μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
«Μόνο αφού επέστρεψα στη Ρωσία, ήμουν σε θέση και πάλι να γράψω, εκεί δεν μπορούσα...» (Από επιστολή στο Νόβι Μιρ)
Τι περίεργο δέντρο! Όταν την κοιτάζουμε είναι κωνοφόρο, ναι, κωνοφόρο. Αυτό σημαίνει πως είναι της ίδιας οικογένειας; Μπα, όχι. Μπαίνει το φθινόπωρο, δίπλα της τα φυλλοβόλα ρίχνουν σιγά σιγά τα φύλλα, σχεδόν σαν να πεθαίνουν. Και τότε –άραγε συμπάσχοντας;– σαν να λέει δεν θα σας εγκαταλείψω! Οι δικοί μου και χωρίς εμένα θα περάσουν όμορφα, αρχίζει λοιπόν και αυτή να φυλλορροεί. Και όπως πέφτουν συνεχώς γιορταστικά τα φύλλα, λάμπουν (ανάμεσα) οι ακτίνες του ήλιου.
Θα σκεφτεί κανείς ότι ο πυρήνας της είναι μαλακός! Μπα, και πάλι όχι: το ξυλώδες περίβλημά της, το πιο γερό στον κόσμο, ούτε οποιοδήποτε τσεκούρι μπορεί να το πειράξει ούτε κανένας ποταμός[1] να το σηκώσει στον αφρό, εγκαταλείποντάς τη στο νερό δεν σαπίζει αλλά δυναμώνει όλο και πιο πολύ σαν την αιώνια πέτρα.
Αλλά όταν επιστρέφει πάλι, είναι σαν ξαφνικό δώρο, μια απαλή ζεστασιά – να ξέρεις, άλλο ένα χρονάκι μάς χαρίζεται, μπορεί και πάλι να πρασινίσει, και γυρίζει στους δικούς της με μεταξένιες βελόνες.
Σάμπως έτσι δεν είναι και οι άνθρωποι!
[Συλλογή Ψίχουλα]
Ο Αλεξάντρ Σολζενίτσιν (1918-2008) σπούδασε Φυσική και Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο του Ροστόφ και υπηρέτησε στον Κόκκινο Στρατό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το έργο του, στο οποίο κατήγγειλε το σταλινικό καθεστώς, ήταν η αιτία των διώξεών του και, τελικά, της απέλασής του από την ΕΣΣΔ το 1974, ενώ είχε ήδη βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας (1970). Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1994, μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
[1] Πλωτή μεταφορά ξυλείας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου