Η Κασσάνδρα –κόρη του Πριάμου και της Εκάβης– μας είναι γνωστή ως μια μάντισσα δυσάρεστων προβλέψεων. Αλλά εγώ ποτέ δεν την αντιμετώπισα με αυτόν τον τρόπο. Αντίθετα, για μένα είναι το σύμβολο του ανθρώπου που μπορεί να διακρίνει το πού οδηγούν οι πράξεις των πολλών, όταν είναι δημιούργημα αφρόνων αποφάσεων και επιπόλαιων υπολογισμών. Και γι’ αυτό άλλωστε οι συμβουλές της δεν ακούγονταν – μήτε τότε από τους Τρώες, μήτε και σήμερα από εμάς.
Από την άλλη, η Κασσάνδρα –η φήμη της, πιο σωστά– έχει φτάσει ως εμάς μέσα από τον περίφημο μονόλογό της στονΑγαμέμνονα του Αισχύλου. Ένας παραληρηματικός λόγος ανθρώπου που γνωρίζει το τέλος, αλλά δεν μπορεί να το αποφύγει.
Μάντισσα, λοιπόν, δίχως οπαδούς και γυναίκα που δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τη μοίρα της. Η μια υπόστασή της αμφισβητεί την άλλη.
Για χρόνια αυτός ο συνδυασμός ζητούσε να ενεργοποιήσει τη συγγραφική μου πράξη. Μα αντιμετώπιζα ένα πρόβλημα. Πώς θα μπορούσα να θρυμματίσω το γυάλινο φέρετρο όπου την είχε τοποθετήσει ο Αισχύλος και να της προσφέρω τη δυνατότητα να μιλήσει ως ένας διαχρονικός άνθρωπος που γνώρισε όχι μόνο τα αδιέξοδα της μη επικοινωνίας, αλλά και τους εφιάλτες ενός σώματος; Την πολιτιστική μας κληρονομιά δεν τολμούμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως βάση για τη δημιουργία ενός μυθιστορήματος. Αν καλά γνωρίζω, ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις εκείνες όπου έχουμε διαβάσει ελληνικά μυθιστορήματα με πρωταγωνιστές κεντρικά πρόσωπα των μύθων δοσμένα όμως με μια σύγχρονη αντίληψη αφήγησης, αλλά και ψυχολογίας. Τις πηγές (στη συγκεκριμένη περίπτωση, την Ιλιάδα) τις πλησιάζουμε με την απόσταση που απαιτεί ο σεβασμός προς ένα μουσειακό αντικείμενο. Η φιλολογική ματιά επιβάλλεται στον συγγραφέα. Μιλάμε για τη γλώσσα του Ομήρου, αλλά δεν τολμούμε να υποψιαστούμε –έστω– σκέψεις, ερεθίσματα και πράξεις των κεντρικών προσώπων, πέρα από τα όσα ίσως το αρχικό το κείμενο αναφέρει.
Αλλά εγώ –δεν είχα άλλωστε και άλλον τρόπο– αποφάσισα να διαβάσω την Ιλιάδα ως ένα μυθιστόρημα εποχής και όχι ως ένα έπος. Μυθιστόρημα εποχής σημαίνει περιγραφή μιας χρονικής περιόδου και ανάπτυξη σχέσεων ανάμεσα στους ήρωές του. Και με αυτά τα εφόδια θα αναζητούσα αντιστοιχίσεις με το τώρα, το σήμερα. Και έτσι προσπάθησα να διακρίνω τις σχέσεις που καθορίζανε τους πρωταγωνιστές και οι οποίες κρυβόντουσαν πίσω από άλλες πλέον γενικές περιγραφές.
Όλοι μας γνωρίζουμε την περίφημη συνάντηση του Πριάμου με τον Αχιλλέα, λίγο ή πολύ κάτι έχουμε ακούσει για τα λόγια που ανταλλάξανε Αχιλλέας και Πάτροκλος προτού ο δεύτερος ενδυθεί την πανοπλία του πρώτου. Και, βέβαια, μας είναι γνωστή και η προσπάθεια της Ανδρομάχης να κάνει τον Έκτορα να κρατήσει μια διαφορετική στάση ως αρχηγός του στρατού των Τρώων. Αυτές τις στιγμές –κι άλλες ακόμα– το ομηρικό κείμενο μάς τις δίνει. Αλλά μόνο αυτές υπήρχαν; Ποια –για παράδειγμα– μπορεί να ήταν τα συναισθήματα των γυναικών της Τροίας απέναντι στην Ελένη, αν θελήσουμε να συνδυάσουμε τις δυο τόσο διαφορετικές εκδοχές για την πλέον όμορφη γυναίκα του κόσμου, έτσι όπως ο ίδιος ο Ευριπίδης μας δίνει από τη μια με τις Τρωάδες του και από την άλλη με την Ελένη του;
Και τελικά –ας επιστρέψω στην Κασσάνδρα– ποιες τάχα ήταν οι σκέψεις τής πιο όμορφης κόρης του Πριάμου; Τι μπορεί να αισθανότανε για τον μεγάλο της αδελφό; Τι για τον δίδυμό της, τον Έλενο; Και αυτή άραγε η πληροφορία –κάπου θαμμένη– πως ήταν ο Έλενος που είχε δώσει την ιδέα τη σχετική με τον Δούρειο Ίππο στους Αχαιούς, πώς μπορεί άραγε να είχε αντιμετωπισθεί από την αδελφή του – μια γυναίκα που έβλεπε το μέλλον όχι μέσα στα σπλάχνα των ζώων, αλλά κρίνοντας τις αποφάσεις των άλλων;
Ναι, είχα πια κάνει δικά μου τα πρόσωπα του έπους και έπαιρνα το ρίσκο να τα μετατρέψω σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και να τους δώσω το δικαίωμα να σχολιάσουν και τα δικά μας, τωρινά, λάθη. Αλλά δεν ήθελα να ξεφύγω από τη γοητεία εκείνης της εποχής. Και τη μαγεία των αλλοτινών, και δη των μακρινών εποχών, μόνο η γλώσσα μπορεί να τη διατηρήσει. Ασφαλώς και δεν θα μπορούσα να μιμηθώ τη γλώσσα του Ομήρου. Αλλά τόλμησα να αφεθώ στη δυναμική της, αναζήτησα τις πολλές παραλλαγές που της χαρίσανε ποικίλες μεταφράσεις και μεταγραφές της, και έτσι λέξη τη λέξη, φράση τη φράση ξεκίνησα να γράφω τη δική μου Κασσάνδρα.
Τώρα, πλέον, εκείνο που έχω δικαίωμα να καταθέσω είναι πως η Κασσάνδρα –η δική μου Κασσάνδρα– από τη μια βρίσκεται πάντα στο δικό της μακρινό παρελθόν και από την άλλη συμπορεύεται με τις άλλες ηρωίδες μου, των ολότελα δικών μου έργων.
«Ναι, είχα πια κάνει δικά μου τα πρόσωπα του έπους και έπαιρνα το ρίσκο να τα μετατρέψω σε μυθιστορηματικούς χαρακτήρες και να τους δώσω το δικαίωμα να σχολιάσουν και τα δικά μας, τωρινά, λάθη.»
Σύγχρονη – από το 1200 π.Χ. στον 21ο αιώνα· έτσι θέλω να φτάνει στις σκέψεις και τα συναισθήματα των αναγνωστών του μυθιστορήματος. Αλλά πάντα με την ίδια παλιά αγωνία, την ίδια πληγή…
Έψαχνα πάντα τις λέξεις. Πρώτα εκείνες που θα πείθανε… Τους άλλους. Μετά όσες θα μπορούνε να παρηγορήσουνε… Εμένα. Πάντα λέξεις έψαχνα. Λέξεις που μου κρυβόντουσαν… Κι έτσι, μήτε για τους άλλους δεν κατάφερνα να τις βρω, μήτε και για τον ίδιο μου τον εαυτό δεν αξιώθηκα ποτέ να τις ανακαλύψω. Κι άφηνα τον καιρό να αποφασίζει…
Λόγια δικά της αυτά… Μα και δικά μου.
Η Κασσάνδρα στη Μαύρη Άμμο
Μάνος Κοντολέων
Εκδόσεις Πατάκη
290 σελ.
ISBN 978-960-16-7903-7
Τιμή €12,90
Μάνος Κοντολέων
Εκδόσεις Πατάκη
290 σελ.
ISBN 978-960-16-7903-7
Τιμή €12,90
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου