[Το χωριό του παρελθόντος]
Στο προηγούμενο σχετικό σημείωμα μιλούσα για τη διασταύρωση της σύγχρονης πόλης με το χωριό, όπως υπάρχει σήμερα. Πολύ περισσότερο και με την επαρχία εν γένει: Νίκος Καρπούζης, Αργοστόλι Κεφαλονιάς. Μεταβολές στη σύγχρονη ζωή μιας επαρχιακής πόλης (2007).
Στο προηγούμενο σχετικό σημείωμα μιλούσα για τη διασταύρωση της σύγχρονης πόλης με το χωριό, όπως υπάρχει σήμερα. Πολύ περισσότερο και με την επαρχία εν γένει: Νίκος Καρπούζης, Αργοστόλι Κεφαλονιάς. Μεταβολές στη σύγχρονη ζωή μιας επαρχιακής πόλης (2007).
Η ελληνική Λαογραφία ενδιαφέρεται για το σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό (δίπλα στην Κοινωνιολογία), αλλά και για τον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό του παρελθόντος (δίπλα στην Ιστορία). Το μέλλον δεν υπάρχει ακόμα…
Φέρνω στο νου μου το παλαιότερο βιβλίο του κορυφαίου Γερμανού λαογράφου Will-Erich Peuckert, H μεγάλη στροφή (Die Grosse Wende, 1948). Ο Πόυκερτ είχε δημοσιεύσει και τον πρώτο τόμο για τη Λαογραφία του Προλεταριάτου (Die Volks Kundedes Proletariats, 1931). Μετά ήρθε ο ναζισμός.
Στη Μεγάλη στροφή, ο λόγος είταν για τη μετάβαση από τον αγροτικό πολιτισμό σ’ αυτόν της (μεγάλης) πόλης τον 15ο αιώνα στη Γερμανία. Παρατηρούσε σ’ ένα σημείο: «Όχι πια ένα κιλό σιτάρι, αλλά η τιμή για ένα κιλό σιτάρι στην αγορά – αυτό είναι το μέτρο. Ίσως αυτό φαίνεται σαν κάτι όχι σημαντικό, στην αλήθεια όμως είναι σημαντικό. Μοιάζει σαν να γίνεται μια ανταλλαγή λέξεων σ’ ένα λογαριασμό, και τίποτ’ άλλο. Στην αλήθεια γίνεται κάτι αποφασιστικό, τοπιο αποφασιστικό: ο σπόρος, το σιτάρι, ο καρπός γίνεται και λέγεται χρήμα». Αρχίζει δηλαδή ο εκχρηματισμός της οικονομίας. Ο Πόυκερτ δεν παρέλειπε να πει ότι ήδη μέσα στο χωριό είταν παρών ο τοκογλύφος. Το ίδιο έγινε και στην Ελλάδα, βέβαια με βραδύτερο ρυθμό εξαιτίας της πολύ βραδύτερης ανάπτυξης.
Σε τελευταία ανάλυση, την αστικοποίηση έφερε το χρήμα. Και ανάμεσα στα πρώτα μεγάλα επιτεύγματα των αστών είσαν τα πανεπιστήμια, η ανώτατη εκπαίδευση και σκέψη, οι επιστήμες. Αν οι φυσικομαθηματικές δουλεύουν με τον ορθολογισμό, οι επιστήμες του ανθρώπου διακρίνονται για τον υποκειμενισμό τους, κι αυτό δυσχεραίνει πολλές φορές την «ζήτησιν της αληθείας».
Υπάρχουν πανεπιστημιακοί ιστορικοί και άλλοι, οι οποίοι δεν πιστεύουν στην ύπαρξη διαχρονικής ελληνικής παράδοσης. Θεωρούν τη συνέχεια αυτή «ιδεολογική κατασκευή», που την έπλασαν στους χρόνους του Διαφωτισμού Έλληνες λόγιοι, εμβάλλοντας στον λαό την πίστη σε εθνική συνέχεια.
«Υπάρχουν πανεπιστημιακοί ιστορικοί και άλλοι, οι οποίοι δεν πιστεύουν στην ύπαρξη διαχρονικής ελληνικής παράδοσης. Θεωρούν τη συνέχεια αυτή «ιδεολογική κατασκευή», που την έπλασαν στους χρόνους του Διαφωτισμού Έλληνες λόγιοι, εμβάλλοντας στον λαό την πίστη σε εθνική συνέχεια.»
Αυτό προϋποθέτει, βέβαια, ότι ο Κοραής και άλλοι και, προπάντων, με την πολύτομη Ιστορία των Ελλήνων, ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, απευθυνόμενοι σ’ έναν –σε μέγιστο βαθμό αναλφάβητο– λαό επέτυχαν «την εμφύσηση σ’ αυτόν της ελληνικής συνείδησης» (η φράση είναι νεωτεριστών) (Γιάννης Ταχόπουλος, Όψεις εθνοαποδόμησης στην Ελλάδα, 2009). Μπορεί κάποιος να πει ότι αυτό θα γινόταν με τη μεσολάβηση των διδασκόντων στη δημόσια εκπαίδευση. Δεν νομίζω πως αγάπησαν ποτέ οι μαθητές τα αρχαία ελληνικά και γενικά τα φιλολογικά μαθήματα, με τον τρόπο μάλιστα που αυτά διδάσκονταν.
Όσον αφορά την Τουρκοκρατία, τη θεωρούν οι αμφισβητίες ως μία περίπου τακτοποιημένη περίοδο της πολυεθνικής Μουσουλμανικής αυτοκρατορίας, η σκληρότητα της οποίας, και ενίοτε η αγριότητα, αμφισβητείται από αυτούς. Αλλά και για τη θρησκεία των Ελλήνων φρονούν ότι αυτή δεν αποτελεί συνιστώσα του πατριωτικού-εθνικού αισθήματος (Απόστολος Διαμαντής, Έθνος και θεσμοί στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Η κανονιστική εκτροπή στην ελληνική ιστοριογραφία, 2013, βλ. και Ταχόπουλος, ό.π.). Υποκλίνονται οι νεωτεριστές σ’ έναν θεωρούμενο νεομαρξιστή, διάσημον όμως, Άγγλο ιστορικό, Χόμπσμπάουμ (Hobsbawm E.J.), ιδίως στο βιβλίο του Έθνος και εθνικισμός από το 1870 μέχρι σήμερα (1994). Ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ελευθερία (27.3.1995): «Στον πόλεμο της ανεξαρτησίας οι Έλληνες δεν πολέμησαν εναντίον των Τούρκων ως “Έλληνες” εναντίον “Τούρκων”. Πολέμησαν ως Χριστιανοί εναντίον “Μουσουλμάνων” – πολέμησαν ως Ρωμιοί, όχι ως “Έλληνες”». Είταν, θέλει να πει, απλώς ένας θρησκευτικός, διόλου εθνικός πόλεμος. Χαρακτηριστικός είναι ο τίτλος της συνέντευξης: «Μύθος η συνέχεια 3.000 χρόνων ελληνικού έθνους» (Ταχόπουλος, ό.π.). Άλλοι οι Ρωμιοί, το συμπέρασμα, και άλλοι οι Έλληνες. Υπάρχουν λοιπόν άνθρωποι που, και αυτοκωμωδούμενοι, αναγνωρίζονται σπουδαίοι από Έλληνες. Ο Σουρής άρα του θρυλικού «Ρωμιού» που διασκέδαζε κριτικά το πανελλήνιο, δεν είταν Έλληνας, είταν Ρωμιός (για τις ονοματικές παραλλαγές της ελληνικής ταυτότητας βλ. Ταχόπουλος, ό.π.).
Οι νεωτεριστές αγνόησαν και το θαυμαστό φαινόμενο του συστήματος των κοινοτήτων που λειτούργησαν στην Τουρκοκρατία, χάρη στην πολιτική οξύνοια των Τούρκων, πολύ ευφυεστέρων από τους Έλληνες πολιτικούς. Μαζί με τις κοινότητες αγνοείται ο κατεξοχήν ερευνητής τους Νικόλαος Πανταζόπουλος, καθώς και οι έξοχες μορφές του Ίωνα Δραγούμη και του Κωνσταντίνου Καραβίδα (Σπύρος Κουτρούλης, Εθνισμός και κοινότητες, 2004).
Μετά την Επανάσταση ήρθε το νεοελληνικό κράτος. Το μέλος της Αντιβασιλείας, την οποία όρισαν οι «προστάτιδες» δυνάμεις έως την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Γεώργιος Μάουρερ (Georg Maurer), νομομαθής, ανέλαβε το νομοθετικό έργο. Επιφυλάχθηκε όμως να συντάξει τον Αστικό Κώδικα, γιατί πίστευε στη σημασία των τοπικών εθίμων, μάλιστα έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν για ν’ αποτελέσουν τη βάση της σύνταξης του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Αποπέμφθηκε όμως από την Αντιβασιλεία και το εγχείρημα δεν πραγματοποιήθηκε. Ο νόμος «Περί συστάσεως των δήμων» (1835) έδωσε τη χαριστική βολή στις κοινότητες, που είσαν εν πολλοίς διοικητικά και οικονομικά αυτόνομες. Επικράτησε το δυτικό δίκαιο.
Μετά την Επανάσταση ήρθε το νεοελληνικό κράτος. Το μέλος της Αντιβασιλείας, την οποία όρισαν οι «προστάτιδες» δυνάμεις έως την ενηλικίωση του Όθωνα, ο Γεώργιος Μάουρερ (Georg Maurer), νομομαθής, ανέλαβε το νομοθετικό έργο. Επιφυλάχθηκε όμως να συντάξει τον Αστικό Κώδικα, γιατί πίστευε στη σημασία των τοπικών εθίμων, μάλιστα έδωσε εντολή να συγκεντρωθούν για ν’ αποτελέσουν τη βάση της σύνταξης του ελληνικού Αστικού Κώδικα. Αποπέμφθηκε όμως από την Αντιβασιλεία και το εγχείρημα δεν πραγματοποιήθηκε. Ο νόμος «Περί συστάσεως των δήμων» (1835) έδωσε τη χαριστική βολή στις κοινότητες, που είσαν εν πολλοίς διοικητικά και οικονομικά αυτόνομες. Επικράτησε το δυτικό δίκαιο.
Ο Γεώργιος Μέγας, μαθητής και βοηθός του Νικολάου Πολίτη, αποφάσισε και πραγματοποίησε ένα μεγάλο έργο, τη συγκέντρωση των ηθών και εθίμων, που οι ρίζες τους είσαν βαθιές ακόμα, στο διάστημα 1939-1942, με τίτλοΖητήματα Ελληνικής Λαογραφίας. Δόθηκε έτσι μια εντυπωσιακή, πλατιά αναπαράσταση του παραδοσιακού χωριού εν πρώτοις, αλλά και του όλου ελληνικού χώρου (η Ελλάδα είταν ακόμα μια αγροτική χώρα). Θα δώσω την επόμενη φορά ένα κατά το δυνατόν περιληπτικό διάγραμμα των Ζητημάτων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου