«[…] τον άνθρωπο, που […] και ζει και πορεύεται, δίχως να ρωτήσει πού και πώς και γιατί: παρά σέρνει το σταυρό του, όταν η μοίρα τού τον χρωστά· δίχως καμμιάν αξίωση μαρτυρίου· ή ποτίζει την καθημερινή του τη ζωή, σ’ όλα της τα φτωχά και κοινά καθέκαστα, με την ποίηση και τη δροσιά που βγαίνει απ’ την ψυχή του.»
«Αξιόλογη και πολυγραφότατη Ζακυνθινή λογία, με πολύπλευρη πνευματική δράση και αναγνώριση πανελλήνια, η Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου (1900-1962) στάθηκε σταθερά και ασταμάτητα –σε όλη τη 45χρονη συγγραφική της πορεία και προσφορά– κοντά στον ανόθευτο και σύνθετο (μες στην απλότητά του) “κόσμο” του λαού, μη στρέφοντας μόνο την πένα της σε υψηλά και μεγάλα πνεύματα ή γεννήματα Πνοής του νησιού (και της χώρας της) ούτε αποστρέφοντας απαξιωτικά τα “μάτια του νου και της ψυχής” από πρόσωπα και πράγματα της καθημερινής ζωής, στην πόλη και στην ύπαιθρο.
»Παρά την αριστοκρατική της καταγωγή, παρά τις βαθύτερες καταβολές, τις διδαχές και τις επιταγές ενός άλλου αυστηρότερου “κόσμου”, διαμορφωμένου μέσ’ από ποικίλες και πολύπλοκες ιστορικές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, για να επιβάλει και να διαφυλάξει τη δική του διαφορετικότητα και “φύση”, η Μ. Γιαννοπούλου-Μινώτου –πρωτοπόρα και τολμηρή φεμινίστρια, σ’ εποχή ανδροκρατίας ή περιορισμών και διεκδικήσεων– δεν περιφρόνησε τον αδικημένο (μα, τελικά, δικαιωμένο) ποπολάρο, δεν αδιαφόρησε για τη “μοίρα” του εξαρτημένου από την κάθε λογής εξουσία πολύμοχθου βιοπαλαιστή, δεν διέγραψε από τα ενδιαφέροντα και τις επιλογές της τα απλά μα εκφραστικά και πολύσημα δημιουργήματα του λαϊκού μας πνευματικού πολιτισμού.
Η ανθρώπινη καρδιά μπορεί να ανέβει σε ύψη αλλά και να κατεβεί σε βάθη απύθμενα. Και οι δύο ψυχικές πορείες καταγράφονται στα (γραμμένα από μία μάχιμη γυναίκα, ισοδύναμη με οποιονδήποτε άνδρα του ίδιου πνευματικού χώρου, η οποία, ωστόσο, εκείνη την εποχή έπρεπε να ονομάζεται και να είναι φεμινίστρια) διηγήματα της Μαριέττας Μινώτου, με ακρίβεια και χωρίς ρητορείες. Το ανοιχτό τέλος, δε, που αφήνει σε αρκετά από αυτά καθιστά ακόμη πιο πειστική την περιγραφή/καταγραφή του απρόβλεπτου, αλίμονο, της ανθρώπινης ζωής.
»Μ’ ευαισθησίες πολλές, μ’ ανησυχίες ασυνήθιστες, μ’ ερευνητική διάθεση περισσή, με ικανό γνωστικό εξοπλισμό, με στάση διασωστική αξιοθαύμαστη και ξεχωριστή, η Μ. Γιαννοπούλου-Μινώτου, ποτισμένη από το γόνιμο παράδειγμα άλλων ζακυνθινών (και μη) προσώπων ή μορφών και σύμφωνα με το “πνεύμα”, που είχε καλλιεργήσει και εμφυσήσει ο θεμελιωτής της Λαογραφίας στην Ελλάδα Νικόλαος Πολίτης (1852-1921), αγκάλιασε αδέσμευτα και μητρικά κάθε άξιο κ’ ευφρόσυνο δώρημα της λαϊκής πνευματικής δημιουργίας […]
»Λαϊκή ζωή (σχεδόν στο σύνολό της), δοξασίες, παραδόσεις, θρύλοι, ιστορίες, επαγγελματικές κ.ά. ασχολίες, ήθη και έθιμα, γιορτές, πανηγύρια, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, παραμύθια, τραγούδια, “Ομιλίες”, ντοπιολαλιά κ.ά.π. συγκίνησαν ουσιαστικά και κατάκτησαν παραγωγικά, ως το τέλος, την ακάματη και ευρηματική Μ. Γιαννοπούλου-Μινώτου, που δεν περιορίστηκε στην απλή συλλογή ή καταγραφή (πολύτιμη) λαογραφικού υλικού, αλλά έντεχνα και ανθηρά μπόλιασε μ’ αυτό κ’ ένα μέρος τής προσωπικής πρωτότυπης δημιουργίας της (βαδίζοντας στα ίχνη και άλλων ομοτέχνων της). Έτσι, το λαϊκό παραδοσιακό στοιχείο (πολιτιστικό, ηθογραφικό, συναισθηματικό κ.ά.) αναζεί σε πολλά πεζογραφήματά της, σε αφηγήσεις ή διηγήσεις, όπως συμβαίνει και με τα ξανανθισμένα, τώρα, ταπεινά Ζακυθινά Αγρολούλουδά της […] που σήμερα […] φτάνουν κοντά μας, σε καιρούς και σε χώρους σκιόφωτους, αλλιώτικους ή αλλοτριωμένους (λιγότερο ή ανεπαίσθητα ρομαντικούς) […]».
Αυτά έγραφε ο Διονύσης Σέρρας, μεταξύ άλλων, στον Πρόλογό του, στη δεύτερη έκδοση της συλλογής των διηγημάτων της Μαριέττας Μινώτου με τον τίτλο Ζακυθινά Αγρολούλουδα, 75 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη έκδοση, το 1929.[1]
Ετούτη τη, μοναδική εκδοθείσα, συλλογή διηγημάτων της Μαριέττας Μινώτου, η Κριτική σε συνδυασμό με τη Θεωρία της Λογοτεχνίας θα μπορούσε να την εξετάσει από τις ακόλουθες δύο πλευρές (ανάμεσα σε πολλές άλλες, βεβαίως). Αφενός (α) από την πλευρά που εστιάζει στη χρήση των κύριων ονομάτων προσώπων (αλλά και αντίστοιχων προσηγορικών) στους τίτλους των διηγημάτων και, αφετέρου (β) από την πλευρά που εστιάζει στη χρήση λαογραφικού υλικού στο μυθοπλαστικό συγκείμενο. Στην πρώτη περίπτωση, η συγκριτική εξέταση που θα μπορούσε μελλοντικά να αποφέρει χρήσιμα αποτελέσματα θα ήταν δυνατόν να ξεκινήσει από τα διηγήματα των, μεταγενεστέρων, βέβαια, και σε πολλά σημεία διαφορετικών (αλλά και γι’ αυτό ακόμη πιο «προκλητικών» για την έρευνα) συγγραφέων Όμηρου Πέλλα και Σοφίας Φίλντιση. Στη δεύτερη περίπτωση, ο πρώτος παραλληλισμός που έρχεται στον νου, της γράφουσας, τουλάχιστον, είναι εκείνος με το έργο του Νίκου Καζαντζάκη[2].
(α) Ερευνώντας το γλωσσικό καθεστώς του κύριου ονόματος και συγκρίνοντάς το με το κοινό ή, αλλιώς, προσηγορικό όνομα, ο Hoek, στην πραγματεία του Lamarquedutitre, παρατηρεί[3] ότι το σημαινόμενο του προσηγορικού υπάρχει ανεξάρτητα από την επικοινωνιακή κατάσταση μέσα στην οποία συναντάται, ενώ το κύριο όνομα δεν έχει καθορισμένο νόημα ανεξάρτητα ή έξω από αυτήν. Ο Hoek διακρίνει δύο τύπους κύριου ονόματος: α) το λογοτεχνικό κύριο όνομα, το οποίο αναφέρεται σε έναν κόσμο πιθανό αλλά όχι πραγματικό· δεν είναι, δηλαδή, μόνον οι χαρακτήρες και οι πράξεις τους πλαστά, αλλά και τα ονόματά τους, ακόμα και όταν είναι δανεισμένα από τον αληθινό κόσμο και β) το μη λογοτεχνικό κύριο όνομα. Το λογοτεχνικό όνομα, εφόσον ανήκει σε ένα σύμπαν, το λογοτεχνικό, όπου τα πάντα σημαίνουν κάτι και εξυπηρετούν κάποιον σκοπό, πρέπει και το ίδιο να είναι φορέας κάποιου νοήματος. Έτσι, λοιπόν, ενώ στην πραγματική ζωή μία Βιργινία μπορεί να είναι ή να μην είναι παρθένα, και αυτό είναι αδιάφορο, εφόσον το όνομά της δεν της δόθηκε για να «σημαίνει» κάτι σχετικό για αυτήν, μέσα σε ένα λογοτεχνικό έργο το ίδιο κύριο όνομα είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα φανερώνει για την ηρωίδα που το φέρει κάτι «σημαντικό» για την ερωτική της ζωή· δηλαδή, η σημασία του κύριου ονόματος θα συμφωνεί ή θα διαφωνεί με την αντίστοιχη ιδιότητα που η ηρωίδα θα έχει ή δεν θα έχει (η Βίργκω, για παράδειγμα, στο Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη).
Η μόλις περιγραφείσα εδώ κατάσταση, εφαρμοζόμενη σε διηγήματα όπως αυτά της Μαριέττας Μινώτου, ή των προαναφερθέντων Όμηρου Πέλλα και Σοφίας Φίλντιση, θα οδηγούσε στο ακόλουθο πρώτο συμπέρασμα: τα κύρια ονόματα, τα οποία, επιπλέον, βρίσκονται στη θέση του τίτλου στα διηγήματά τους, δεν είναι λογοτεχνικά. Δηλαδή, η μυθοπλασία της οποίας τίθενται επικεφαλής δεν προσπαθεί, μέσω αυτών, να αποκαταστήσει, κατά έναν τρόπο, τη φυσική σχέση που, κατά τη θεολογική ή την πλατωνική παράδοση, υπήρχε ανάμεσα στα κύρια ονόματα και στα πράγματα, στην αρχή της δημιουργίας του κόσμου· αποκατάσταση, την οποία πολλοί σημειολόγοι «προσδοκούν» συχνά από τα λογοτεχνικά κύρια ονόματα. Αντιθέτως, το κύριο όνομα των προσώπων που παρουσιάζουν οι ως άνω συγγραφείς δεν καθορίζει τον αφηγηματικό ρόλο αυτών που το φέρουν, ούτε, βέβαια, χρησιμεύει (και σπάνια έτσι κι αλλιώς θα μπορούσε να χρησιμεύσει) για τον (πλήρη) χαρακτηρισμό του.
Άρα, μία σαφής τεχνική επιλογή, όπως είναι η τοποθέτηση του κύριου ονόματος του ήρωα ή της ηρωίδας τους στη θέση του τίτλου, δεν (φαίνεται να[4]) εξυπηρετεί μία συγκεκριμένη αφηγηματολογική σκοπιμότητα, πέραν της εν γένει σκοπιμότητας, αν δεχθούμε ότι υπάρχει τέτοια και με αυτή την επονομασία, της σύνολης μυθοπλασίας των εν λόγω πεζογράφων, εν προκειμένω. Διαφοροποιείται μάλιστα, εντελώς, η συγκεκριμένη επιλογή και από την ιδεολογική ερμηνεία του κόσμου, έτσι όπως αυτή προτείνεται από έναν τίτλο – κύριο όνομα που λειτουργεί ως κεντρικό σημείο· πρόκειται για την ερμηνεία εκείνη που φετιχοποιεί τον Ανθρωπισμό, την ιδεολογία, δηλαδή, του Ανθρώπου ως οντότητας αιώνιας και μύθου της αστικής ιδεολογίας[5]. Πάρα πολύ μακριά, βέβαια, από κάτι τέτοιο, τα ονόματα (τίτλοι) των ηρώων του Όμηρου Πέλλα, επί παραδείγματι, προκύπτουν από μία μάλλον αντίστροφη διαδικασία, την οποία ο Μάρκος Μέσκος έχει περιγράψει ως εξής: «[…] τεχνίτης των πολλαπλών καταστάσεων, όταν η μια ιστορία εισχωρεί στην άλλη, όταν το ένα πρόσωπο ταυτίζεται με το άλλο και εκεί πάνω γεννιέται ένα τρίτο, φωνές τελικά πολλές μαζί, πολύβουη ζωή – καταραμένος ο θάνατος. Τότε μόνον οι άνθρωποί του παίρνουν τα ονόματά τους, γίνονται επώνυμοι, Άννα, Σταυρούλα, Αντρέας, Θοδώρα, όπως οι σταυροί στους τάφους, μπαίνουν πόδια-χέρια στην οριστική τους θέση, το κεφάλι τα μαλλιά η φωνή. Τότε η μνήμη των προσώπων αυτόματα λειτουργεί, τα όμορφα όνειρα και εκείνα που μοιάζουν μάταια, πληγή που αιμορραγεί σ’ όλο το μάκρος του βίου του και ο συγγραφέας […]»[6].
Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσε να υποστηριχθεί και για τη διηγηματογραφία της Μαριέττας Μινώτου, την οποία, όπως προκύπτει (και μην παραλείποντας να επισημάνουμε τον ρόλο του αυτοβιογραφικού στοιχείου στον/στην κάθε συγγραφέα, αλλά και τις αυτονόητες διαφορές), θα χρειαστεί να αντιμετωπίσουμε με τρόπο παρόμοιο με εκείνον του Βαγγέλη Αθανασόπουλου, όταν μελετά το έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου: «Η πράξη της γραφής όχι μόνο δεν μυθοποιείται από τον Βρεττάκο, αλλά περιγράφεται σύμφωνα με τους πιο φυσικούς όρους, όπως εκείνος της κίνησης του χεριού. […] Ο Βρεττάκος, όταν βλέπει τον εαυτό του ως ποιητή, τον κοιτάζει στα χέρια, όπως θα κοίταζε στα χέρια έναν αγρότη ή έναν εργάτη […] ο ίδιος έθεσε ως σκοπό να δώσει στην ποίησή του όχι μια αισθητική αλλά μιαν αποστολική διάσταση», ως «αυθεντικός αθώος ποιητής».[7]
Με άλλα λόγια, τα κύρια ονόματα (τίτλοι) στα διηγήματα που πραγματευόμαστε εδώ μας δίνουν την ευκαιρία να ανιχνεύσουμε την «αυθεντικότητα», την «αθωότητα» αλλά και την ηθική διάσταση του έργου της συγγραφέως.
Κύρια ονόματα προσώπων εμφανίζονται στους ακόλουθους τίτλους διηγημάτων της Μαριέττας Μινώτου: «Η γρουσουζιά τού Στάθη», «Το άγαλμα της Αγγέλως», «Η Ροδούλα», ενώ η ενασχόλησή της με τις διαπροσωπικές σχέσεις και τους ανθρώπινους χαρακτήρες γίνεται φανερή, ήδη από τον τίτλο, στα διηγήματα: «Άκαρδη κοπέλλα», «Αδελφάδες», «Η φιλενάδα».
Σε όλα τα παραπάνω διηγήματα η συγγραφέας εστιάζει σε συγκεκριμένους ανθρώπους, πρωταγωνιστές συγκεκριμένων περιστατικών, τα οποία, προφανώς, είτε τα γνώριζε η ίδια είτε τα είχε ακούσει από άλλους και, στη συνέχεια, τα μετέτρεψε επιτυχώς σε μυθοπλασία. Έτσι, για να θυμηθούμε και τα θεωρητικά στοιχεία που αναφέραμε νωρίτερα, το όνομα του «Στάθη» δεν συνδέεται με τη σταθερότητα, ούτε της «Αγγέλως» με τους αγγέλους ή της «Ροδούλας» με τα τριαντάφυλλα, αλλά είναι ονόματα διαλεγμένα μάλλον τυχαία, ανάμεσα σε άλλα, για να αναδείξουν στο φως της λογοτεχνίας κάποιες υπάρξεις κοινές, καθόλου δηλαδή ξεχωριστές, ταυτόχρονα όμως μοναδικές, διότι μοναδικός είναι κάθε άνθρωπος. Έτσι, ο Στάθης, του πρώτου στη σειρά διηγήματος της συλλογής, πίστευαν στο χωριό του ότι έφερνε από μικρός τη γρουσουζιά σε όλους τους δικούς του ανθρώπους, γι’ αυτό και απόμεινε τελικά μόνος του στον κόσμο· το κέρινο αγαλματάκι της Αγγέλως, από την άλλη, στο δεύτερο διήγημα, είναι εκείνο που πρέπει να λιώσει μες στη φωτιά, σύμφωνα με τις οδηγίες της γριάς μάγισσας, προκειμένου η Λενιώ, η πραγματική πρωταγωνίστρια του διηγήματος, να πάρει τον άντρα της πίσω· ακόμη, η Ροδούλα, το πιο πλούσιο αλλά και το πιο δυστυχισμένο κορίτσι του χωριού, τελικά θα ευτυχήσει στην αγκαλιά ενός φτωχόπαιδου, το οποίο εκτίμησε σωστά τη γενναιοδωρία της. Επιπλέον, η άκαρδη κοπέλα του φερώνυμου διηγήματος, η Σοφούλα, δεν είναι καθόλου άκαρδη – τουναντίον, αρρωσταίνει από τη στενοχώρια της όταν σφάζουν την Κανέλλω, το προβατάκι της· οι «αδελφάδες» είναι τα δύο κορίτσια που πρέπει να παντρευτούν κατά σειρά ηλικίας, αλλιώς, θα «σχολιάζει» το χωριό, ενώ η «φιλενάδα» δεν είναι στ’ αλήθεια φιλενάδα αλλά φίδι στον κόρφο της καημένης της Βιόλας, αφού της ξελογιάζει τον αγαπημένο της.
Τα προαναφερθέντα διηγήματα της συλλογής (όπως και τα περισσότερα από τα υπόλοιπα) εστιάζουν, όπως επισημάνθηκε, σε συγκεκριμένους ανθρώπους και περιστατικά, τα οποία, ωστόσο, όσο πιο συγκεκριμένα είναι τόσο πιο γενικευμένη είναι η απήχηση και η εφαρμογή τους. Όσο για τις γυναίκες πρωταγωνίστριες, πιο συγκεκριμένα, των ιστοριών της, η Μαριέττα Μινώτου πίστευε τα εξής: «Ψάχνοντας για τις λαογραφικές μελέτες μου, για χρόνια τώρα ήρθα σε στενή ψυχική επαφή με τη γυναίκα της πατρίδας μου σ’ όλα τα επίπεδα, σ’ όλες τις ηλικίες. Είναι μια δυνατή χαρά μου να ξετρυπώνω μια νέα φάση της γυναικείας ψυχής. Έχω ψυχολογήσει τη γυναίκα της πόλεως και τη γυναίκα του χωριού, την ανεπτυγμένη και την αγράμματη. Δε διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Σε πολλά σημεία είναι όμοιες»[8].
(β) Ακριβώς μέσα στο πλαίσιο της ρεαλιστικής απεικόνισης της ζωής στην επαρχία, εξάλλου, είναι που ανθεί, σωστότερα, σφύζει κυριολεκτικά στις περισσότερες περιπτώσεις, το λαογραφικό στοιχείο στα διηγήματα της Μινώτου.
Αναφερόμενος ο Διονύσης Σέρρας στα ευάριθμα «(δεκαεφτά) ηθογραφικής-ψυχογραφικής, λαογραφικής, ανθρωποκεντρικής, αισθηματικής, κοινωνιολογικής κ.ά. σύνθεσης» Αγρολούλουδα της Μαριέττας Μινώτου, σημειώνει πως ως αναγνώστης «θαρρείς και αναπνέεις κάτι άλλο, καθαρό και δυνατό, κάτι γνήσιο και ξεχωριστό, κάτι από το άρωμα ενός “κόσμου” κ’ ενός χώρου αλλοτινού μα όχι σβησμένου ή αδιάφορου, πλαστού ή αποκρουστικού, ψεύτικου ή ψυχρού. Ενός “κόσμου”, ακόμη, άγνωστου βέβαια για τους νεότερους, έντονα ειδυλλιακού και νοσταλγικού για κάποιους, παραμυθικού κ’ ευφρόσυνου για άλλους, διασωσμένου –με την πολυφωνική απλότητά του– μες στις σελίδες ενός από τα πολλά ζακυνθινολογικά δωρήματα της αξιόλογης αυτής πεζογράφου, λαογράφου, μελετήτριας, κριτικού, μεταφράστριας και εκδότριας του τοπικού, επτανησιακού και νεοελληνικού, ευρύτερα, 20ού αιώνα».[9]
Το λαογραφικό υλικό, λοιπόν, ειδικότερα, που έχει ενσωματωθεί σε αυτά τα ευάριθμα διηγήματα εντυπωσιάζει πράγματι με τον πλούτο και την ποικιλία του, την οποία ο ίδιος ο Διονύσης Σέρρας, όπως είδαμε νωρίτερα, προσδιόρισε ως «λαϊκή ζωή», δηλαδή «δοξασίες, παραδόσεις, θρύλοι, ιστορίες, επαγγελματικές κ.ά. ασχολίες, ήθη και έθιμα, γιορτές, πανηγύρια, προλήψεις, δεισιδαιμονίες, παραμύθια, τραγούδια, “Ομιλίες”, ντοπιολαλιά κ.ά.π.». Από τα παραπάνω μπορούμε να σταθούμε στους στίχους των δημοτικών τραγουδιών που ενσωματώνονται στο συγκείμενο των διηγημάτων, στις παροιμίες, στις δοξασίες και, βέβαια, στους λαϊκούς ιδιωματισμούς, κάποιους από αυτούς γραμμένους με πιο σκούρα γράμματα στην έκδοση του «Τρίμορφου», αντλημένους συχνά και από την ιταλική γλώσσα. Σε μία επόμενη έκδοση των Αγρολούλουδων, πάντως, ένα γλωσσάρι θα ήταν πολύτιμο.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ[10]
―…Ξύπνα, ξύπνα, αν κοιμάσαι, μαυρομάτα,
τον ήλιο πριν ιδούμε αφ’ τα βουνά,
προτού του τρύγου πιάσουμε τα εργάτα…
Ξύπνα, αφέντρα, ξύπνα, λυγερή μου,
τ’ άστρα χτυπούν την πόρτα, να ξυπνήσουν
τον ήλιο τον αφέντη, για να χύνει,
όπου διαβεί, χρυσάφι με τσ’ αχτίδες…
―…Κι αν πάει ο Άγουστος καλά και τιμηθούν τα φρούτα,
ψυχή μου, θα τα κάμουμε μεταξωτά τα ρούχα…
―…πρώτα να σφάξω το γαμπρό,
ύστερα τον κουμπάρο,
στερνά και τον προξενητή,
που μούκανε το γάμο…
―…Φεύγω και φεύγει η υγεία μου,
χάνεται η δύναμή μου,
κι’ αφ’ την καρδιά μου αγροικώ
πως λίγ’ είν’ η ζωή μου…
―…Τέλος πάντων θα παλέψω με τον έρωτα μαζί,
ή εσένα θα κερδίσω, ή θα χάσω τη ζωή…
Τα μάτια σου με κάμανε να πάω ν’ ανοίξω μνήμα.
Να πέσω μέσα ζωντανός κ’ εσύ νάχεις το κρίμα!
―…Ξύπνα, ξύπνα, αν κοιμάσαι, μαυρομάτα,
τον ήλιο πριν ιδούμε αφ’ τα βουνά,
προτού του τρύγου πιάσουμε τα εργάτα…
Ξύπνα, αφέντρα, ξύπνα, λυγερή μου,
τ’ άστρα χτυπούν την πόρτα, να ξυπνήσουν
τον ήλιο τον αφέντη, για να χύνει,
όπου διαβεί, χρυσάφι με τσ’ αχτίδες…
―…Κι αν πάει ο Άγουστος καλά και τιμηθούν τα φρούτα,
ψυχή μου, θα τα κάμουμε μεταξωτά τα ρούχα…
―…πρώτα να σφάξω το γαμπρό,
ύστερα τον κουμπάρο,
στερνά και τον προξενητή,
που μούκανε το γάμο…
―…Φεύγω και φεύγει η υγεία μου,
χάνεται η δύναμή μου,
κι’ αφ’ την καρδιά μου αγροικώ
πως λίγ’ είν’ η ζωή μου…
―…Τέλος πάντων θα παλέψω με τον έρωτα μαζί,
ή εσένα θα κερδίσω, ή θα χάσω τη ζωή…
Τα μάτια σου με κάμανε να πάω ν’ ανοίξω μνήμα.
Να πέσω μέσα ζωντανός κ’ εσύ νάχεις το κρίμα!
ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ[11]
― Καλά να πάθει! Όπου [sic] κυττάει ψηλά, πέφτει και τσακίζεται.
―…ψαράς και πουλολόγος,
συφορά στο σπίτι σου…
― Δεν ξέρεις τι λέει κ’ η παροιμία, πως το πάχος κρύφτει εφτά ασχημάδες;
― Καλά να πάθει! Όπου [sic] κυττάει ψηλά, πέφτει και τσακίζεται.
―…ψαράς και πουλολόγος,
συφορά στο σπίτι σου…
― Δεν ξέρεις τι λέει κ’ η παροιμία, πως το πάχος κρύφτει εφτά ασχημάδες;
ΔΟΞΑΣΙΕΣ[12]
― Αλήθεια, δεν ξέρεις πότε κοιμούνται, τώρα την άνοιξη, τα πουλιά. Το βράδυ, ακούς ως τις εννιά το σουσούρισμά τους ανάμεσα στα φύλλα και σε λίγο, να σου τα πάλι ξυπνητά. Λένε πως, τώρα το Μεγαλοβδόμαδο, τραγουδάνε τα πάθια του Χριστού, γι’ αυτό δεν ησυχάζουν.
― Σίμωσε να πάρει, μα σκούνταψε στο ποτήρι της κυρα-Σβολώς και πάει το κρασί…
― Γρουσούζες! Μου τ’ αβασκάνατε.
Τα κορίτσια σκάνε στα γέλια. Έσκυψαν, άγγιξαν τα δάχτυλά τους και βρέξανε το κούτελο.
― Γούρι, γούρι, κυρα-Σβολώ. Του χρόνου οι ανύπαντρες παντρεμένες…
― Η Θοδώρα δεν μπορεί να καθήσει στιγμή. Όλο και τριγυρνά, να σκοτώσει την ώρα. Κάτι βρίσκει επί τέλους. Στην παλιά την κοττοφωλιά, που μοιάζει σπιτάκι, είναι γνέμα για μασούρισμα. Τυλιγμένο, έτοιμο. Αλαφρή δουλειά, όπως να πεις, να γίνει και Κυριακή. Ο Θεός το συχωράει.
― Αλήθεια, δεν ξέρεις πότε κοιμούνται, τώρα την άνοιξη, τα πουλιά. Το βράδυ, ακούς ως τις εννιά το σουσούρισμά τους ανάμεσα στα φύλλα και σε λίγο, να σου τα πάλι ξυπνητά. Λένε πως, τώρα το Μεγαλοβδόμαδο, τραγουδάνε τα πάθια του Χριστού, γι’ αυτό δεν ησυχάζουν.
― Σίμωσε να πάρει, μα σκούνταψε στο ποτήρι της κυρα-Σβολώς και πάει το κρασί…
― Γρουσούζες! Μου τ’ αβασκάνατε.
Τα κορίτσια σκάνε στα γέλια. Έσκυψαν, άγγιξαν τα δάχτυλά τους και βρέξανε το κούτελο.
― Γούρι, γούρι, κυρα-Σβολώ. Του χρόνου οι ανύπαντρες παντρεμένες…
― Η Θοδώρα δεν μπορεί να καθήσει στιγμή. Όλο και τριγυρνά, να σκοτώσει την ώρα. Κάτι βρίσκει επί τέλους. Στην παλιά την κοττοφωλιά, που μοιάζει σπιτάκι, είναι γνέμα για μασούρισμα. Τυλιγμένο, έτοιμο. Αλαφρή δουλειά, όπως να πεις, να γίνει και Κυριακή. Ο Θεός το συχωράει.
Από τα παραπάνω γίνεται, λοιπόν, φανερό ότι τόσο η εμφάνιση των κύριων ονομάτων προσώπων στους τίτλους, όσο και το λαογραφικό υλικό που έχει συνυφανθεί στα κείμενα των διηγημάτων της Μαριέττας Μινώτου δεν είναι παρά η απόδειξη (μία, ίσως, μεταξύ άλλων) ότι η συγγραφέας κατόρθωσε να πραγματοποιήσει τον στόχο της, όπως τον είχε διατυπώσει στην πρώτη εκείνη έκδοση του 1929, στο σχετικό Σημείωμά της:
«Να πω στον αναγνώστη μου πως, μαζεύοντας σ’ αυτόν τον τόμο τα διηγήματά μου (πρωτοδημοσιευμένα στην Ιόνιο Ανθολογία, στην Πολιτεία των Αθηνών και στον Αγώνα του Παρισιού), είχα μια μεγάλη φιλοδοξία; Πρέπει να το πω, γιατί θα φανταστεί μιαν άλλη φιλοδοξία που δεν είχα.
»Έζησα τη Ζάκυνθο και θέλω να του τη γνωρίσω. Αυτό είναι!
»Τη Ζάκυνθο του χωριού. Τη Ζάκυνθο τη γραφική, την ποιητική, την ανεξάντλητη· μα και την πραγματική, την ανθρώπινη – θάλεγα τη φιλοσοφική. Να πω πάλι πως καμμιάν απ’ αυτές τις δυο όψεις της δεν ηύρα και μήτε μπορεί να βρεθεί μέσα στην πόλη, με τα καπνισμένα σαλόνια, με τους νευρόσπαστους ανθρώπους που τους σφίγγει και τους νεκρώνει η εθιμοτυπία – αυτό θάταν μια κοινοτοπία. Κι’ όμως, σαν κάθε μεγάλη αλήθεια, την ανακάλυψα, άλλη μια φορά, για λογαριασμό μου.
»Στα χωριά, στους κάμπους, στα λιβάδια, στα βουνά… Με τον άνθρωπο, που φυτρώνει κι’ αυτός άμεσα απ’ τη φύση, και ζει και πορεύεται, δίχως να ρωτήσει πού και πώς και γιατί: παρά σέρνει το σταυρό του, όταν η μοίρα τού τον χρωστά· δίχως καμμιάν αξίωση μαρτυρίου· ή ποτίζει την καθημερινή του τη ζωή, σ’ όλα της τα φτωχά και κοινά καθέκαστα, με την ποίηση και τη δροσιά που βγαίνει απ’ την ψυχή του.
»Ρωτιέμαι συχνά – νάναι το πρώτο τέτοιο βιβλίο που βγαίνει για τη Ζάκυνθο; Δε θα το πίστευα, μα θαρρώ πως είν’ έτσι. Κ’ είναι κρίμα. Την ειδυλλιακή αυτή νότα πρώτη εγώ φαίνεται πως θα κρούσω. Άλλοι έκρουσαν τις υψηλές, τις τραγικές. Μα είθε να σταθώ άξια να παραβγώ, και με τα ειδύλλιά μου, στο ύψος, που από παντού μπορεί ν’ ανέβει η ανθρώπινη καρδιά»[13].
Η ανθρώπινη καρδιά μπορεί να ανέβει σε ύψη αλλά και να κατεβεί σε βάθη απύθμενα. Και οι δύο ψυχικές πορείες καταγράφονται στα (γραμμένα από μία μάχιμη γυναίκα, ισοδύναμη με οποιονδήποτε άνδρα του ίδιου πνευματικού χώρου, η οποία, ωστόσο, εκείνη την εποχή έπρεπε να ονομάζεται και να είναι φεμινίστρια) διηγήματα της Μαριέττας Μινώτου, με ακρίβεια και χωρίς ρητορείες. Το ανοιχτό τέλος, δε, που αφήνει σε αρκετά από αυτά καθιστά ακόμη πιο πειστική την περιγραφή/καταγραφή του απρόβλεπτου, αλίμονο, της ανθρώπινης ζωής.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. στο Μαριέττας Μινώτου, Ζακυθινά Αγρολούλουδα, Διηγήματα, Αθήναι 1929, Β′ Έκδοση, Εκδόσεις Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2003, σσ. α′-γ′. Ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με τα διηγήματα της Μαριέττας Μινώτου περιλαμβάνονται και στις επιστολές της στον Γιάννη Ψυχάρη, καθώς και στον υποδειγματικό σχολιασμό αυτών των επιστολών από τον Διονύση Μουσμούτη στο: Διονύση Ν. Μουσμούτη, Η Μαριέττα Γιαννοπούλου-Μινώτου, ο Γιάννης Ψυχάρης και ο Ούγκο Φόσκολο, <Ευθύνη / Αναλόγιο λδ′> Εκδόσεις Ευθύνη, Αθήνα, 2012, σσ. 63-64, 73-74, 84, 103, 105, 115-116, 118, 123-125, 134.
[2] Την ύπαρξη λαογραφικών στοιχείων στο έργο του Νίκου Καζαντζάκη (την) έχουν ήδη επισημάνει και μελετήσει πολλοί πανεπιστημιακοί καθηγητές, ερευνητές και λογοτέχνες – για μία συγκεντρωτική σχετική αναφορά βλ. Αριστείδη Δουλαβέρα, «Το λαογραφικό στοιχείο στο μυθιστορηματικό έργο του Νίκου Καζαντζάκη και η διδακτική αξιοποίησή του», στο Νίκος Καζαντζάκης και Εκπαίδευση, Πρακτικά της Ημερίδας της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων σε συνεργασία με τη Διεθνή Εταιρεία Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη, 26-10-2007, «Βιβλιοθήκη της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων» – Αφιέρωμα 11, Ελληνοεκδοτική, σσ. 122-132. Βλ. σχετικά και Stavroula Tsouprou, «A Folklore Reading of Death in Captain Michalis by Nikos Kazantzakis», στοNarratives Across Space and Time: Transmissions and Adaptations. Proceedings of the 15th Congress of the International Society for Folk Narrative Research(June 21-27, 2009 Athens), Volumes I-III, Academy of Athens, 2014, pp. 341-364 (Volume III).
[3] Για όσα ακολουθούν, βλ. στο Leo H. Hoek, Lamarquedutitre. Dispositifs sémiotiques d’une pratique textuelle, Mouton, 1981, σσ. 206-240.
[4] Για κάποιες εξαιρέσεις εδώ, βλ. στο Σταυρούλα Γ. Τσούπρου, Δοκιμές Ανάγνωσης. Ερευνητικές Εργασίες και Μελέτες, Πρόλογος: Μ. Γ. Μερακλή, Εκδόσεις Γρηγόρη, 2013, στο δοκίμιο εκεί με τον τίτλο: «Όμηρος Πέλλας – Σοφία Φίλντιση: Κύρια ονόματα στον τίτλο», σσ. 51-66/ εδώ, σελ. 53-σημ. 2.
[5] Βλ. Hoek, ό.π., σσ. 282-286.
[6] Βλ. στο «Προλογικό σημείωμα» του Μάρκου Μέσκου στο Όμηρος Πέλλας, Διηγήματα, Εκδόσεις Στιγμή, Αθήνα, 1986, σσ. 10-11.
[7] Για τα παραπάνω βλ. στο Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ού αιώνα,τόμος Β′, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1995, σσ. 150, 185, 145.
[8] Βλ. στο «Αι αντιλήψεις της Κας Μινώτου», Εφημερίς των Ελληνίδων, τχ. 8, 20.2.1930, σελ. 2.
[9] Βλ. στο Μαριέττας Μινώτου, Ζακυθινά Αγρολούλουδα, ό.π., σσ. γ′-δ′.
[10] Για όσα ακολουθούν εδώ βλ., ό.π., σσ. 24, 27, 43, 46, 50.
[11] Ό.π., σσ. 33, 42, 70.
[12] Ό.π., σσ. 35, 51, 77.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου