Πέμπτη 9 Ιουνίου 2022

Νίκος Κατσαλίδας: συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

 

Ο Νίκος Κατσαλίδας γεννήθηκε στην Άνω Λεσινίτσα, περιοχής Θεολόγου των Αγίων Σαράντα. Είναι γιος του λαογράφου Γρηγόρη Κατσαλίδα. Σήμερα ζει στην Αθήνα. Έκανε ανώτατες φιλολογικές σπουδές στα Τίρανα. Ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος με πολλές τιμητικές διακρίσεις και βραβεία. Είναι μέλος και επίτιμο μέλος λογοτεχνικών ενώσεων και σωματείων. Υπηρέτησε ως φιλόλογος στην ιδιαίτερή του πατρίδα και στα χρόνια της μεταπολίτευσης ως λογοτεχνικός συντάκτης στον Τύπο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Αντιπροσωπευτικά του ποιήματα συμπεριλαμβάνονται σε διάφορες παγκόσμιες Ανθολογίες στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, βουλγαρικά, ρουμανικά, ισπανικά, ενώ ο ίδιος μετέφρασε στα αλβανικά πενήντα Έλληνες ποιητές και πεζογράφους. Είναι από τους ιδρυτές της ΔΕΕΕΜ «Ομόνοια». Κατά το 2001-2002 χρημάτισε υπουργός Επικρατείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα στην Αλβανία. Κατά το 2004-2008 διετέλεσε μορφωτικός σύμβουλος στην Αλβανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Το 2001, απέσπασε το βαλκανικό βραβείο «Αίμος», στη Σόφια, για την ποιητική συλλογή Τα εκατό εκατόφυλλα της Πούλιας. Το 2002, του απονεμήθηκε η «Ασημένια πένα» από το Υπουργείο Πολιτισμού της Αλβανίας για τη μετάφραση του Ελύτη. Το 2018, του απονεμήθηκε από την Εταιρεία Μεταφραστών Βραβείο Ευποιίας για τη μετάφραση των Ελύτη και Ουράνη. Συμπεριλαμβάνεται στο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό της Αλβανικής Ακαδημίας και στην Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια Who is who (2012), ανάμεσα στις διάσημες προσωπικότητες. Το 2012, παρασημοφορήθηκε από τον Πρόεδρο της Αλβανικής Δημοκρατίας με το ανώτατο μετάλλιο τάξης γραμμάτων «Μεγάλος καλλιτέχνης». Είναι τακτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Το τελευταίο μυθιστόρημά του, Η επέλαση των χιονιάδων, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νίκας, μας έδωσε την αφορμή για την ακόλουθη συνέντευξη.

Πώς ξεκινά κάθε φορά το ταξίδι συγγραφής ενός βιβλίου;

Όπως ξεκινούνε όλα τα ταξίδια στον κόσμο κι αυτό με τα περίεργά του. Αν θέλει κανείς να κάνει ένα ταξίδι σαν ορειβάτης στον Όλυμπο, να δει από τις μυθικές κορυφές τον κόσμο, θα προετοιμάσει τον σάκο με όλα τα απαιτούμενα. Αν προετοιμάζεται για την ξενιτιά, θα σκεφτεί μέρες και νύχτες να ταχτοποιήσει ό,τι του χρειάζεται, από τα διαβατήρια, τα εισιτήρια, μέχρι τις λεπτομέρειες του προορισμού του. Έτσι ξεκινάει κάθε φορά κι αυτό το αινιγματικό και πολύ προσωπικό ταξίδι της συγγραφής ενός καινούργιου βιβλίου. Αφού πρώτα έπεσε ο σπόρος σε καρποφόρα γη και φυτρώνει και γαργαλίζει μέσα σου το έμβρυο και νιώθεις ότι θέλει να ξεμυτίσει προς τα έξω να δει τον ήλιο, να πάρει σάρκα και οστά, τότε σκέφτεσαι να κάτσεις σοβαρά στο εργαστήρι να σκεφτείς ν’ ανοίξεις, να απλώσεις τα χαρτιά σου και να επιλέξεις καλά μέσα από τις απόκρυφες σημειώσεις του μυαλού αυτό που θα γράψεις με σχολαστική λεπτομέρεια και αυστηρή συστηματική προετοιμασία. Και κάτι τέτοια άγνωστα πρωτότυπα ταξίδια δικά μου, πολλές φορές, ξεκινούνε αθόρυβα και απροετοίμαστα κάπως μόνα τους, έχοντας όμως μέσα μου κομμάτια ζωής μπρούτο που περιμένουν να αξιοποιηθούν και να κατασταλάξουν από μια στιγμιαία αφορμή, όπως με τις χιονονιφάδες που κατρακυλώντας καταλήγουν και γίνονται χιονοστιβάδα. Όταν όλα αυτά που κρύβονται μέσα σου έχουν ανάγκη να ταξιδέψουν, χρειάζεται να βρεις μια πυξίδα. Και τι να πεις για την πυξίδα; Για ένα πράγμα είμαι σίγουρος να απαντήσω. Και αυτά τα ταξίδια, που αν και κωλυσιεργούν, προετοιμάζονται να ξεκινήσουν από χρόνια για στράτες και τα άλλα τα πρόσφατα, που προκύπτουν δήθεν τη στιγμή και η εγκυμονούσα ξέρει καλά τι γίνεται μέσα της, έχουν πίσω τους τον σάκο του αχθοφόρου που κουβαλιέται όμορφα και ωραία απ’ όπου αντλείται το υλικό τους. Σάκος ταξιδιωτικός που με συνοδεύει και προσπαθώ κι επιμένω με διάφορους τρόπους να τον έχω γεμάτο, να μην πεινάσω και διψάσω ταξιδεύοντας, να γίνει πιο ελκυστικό και σίγουρο το ταξίδι συγγραφής ενός βιβλίου.

Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα Η επέλαση των χιονιάδων;

Αυτός ο ταξιδιωτικός μου σάκος πήγαινε να γεμίσει και ίσως μάλλον να ξεχειλίσει. Με το ζόρι κρατούσα στους ώμους το βάρος του αινίγματος. Ίσως αυτόν τον σάκο θα τον έλεγα ασκό του Αιόλου, που είχα μέσα του κλεισμένους και δεμένους όλους τους ανέμους και ήμουν σίγουρος ότι τους κυβερνούσα και δεν θα ξεσπούσαν και μόνο ένας ούριος ζέφυρος που είχε μείνει έξω με χάιδευε, με συνόδευε, με ηρεμούσε. Όμως δεν ήταν έτσι. Όλα ήταν φαινομενικά. Έφτασα στο πατρικό μου σπίτι με τον δεμένο σάκο στους ώμους να δω τους γονείς μου και μες στη νύχτα την ονειρική, αποκοιμίζοντας πρώτα τους δυο ασπρομάλληδες σαν τα μικρά παιδιά, αφέθηκα στο όνειρο. Το όνειρο μέσα στη μυθική λειτουργία που δεν καταλαβαίνω πώς βρίσκεται συνέχεια ξύπνιο στην εγρήγορση, θέματα Φρόιντ αυτά, νομίζοντας ότι ο σάκος μου είχε μέσα χρυσάφι, τον έλυσε κατά τα μεσάνυχτα και τρελάθηκαν οι άνεμοι και ξέσπασε μια αληθινή χιονοθύελλα και άλλαξαν όλα. Όλα τα όνειρά μου πάντοτε όπου κι αν ήμουν ξαναγύριζαν, επέστρεφαν και τα έβλεπα εδώ, αλλά απόψε που ήμουν και μόνος εδώ, αυτά βγαίνανε από τα μυστικά της νύχτας και γίνονταν αυτού καθεαυτού αληθινή πραγματικότητα. Εδώ οι χιονιάδες ήταν αληθινοί χιονιάδες, οι γονείς αληθινοί ασπρομάλληδες, οι παππούδες βγαίνανε μαζί από το κοιμητήριο και επισκέπτονταν σαν στα πανηγύρια κι αυτοί το σπίτι μας να συναντηθούμε. Το άλλο μέρος της οικογένειας, η συνέχεια του γενεαλογικού δέντρου μας, ήταν στην αληθινή ροή της ζωής και της ύπαρξης, μακριά από τη νοσταλγική κι ονειρική οπτασία, βάδιζε στην πραγματικότητα. Ο Οδυσσέας τιμώρησε για την ασέβεια τους συντρόφους του που έλυσαν τον ασκό του Αιόλου, ενώ εγώ ξύπνησα τρίβοντας τα χέρια χαρούμενος, αν και μέσα στο κρύο και στο χιόνι του χειμώνα που ξέσπασαν οι αγέρηδες. Η οικογένειά μου, όπως κάθε συνηθισμένη οικογένεια που αποτελείται από μερικές γενιές και δραστηριοποιούνται, ήταν μοιρασμένη σε τρία μέρη. Εγώ με τη σύζυγό μου, στους Αγίους Σαράντα, ο πατέρας κι η μάνα δεν ήθελαν να φύγουν από τη γενέτειρα, την Άνω Λεσινίτσα. Οι δυο γιοι μου σπούδαζαν στην Αθήνα. Ακριβώς ένα οικογενειακό τυπικό ηπειρωτικό γενεαλογικό δέντρο, πάππου προς πάππου ταξιδευτές ανά τον κόσμο, προπάππος στην Πόλη, παππούδες στην Αμερική. Μπροστά μου Πάνω Κόσμος και Κάτω Κόσμος όρθιοι στο πόδι. Τότε κανονίσαμε ένα σχέδιο με τη γυναίκα για δυο λιγοήμερα ταξίδια. Εγώ θα γύριζα να ’βλεπα τους γονείς μου στο χωριό, όπως κάναμε συνέχεια εφοδιάζοντάς τους με τα απαιτούμενα να μην τους λείψει τίποτε, προπάντων τον χειμώνα σ’ αυτή την απομονωμένη, ορεινή περιοχή του Θεολόγου, περνώντας κι από τα πατρικά της, κι αυτή θα πήγαινε να δει τα παιδιά μας στην Αθήνα. Τρεις τόποι και ταξίδια της ηπειρώτικης οικογενειακής οδύσσειάς μας.

Ο τίτλος Η επέλαση των χιονιάδων είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;

Πάνω στο εργαστήρι μπλέχτηκαν μόνα τους αυθορμήτως το συμβολικό με τον έτοιμο αληθινό πηλό της λογοτεχνικής υπόθεσης στη δομή του. Το αληθινό ήταν πολύ αληθινό, συγκεκριμένο και χειροπιαστό, ήταν η αφορμή, η σπίθα, η χιονονιφάδα, το χιόνι που σκέπασε και αγαλλίασε τη νύχτα και το ’ζησα μαζί με τους γονείς μου εκείνη την άσπρη παγερή νύχτα. Ίσως δίχως το πουπουλένιο φαντασμαγορικό χιόνι που έπεφτε ακατάπαυτα και έξω σκότωνε και μέσα μου έβραζε, ούτε το όνειρό μου που βίγλιζε καραούλι θα έλυνε τον σάκο των ανέμων για να έβρισκε το κρυμμένο χρυσάφι μέσα του. Το συμβολικό ήταν αυθόρμητα δομημένο και συνημμένο μόνο του, όπως συμπίπτει το χιονισμένο τοπίο με τους ασπρομάλληδες γονείς στην ειδική φρικιαστική νύχτα της μοναξιάς, σε έναν στοιχειωμένο τόπο που η ξενιτιά τον είχε βουβάνει και εκκενώσει από ψυχές και κάθε ζωντανές υπάρξεις. Εδώ τα βιβλικά χιόνια έπεφταν παντού, και εντός μου και εκτός μου. Τα μέσα μου χιόνια ήταν μέσα στους στοχασμούς της γενεαλογίας. Τα εκτός μου χιόνια ήταν πολλά και σχετίζονταν στους στοχασμούς μου με τις τύχες της γενέτειράς μου. Προφανώς και βιογραφική και φυσική και κοινωνική η επέλαση των χιονιάδων. Ίσως εκείνο το μικρό και αληθινό κουβάρι της χιονοστιβάδας της ζωής γέννησε το σύμβολο, ίσως το σύμβολο που με πίεζε μέσα μου βλέποντας τον άδειο τόπο μου με τα σκελετωμένα γεροντάκια να μ’ οδήγησε να ψάξω να βρω αυτό το αληθινό υλικό να γίνει το σύμβολο απτό και συγκεκριμένο. Τελικά όλα εμφανίζονται στα ποιητικά εδάφια, στη σκοπίμως αναζωογόνηση και αναπαράσταση της φύσης, στα ονειρικά και στους σπόνδυλους, στην ντοπιολαλιά, στα υπαρκτά και στα ανύπαρκτα πρόσωπα, στους ζωντανούς και στους πεθαμένους. Όλα φαίνονται και μπορείς να τα διακρίνεις ξεκάθαρα με το πρώτο βλέμμα ριγμένο πάνω τους. Μόνο τα συμβολικά υποστρώματα δε φαίνονται. Ξεκινώντας από τον τίτλο Η επέλαση των χιονιάδων, μέχρι το τελευταίο εδάφιο. Ο συμβολισμός αναδεύεται στα υπόγεια στρώματα. Κι όταν βαδίζει και χτυπάει από πάνω το αληθινό στοιχείο στη γη, ένας κόσμος που αναπνέει και παλεύει να επιβιώσει στα αρχαία του χώματα, τότε ακούς από κάτω αυτόματα να απαντάει στον αντίλαλο το σύμβολο.

Όταν όλα αυτά που κρύβονται μέσα σου έχουν ανάγκη να ταξιδέψουν, χρειάζεται να βρεις μια πυξίδα.

Στο μυθιστόρημα μας περιγράφετε την επιστροφή στη γενέθλια γη. Ποια είναι η σημασία του γενέθλιου τόπου;

Όπως για κάθε δημιουργό, στο έργο μου ο γενέθλιος τόπος είναι άγιος. Όπως στην ποίηση, έτσι και στην πεζογραφία η γενέτειρά μου είναι το αγνό, πλούσιο κομμάτι με ξεχωριστό, ιδιαίτερο χώρο στον σκληρό δίσκο του συγγραφέα. Υπάρχουν ιστορικές στιγμές και καταβολές της ύπαρξης που ο άνθρωπος ζει και νιώθει θεός της αιωνιότητας και τιθασεύει και κυριεύει ως αθάνατος τη γενέθλια γη του. Πιστεύει ότι αυτός και μόνο αυτός γεννήθηκε σ’ αυτά τα χώματα και σ’ αυτόν τυχαίνει ο τόπος του, αυτός ο συνδεδεμένος με το χώμα του, τα δέντρα του, τα νερά του, τα άστρα του, τα πουλιά του, τους ουρανούς του. Εκεί γεννιέται, εκεί ερωτεύεται, εκεί παλεύει, εκεί φτιάχνει οικογένεια. Εκεί σκαλίζει την πέτρα του. Εκεί φτιάχνει τα τείχη του ονειρικού κάστρου της αντοχής και της επιβίωσης. Λαξεύει προς τα μέσα και προς τα έξω. Φτιάχνει τον κόσμο του. Έχει το πατρικό του σπίτι, το αρχοντικό με τους λαξεμένους λίθους. Εκεί και τους τάφους των προγόνων του. Εκεί έχει ολόκληρο το σύμπαν του. Πάνω σ’ αυτό το σύμπαν ολοκληρώθηκε η ψυχοσύνθεσή του. Και όσοι έζησαν εκεί, αυτό το κόλλημα της πατριδολατρίας έχουν, κι όσοι μετανάστευσαν, τη γενέθλια γη κουβαλάνε μέσα τους, εκεί πάνε, γυρίζουν και σκέφτονται όπου και να βρίσκονται. Κι αν πέφτει το βάρος της πέτρας, ξαναγυρίζουν και την ξαναπαίρνουν στους ώμους τους σαν ο Σίσυφος. Δεν ξέρω τι είναι αυτό το κυνήγι του άσωτου γιου, ένα απλό βίωμα, μια αργοπορημένη νοσταλγία ή μια υπαρξιακή επιβίωση. Στην περίπτωση της Επέλασης των χιονιάδων, η επιστροφή στη γενέτειρα δεν είναι ούτε μυθολογική ούτε οδυσσειακή, έχει συμβολική σημασία η γενέθλια γη μου, μια γενέτειρα αρχέγονης γενιάς Ελλήνων πάνω στα χαραγμένα σύνορα Ελλάδας-Αλβανίας. Εδώ εκτός από τη ρομαντική της πλευράς σε σχέση με τα ποιητικά, φαντασμαγορικά και σουρεαλιστικά τοπία από χτίσεως κόσμου στα βουνά και στα φαράγγια, ζεις και ένα μεγάλο παράπονο, που ίσως λίγοι μπορούν να το συλλάβουν και να το καταλάβουν όταν ουρλιάζει και βρυχιέται στους αντίλαλους η γη της μοναξιάς. Δεν είναι καθόλου άρρωστος εθνικισμός που με κατέχει για τη γενέθλια γη μου. Είναι οι άγιοι μυθικοί τόποι με τους πανάρχαιους Έλληνες που τώρα έμειναν μόνοι με τα γεροντάκια μας, που ένας μετά τον άλλο γεμίζουν τα κοιμητήρια και καταφτάνουν ροβολώντας άφοβα τα αγρίμια μέσα στους χιονιάδες μέχρι τα μαντριά τους. Μερικούς από αυτούς ανάστησα παίρνοντας άδεια από το κοιμητήρι κάτι να πούνε.

Μου άρεσε ιδιαίτερα η περιγραφή του γιου και των γονιών, καθώς τον περιμένουν. Είναι αλήθεια ότι κάποιες απλές στιγμές ομορφαίνουν τη ζωή μας;

Ναι, νομίζω ότι η αναμονή των γονιών που περιμένουν τον γιο τους είναι πιο συναισθηματική και από την Πηνελόπη που περιμένει τον Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας γύριζε από τον πόλεμο της Τροίας, τα παιδιά τους γυρίζουν από τα ταξίδια του ανοίγματος προς τον κόσμο για την επιβίωση. Το να σκεπάζεις τον πατέρα μην κρυώσει και να σε σκεπάζει η μάνα στο κρύο τις νύχτες σα να ’σαι μωρό να μην κρυώσεις, είναι τα αβρά, αιώνια και συγκλονιστικά μοτίβα.

Το χιόνι, οι σκηνές μέσα στη νύχτα και διάφορα απρόοπτα… Νομίζω ότι η ποίηση έχει επηρεάσει τη γραφή σας, τι λέτε;

Το χιόνι που έπεφτε σα στις καταβολές του κόσμου, οι σκηνές μέσα στη νύχτα κι άλλες λεπτομέρειες που έχουν σχέση με το ρεαλιστικό στοιχείο πριν μπει το μαγικό και το ονειρικό, κυρίως στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος, όπου τα γεγονότα βλέπονται κατάματα, είναι το σκηνικό που προέκυψε από τα χιόνια, τους ασπρομάλληδες γονείς – και όχι μόνο σ’ αυτούς αλλά και στη γενέθλια γη, που πάει κι αυτή να γεράσει. Το μυθιστόρημα βγήκε μόνο του σαν πάντρεμα ποίησης και πεζού λόγου. Να έχουμε υπόψη ότι βρισκόμαστε σε αγνά θεϊκά τοπία, που μόνο ποίηση και εικόνες κατεβάζουν. Πώς μπορείς να μην ακούσεις πώς μιλούν και συνομιλούν τα βουνά ανάμεσά τους; Πώς μπορείς να μην ακούσεις τα κελαρύσματα του ποταμού και της βρυσομάνας; Πώς μπορείς να μην ακούσεις τα παραληρήματα των πουλιών και τα ψιθυρίσματά τους; Είμαστε στην ύπαιθρο και το καθετί το ζωντανεύει το τοπίο στη φυσική ζωγραφιά, που δεν είναι άλλο εκτός από ποίηση. Εδώ η ποιητική μεταφορά και ο συμβολισμός συζούνε, συνυπάρχουν όπως και στη φύση και θέλεις δεν θέλεις γίνεσαι και πεζογράφος και ποιητής φυσιολάτρης. Ένας κόσμος ηλικιωμένων μέσα στην απεραντοσύνη της φύσης. Εδώ χρειάζεται προσοχή να επιλέξεις τη λέξη και να την πιέσεις τόσο που να ξαναγυρίσεις να τη διαβάσεις ρυθμικά όπως γίνεται στην ποίηση, όταν τα φυσικά φαινόμενα γύρω σου κελαρύζουν. Ξέρω ότι η ποίηση θέλει ξαναδιάβασμα και η πεζογραφία διαβάζεται μονορούφι. Εγώ έφτιαξα λόγο να παντρεύει ποίηση και πεζογραφία. Όταν μιλούν οι νεκροί όπως στη ζωή έτσι και στον θάνατο, επιστρέφοντας τη νύχτα στο σπίτι, μπορεί να γίνει εσωτερικός διάλογος ή μονόλογος δίχως στοιχεία ποίησης, ονείρου και μαγικού ρεαλισμού; Όταν μιλάει ο τόπος γύρω, η γη, ο ουρανός, οι εικόνες, τα άψυχα όντα, τότε αναλαμβάνει η ποίηση να τα μεταμορφώσει σε έμψυχα υπονοούμενα, με τη δύναμη της λέξης.

Και όλα γραμμένα με την ηπειρωτική ντοπιολαλιά. Ποια είναι η σημασία της τοπικής διαλέκτου στην πεζογραφία;

Ίσως εδώ υπάρχει ένα θέμα για συζήτηση. Οι δυο πρωταγωνιστές που τώρα λέγονται γονείς, ζούνε το γλωσσικό ιδίωμα της καθομιλούμενης ηπειρώτικης ντοπιολαλιάς σε δυο κατευθύνσεις. Ο πατέρας δάσκαλος, λαογράφος, που χειρίζεται τη γλώσσα βασιζόμενος στη γραμματική του Τριανταφυλλίδη, επιλέγει σωστή ερμηνεία, συλλέγει ήθη κι έθιμα του τόπου με το χαρτί και τον κοντυλοφόρο στο χέρι. Η μάνα έχει πλούσιο αυθεντικό λεξιλόγιο, που διακρίνεται για γλαφυρότητα και πρωτοτυπία της αφήγησης. Ο αφηγητής έχει τη δική του και οι παππούδες τη δική τους. Όλοι δίνουν και παίρνουν από την κοινή δεξαμενή της ντοπιολαλιάς φτιάχνοντας ο καθένας και κάτι δικό του στο ύφος της γλώσσας. Άλλη μεταχείριση ο σπουδασμένος πατέρας, άλλη η μάνα και η γιαγιά που δεν ξεκόπηκαν ποτέ από τον τόπο τους. Άλλη ο ταξιδευτής παππούς. Πιστεύω ότι η ντοπιολαλιά δίνει το ιδιαίτερο και εξαιρετικό στη λογοτεχνία, ώσπου να μην περάσει τα όρια και γίνει γλωσσική ηθογραφία για μελετητές ή γλωσσολόγους. Τη γλώσσα στον χαρακτήρα της μάνας, θα έλεγα ότι αποφεύγω να την τυλίξω με όλα τα στοιχεία του γλωσσικού πλούτου της, απλώς να μη βαρυφορτωθεί, να είναι πιο ευέλικτη για τους αναγνώστες. Υπάρχει ένα θέμα στη μεταχείριση της ντοπιολαλιάς. Κι αυτό όχι για τον αναγνώστη της ίδιας γλώσσας, που η κάθε λέξη έχει την ίδια ελληνική ρίζα. Αυτό φαίνεται στη μετάφραση που η ντοπιολαλιά χάνεται και η λέξη πάει να βρει την αντίστοιχη που δεν θα είναι ντοπιολαλιά, αλλά κοινή σε κάθε γλώσσα του κόσμου. Η ντοπιολαλιά δύσκολα μεταφέρνεται και έτσι ισοπεδώνεται.

Να έχουμε υπόψη ότι βρισκόμαστε σε αγνά θεϊκά τοπία, που μόνο ποίηση και εικόνες κατεβάζουν.

Μπορεί η νοσταλγία να επηρεάσει τον συγγραφέα κατά τη γραφή του;

Στην Επέλαση των χιονιάδων η νοσταλγία σίγουρα έχει επηρεάσει τη γραφή. Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με αποστάσεις, ταξίδια, μοναξιές, τόπους που μένουν πίσω, ζωντανούς και νεκρούς. Η νοσταλγία για όλα αυτά γίνεται κίνητρο για κάτι που χάνεται, φεύγει και μνημονεύεται. Απομακρύνεται ο αφηγητής από τους γονείς του, απομακρύνονται απ’ αυτόν τα παιδιά του. Αδειάζει ο τόπος τους. Νέες γενιές και εξελίξεις και ταξιδεύοντας γυρίζεις τα μάτια νοερά πίσω σου. Πώς μπορείς να μη νοσταλγείς τον τόπο και τους ανθρώπους σου; Κι έτσι, η νοσταλγία μπαίνει, γίνεται μοτίβο μόνη της.

Ποια άλλα μηνύματα μέσα από τους χαρακτήρες του βιβλίου θέλετε να περάσετε στους αναγνώστες;

Τα πάντα αλλάζουν· «τα πάντα ρει» του Ηράκλειτου. Είναι σκληρή η πραγματικότητα. Όλο το γενεαλογικό δέντρο του μυθιστορήματος περιφέρεται γύρω από το ότι τα πάντα αλλάζουν και τίποτε δεν χάνεται. Κι αν εκκενώνονται νοσταλγικά οι τόποι κάτι άλλο πάει να γίνει, το μεράκι όμως είναι ότι κάτι χάθηκε Γι’ αυτό και σηκώνεται από τον τάφο του ο ξενιτεμένος Αμερικάνος παππούς, που ξαναγύρισε στο αρχοντικό και έχτισε μόνος του με τον ιδρώτα του και θάφτηκε στη γενέθλια γη του μαζί με τη γιαγιά, να τα πούνε καλύτερα αυτοί που ζούνε εκεί όλα τα του τόπου και χρόνου απ’ αυτούς που έφυγαν και νοσταλγούνε πίσω τους. Πριν από τριάντα δύο χρόνια είχα γράψει με δεκαπεντασύλλαβο την ποιητική σύνθεση Το μοιρολόι του βουρκωμένου βουνού, όπου η εσωτερική φωνή προμάντευε με ένστικτο δημιουργίας την εκκένωση. Ήταν το μοιρολόι της μάνας που της φεύγει το παιδί και του έλεγε: «Πού πας, πού πας, λεβέντη μου, τη νύχτα του χειμώνα/ πάνω είναι μαύρος ουρανός και κάτω άσπρα χιόνια». Είναι το μοτίβο που ήθελα ως μήνυμα να περάσει και στο μυθιστόρημα. Στην ποιητική σύνθεση ως ρομαντική έκκληση, στο μυθιστόρημα τετελεσμένα μια αληθινή πραγματικότητα.

Ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας ενός βιβλίου;

Ένα καλογραμμένο βιβλίο δεν έχει τίποτε άλλο καλύτερο μυστικό για να πετύχει από το να είναι καλογραμμένο. Κάθε συγγραφέας έχει άγνωστα μυστικά της γραφής, που κάνουν το ύφος και φέρνουν την επιτυχία του. Προσωπικά πιστεύω ότι τα καλά και πετυχημένα βιβλία κάθε αληθινού συγγραφέα θέλουν κόπο και χρόνο και αφοσίωση να μιλήσουν, ώσπου να γίνουν παιδιά του, αναπόσπαστο μέρος της ζωής του μέχρι τη μεταφορική εξάντλησή του. Και μετά την τελείωση οι ήρωες να μείνουν μέσα του, στον χώρο τους σαν ζωντανά τέκνα με σάρκα και οστά από το γονίδιό του.

Τη σημερινή εποχή, που οι περισσότεροι ασχολούνται με το διαδίκτυο, έχουν ελεύθερο χρόνο για να διαβάσουν ένα καλό βιβλίο;

Όταν λέμε χρόνο να διαβάσουν, πρέπει να έχουμε υπόψη: για ποιους; Νομίζω ότι και τα δύο είναι για όλους. Και το βιβλίο και το διαδίκτυο σήμερα είναι για όλους. Δεν ξέρω πόσοι διάβαζαν βιβλία τον καιρό του Γουτεμβέργιου. Ξέρω ότι σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, πολλοί και πολύ περισσότερο διαβάζουν βιβλία. Το διαδίκτυο και τα κινητά έχουν τη σύγχρονη αποστολή τους και τα βιβλία τη δική τους. Άλλη είναι η σύγχρονη εξυπηρέτηση και άλλη η μελέτη και το διάβασμα βιβλίων. Βλέπω νέους με ακουστικά κινητών τηλεφώνων στ’ αυτί και το βιβλίο μπροστά τους και πιστεύω ότι βρίσκεται χρόνος και να συνομιλούν στο κινητό και να διαβάζουν με μια γρήγορη ματιά όλες τις ειδήσεις ή και τα μηνύματα, όπως και παραλλήλως να διαβάσουν ένα καλό βιβλίο. Το διαδίκτυο είναι κολλημένο στο εύκολο της επικαιρότητας, που δεν θέλει και πολύ κόπο να γραφτεί, να διαβαστεί όπως και να σβήσει. Το βιβλίο είναι το δύσκολο απαραίτητο και έτσι το εύκολο καταβροχθίζει πολλές φορές το ποιοτικό και το δύσκολο.

Όταν ήσασταν μικρός, ποιος ήταν ο αγαπημένος σας συγγραφέας που τον είχατε ως πρότυπο;

Ο αγαπημένος ποιητής με ολόκληρο το σύμπαν του αναμφισβήτητα ήταν ο Όμηρος. Και τα ταξίδια του αυτονομήθηκαν και έγιναν δικά μου. Στοιχειά και τέρατα, θεοί και δαίμονες, νησιά και θάλασσες. Και όλος αυτός ο κόσμος από μια διασκευή της Οδύσσειας για παιδιά που μου ’χε πρωτοδιαβάσει τις παιδικές νύχτες η γιαγιά με τα μικρά ματογυάλια από τη βιβλιοθήκη του πατέρα, προτού μάθω ακόμα γράμματα, και μου ’φερνε μπροστά ζωντανό αυτόν τον τυφλό αοιδό ταυτίζοντάς τον και προσγειώνοντάς τον στα μέτρα του γενεαλογικού δέντρου, η Πηνελόπη η ίδια η γιαγιά Όλγα μου, κι ο Οδυσσέας ο ξενιτεμένος παππούς Νικόλας μου στην Αμερική, που τον περίμενε χρόνια να ξαναγυρίσει σπίτι.

Ποια είναι τα αγαπημένα βιβλία που έχετε στη βιβλιοθήκη σας;

Τα βιβλία είναι πολλά. Πάρα πολλά και πάσχω από ένα σύνδρομο, από άγχος πότε θα τα διαβάσω όλα αυτά τα βιβλία. Εκεί που μου φαίνεται ότι έφτασα στο τέλος, άλλα πιάνουν τη θέση τους. Πολλά διαβάζω και επιλεγμένα ξαναδιαβάζω. Κυρίως οι κλασικοί της αρχαίας ελληνικής γραμματείας διαβάζονται και ξαναδιαβάζονται. Ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι, ο Κάφκα κι ο Μάρκες.

Τι θα θέλατε να προτείνετε στους αναγνώστες που θα διαβάσουν τη συνέντευξή σας;

Αν θα βρουν χρόνο να διαβάσουν το μυθιστόρημά μου Η επέλαση των χιονιάδων, να έχουν υπόψη ότι αυτό το σπονδυλωτό ονειρικό και ποιητικό βιβλίο αλήθεια έχει στοιχεία αυτοβιογραφικά, αλλά τίποτε δεν είναι όπως στη βιογραφία. Δεν με γέννησε εκεί που λέει ο αφηγητής η μάνα μου. Δεν έστειλα κανένα τέτοιο γράμμα αλήθεια στον πατέρα μου. Το βιβλίο περιέχει βιογραφικό υλικό που μόνο του θα ήταν άσχετο, για λίγους συγγενείς και δικούς μου. Τώρα έγινε λογοτεχνία, που περιέχει μέσα του χαρακτηριστικά όλης της γενέθλιας γης και κανένας από τους αναγνώστες δεν θα δει τους οικείους μου και τους δικούς μου, αλλά τους δικούς του λογοτεχνικούς χαρακτήρες. Αν το μάρμαρο κι η πέτρα μεταφέρθηκαν από το λατομείο του γενεαλογικού δέντρου, οι λαξεμένοι ακρογωνιαίοι λίθοι και όλη η αρχιτεκτονική του ναού είναι από τα σύνεργα του συγγραφέα.

 

Η επέλαση των χιονιάδων
Νίκος Κατσαλίδας
Εκδόσεις Νίκας
σ. 424
ISBN: 978-960-296-342-5
Τιμή: 15,90€


Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης, συγγραφέας


https://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/18464-nikos-katsalidas-sinentefxi


https://diastixo.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου