Δευτέρα 6 Ιουλίου 2015

«Μήδεια· μηδέν στο κόκκινο» της Σοφίας Διονυσοπούλου

«Μήδεια• μηδέν στο κόκκινο» της Σοφίας Διονυσοπούλου Σκοτάδι. Από το βάθος της σκηνής ακούγεται ψιθυριστά μια μελωδία. Καθώς τα φώτα ανάβουν, διακρίνονται δύο γυναικείες φιγούρες, η μία ντυμένη χρυσοκίτρινα και η άλλη βαθυπόρφυρα. Πλησιάζουν στο κέντρο της σκηνής τραγουδώντας την ίδια μελωδία ταυτόχρονα, αλλά με παραλλαγμένα λόγια. Κάθονται στις άκρες ενός πάγκου, που στηρίζεται σε δύο κύβους.
Μ1: Πού πήγ' η οργή, το μίσος κι η ματιά σου
που τη ζηλεύαν οι θεοί, που τη σκιαχτήκαν οι θνητοί;
Θυμήσου. Σε πρόδωσε.
Θυμήσου. Σ' εκθρόνισε.
Θυμήσου. Σ' εξόρισε.
Βαριά ντροπή για μια γυναίκα.
Για μια βασίλισσα είν' αίτιο πολέμου.
Κι ο πόλεμος, για να τραφεί, ζητάει θύματα και όπλα.
Κι εσύ τα έχεις και τα δυο. Και τα όπλα και τα θύματα.
Έτσι θα τον νικήσεις. Με όπλα τα παιδιά σου.
Με το δικό του σπέρμα. Με το δικό τους αίμα.
Θα κυλήσει εδώ, σ' αυτό το χώμα.
Η ανάσα τους τα φύλλα θα νοτίσει.
Δροσοσταλίδες κόκκινες θα βάψουν τα μαλλιά τους.
Κι ύστερα πάγος. Και σιωπή.
Πριν την κραυγή.
Θ' αντέξεις τον πόνο, θ' αντέξεις την τρέλα.
Μ2: Κι εκείνος θα πεθάνει μέσα σε μια στιγμή
και η ματαιοδοξία του θα γκρεμοτσακιστεί:
γυναίκα μπορεί να 'χασε και μέγαρο ο ψεύτης
σε λίγο όμως άκληρος θα μείνει.
Κι αυτό, τον άντρα τον σκοτώνει δυο φορές.
Γεννάμε εμείς το σπόρο τους για κείνους
γιατί πιστεύουν, οι μωροί,
πως παύουν πια να 'ναι θνητοί
σαν τρέχει τ' όνομά τους στους αιώνες.
Κοίταξε, κοίτα πώς ρίχνουν τους πεσσούς
με βλέμμα πονηρό, χέρια σφιγμένα,
λες και κρατούν σπαθί, αντίπαλο ολέθριο να θερίσουν.
Όχι, δεν είναι αυτοί του έρωτα καρποί.
Μ1: Χτύπα.
Μ2: Έχιδνες είναι, φύτρες δηλητήριο.
Βουίζουν τα μηνίγγια μου, βουίζουν.
Βάλτος μες στο κεφάλι μου και νύχτα.
Μ1: Χτύπα.
[Απόσπασμα από το έργο Μήδεια· μηδέν στο κόκκινο. Μια Μήδεια ποιητική και μεταφυσική. Ένας χαρακτήρας σπασμένος στα δύο, όπου το ένα κομμάτι προλέγει το μέλλον και το άλλο ζει το παρόν.]
diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου