να διατρανώσουν την εθνική τους ταυτότητα και με την υποστήριξη δραστήριων ιεραρχών όπως ο Χρυσόστομος (μετέπειτα μητροπολίτης Σμύρνης) να διεκδικήσουν την ένωσή τους με την Ελλάδα. Εξαιτίας αυτής τους της επιθυμίας οι κάτοικοι του Δοξάτου βρέθηκαν στη δίνη βίαιων αντιπαραθέσεων που πήραν τη μορφή εθνοκάθαρσης, η οποία συνέβη σε τρεις φάσεις με συνέπειες τραυματικές για τη συλλογική μνήμη των κατοίκων.
Το παρόν βιβλίο είναι σίγουρα το πιο προσωπικό του Ευάνθη Χατζηβασιλείου, ενός από τους εγκυρότερους Έλληνες ιστορικούς που έχει να επιδείξει ένα εντυπωσιακό βιογραφικό: είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, έχοντας λάβει το διδακτορικό του δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου στην Ιστορία Διεθνών Σχέσεων. Είναι πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής της βουλής για τον κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής του Ινστιτούτου Κωνσταντίνος Καραμανλής, της Επιτροπής Δημοσιευμάτων του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος και μέλος του ελληνοτουρκικού φόρουμ.
Μετά από ενδοσκόπηση βασανιστική θέλησε να γράψει για την ιδιαίτερη πατρίδα και τους δικούς του ανθρώπους ακολουθώντας το παράδειγμα διάσημων ιστορικών όπως ο Νiall Ferguson, που ξεκίνησε να μελετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έχοντας στο μυαλό τον παππού του, έναν από τους ξακουστούς Seaforth Highlanders, την επίλεκτη μονάδα κρούσης του βρετανικού στρατού. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτή πρέπει να είναι η πιο δύσκολη εργασία που έχει αναλάβει, γιατί έπρεπε να αποστασιοποιηθεί από γεγονότα εντελώς ιδιαίτερα που αφορούσαν την οικογενειακή του ιστορία (στο βιβλίο παρατίθεται πίνακας από το αρχείο του υπουργείου των Εξωτερικών με τα ονόματα των εκτοπισμένων, ανάμεσα στα οποία φαίνεται κι αυτό του συνονόματου παππού του).
Έχει αποδειχτεί ότι η τοπική ιστορία είναι πολύ περισσότερο αμφιλεγόμενη και προκαλεί πολύ περισσότερες οξύτητες, γι’ αυτό κι ο συγγραφέας θέλησε να είναι πολύ προσεκτικός στις αποτιμήσεις του. Οι κάτοικοι του Δοξάτου δεν ήταν πολεμιστές, δεν μπορούσαν να έχουν την καθαρτήρια εμπειρία της μαχόμενης αντίστασης, δεν μπορούσαν να νιώσουν την έκσταση της μάχης που θα τους βοηθούσε να αποδεχτούν ευκολότερα το παράλογο της θυσίας τους. Ευρισκόμενοι στο μέσον του κάμπου αποτελούσαν έναν πληθυσμό άπειρο και ανεκπαίδευτο πολεμικά, γι’ αυτό και η εμπειρία τους από τη βία ήταν παθητική. Όντας ακρίτες είχαν σαν βασικό τους μέλημα την πρόοδο, την επιβίωση των οικογενειών τους και τη διαιώνιση της φυλής τους, αν χρειαζόταν μέσα από τη θυσία μιας ολόκληρης γενιάς για το καλό της επόμενης. Οι τραυματικές εμπειρίες των ανθρώπων αυτών παραμένουν ζωντανές όσο κι αν έχουν βελτιωθεί οι σχέσεις των δύο χωρών με τη σταθερή ειρηνική πολιτική των γειτόνων από το 1950 και ύστερα, μια στάση που τους επέτρεψε να γίνουν ισότιμα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δουλειά του ιστορικού δεν είναι να αναμοχλεύει πάθη ξεχασμένα ούτε όμως και να εγκαταλείψει στη λησμονιά γεγονότα και πρόσωπα που συνεισέφεραν στην εξέλιξη του τόπου δίχως να έχουν επίγνωση της εξαιρετικής τους σπουδαιότητας. Ο ρόλος του ιστορικού είναι η αποκατάσταση με της αλήθειας με κάθε κόστος, δίχως συμψηφισμούς αλλά ούτε και εθνικιστικές ερμηνείες που οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς. Η μνήμη πρέπει να είναι υπεύθυνη. Και έντιμη.
Μετά από ενδοσκόπηση βασανιστική θέλησε να γράψει για την ιδιαίτερη πατρίδα και τους δικούς του ανθρώπους ακολουθώντας το παράδειγμα διάσημων ιστορικών όπως ο Νiall Ferguson, που ξεκίνησε να μελετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο έχοντας στο μυαλό τον παππού του, έναν από τους ξακουστούς Seaforth Highlanders, την επίλεκτη μονάδα κρούσης του βρετανικού στρατού. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι αυτή πρέπει να είναι η πιο δύσκολη εργασία που έχει αναλάβει, γιατί έπρεπε να αποστασιοποιηθεί από γεγονότα εντελώς ιδιαίτερα που αφορούσαν την οικογενειακή του ιστορία (στο βιβλίο παρατίθεται πίνακας από το αρχείο του υπουργείου των Εξωτερικών με τα ονόματα των εκτοπισμένων, ανάμεσα στα οποία φαίνεται κι αυτό του συνονόματου παππού του).
Έχει αποδειχτεί ότι η τοπική ιστορία είναι πολύ περισσότερο αμφιλεγόμενη και προκαλεί πολύ περισσότερες οξύτητες, γι’ αυτό κι ο συγγραφέας θέλησε να είναι πολύ προσεκτικός στις αποτιμήσεις του. Οι κάτοικοι του Δοξάτου δεν ήταν πολεμιστές, δεν μπορούσαν να έχουν την καθαρτήρια εμπειρία της μαχόμενης αντίστασης, δεν μπορούσαν να νιώσουν την έκσταση της μάχης που θα τους βοηθούσε να αποδεχτούν ευκολότερα το παράλογο της θυσίας τους. Ευρισκόμενοι στο μέσον του κάμπου αποτελούσαν έναν πληθυσμό άπειρο και ανεκπαίδευτο πολεμικά, γι’ αυτό και η εμπειρία τους από τη βία ήταν παθητική. Όντας ακρίτες είχαν σαν βασικό τους μέλημα την πρόοδο, την επιβίωση των οικογενειών τους και τη διαιώνιση της φυλής τους, αν χρειαζόταν μέσα από τη θυσία μιας ολόκληρης γενιάς για το καλό της επόμενης. Οι τραυματικές εμπειρίες των ανθρώπων αυτών παραμένουν ζωντανές όσο κι αν έχουν βελτιωθεί οι σχέσεις των δύο χωρών με τη σταθερή ειρηνική πολιτική των γειτόνων από το 1950 και ύστερα, μια στάση που τους επέτρεψε να γίνουν ισότιμα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δουλειά του ιστορικού δεν είναι να αναμοχλεύει πάθη ξεχασμένα ούτε όμως και να εγκαταλείψει στη λησμονιά γεγονότα και πρόσωπα που συνεισέφεραν στην εξέλιξη του τόπου δίχως να έχουν επίγνωση της εξαιρετικής τους σπουδαιότητας. Ο ρόλος του ιστορικού είναι η αποκατάσταση με της αλήθειας με κάθε κόστος, δίχως συμψηφισμούς αλλά ούτε και εθνικιστικές ερμηνείες που οδηγούν σε επικίνδυνες ατραπούς. Η μνήμη πρέπει να είναι υπεύθυνη. Και έντιμη.
Βιώματα του Μακεδονικού Ζητήματος
Δοξάτο Δράμας, 1912 – 1946
Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Πατάκης
405 σελ.
ISBN 978-960-16-5666-3
Τιμή: €18,70
Δοξάτο Δράμας, 1912 – 1946
Ευάνθης Χατζηβασιλείου
Πατάκης
405 σελ.
ISBN 978-960-16-5666-3
Τιμή: €18,70
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου